Επιλογές αναζήτησης
Η ΕΚΤ Ενημέρωση Επεξηγήσεις Έρευνα & Εκδόσεις Στατιστικές Νομισματική πολιτική Το ευρώ Πληρωμές & Αγορές Θέσεις εργασίας
Προτάσεις
Εμφάνιση κατά

Η ελληνική μετάφραση της Έκθεσης της ΕΚΤ για τη Σύγκλιση 2022 περιλαμβάνει τα ακόλουθα κεφάλαια: Εισαγωγή, Πλαίσιο ανάλυσης, Η οικονομική σύγκλιση και Περιλήψεις κατά χώρα. Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να ανατρέξετε στην πλήρη αγγλική έκδοση η οποία είναι διαθέσιμη στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ.

1 Εισαγωγή

Το ευρώ έχει ήδη εισαχθεί σε 20 από τα 27 κράτη-μέλη της ΕΕ. Η παρούσα έκθεση εξετάζει έξι από τα επτά κράτη-μέλη που δεν έχουν ακόμη υιοθετήσει το ενιαίο νόμισμα, συγκεκριμένα τη Βουλγαρία, την Τσεχία, την Ουγγαρία, την Πολωνία, τη Ρουμανία και τη Σουηδία. Οι χώρες αυτές δεσμεύονται σύμφωνα με τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής “Συνθήκη”) να υιοθετήσουν το ευρώ, κάτι που σημαίνει ότι πρέπει να επιδιώξουν την εκπλήρωση όλων των κριτηρίων σύγκλισης.[1] Το έβδομο κράτος-μέλος, η Δανία, γνωστοποίησε το 1992 στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Συμβούλιο της ΕΕ) την πρόθεσή του να μην συμμετάσχει στο τρίτο στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ).[2] Αυτό συνεπάγεται ότι δεν χρειάζεται να υποβάλλονται εκθέσεις σύγκλισης για τη Δανία παρά μόνο εάν η ίδια το ζητήσει. Δεδομένου ότι δεν έχει υποβληθεί τέτοιο αίτημα, η Δανία δεν καλύπτεται στην παρούσα έκθεση.

Με την κατάρτιση της παρούσας έκθεσης, η ΕΚΤ εκπληρώνει την υποχρέωσή της σύμφωνα με το άρθρο 140 της Συνθήκης. Το άρθρο 140 προβλέπει ότι η ΕΚΤ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή οφείλουν, τουλάχιστον μία φορά κάθε δύο έτη ή όποτε το ζητήσει κράτος-μέλος με παρέκκλιση, να υποβάλλουν έκθεση στο Συμβούλιο της ΕΕ “για την πρόοδο που έχουν επιτελέσει τα κράτη-μέλη για τα οποία ισχύει παρέκκλιση στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους για την επίτευξη της οικονομικής και νομισματικής ένωσης”. Οι έξι χώρες που εξετάζονται στην παρούσα έκθεση αξιολογούνται στο πλαίσιο της τακτικής ανά διετία εξέτασης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επίσης κατήρτισε έκθεση και οι δύο εκθέσεις υποβάλλονται στο Συμβούλιο της ΕΕ παράλληλα.

Στην παρούσα έκθεση, η ΕΚΤ χρησιμοποιεί το πλαίσιο που εφαρμόστηκε στις προηγούμενες Εκθέσεις για τη Σύγκλιση. Εξετάζει, για τις εν λόγω έξι χώρες, αν έχει επιτευχθεί υψηλός βαθμός διατηρήσιμης οικονομικής σύγκλισης, αν η εθνική νομοθεσία είναι συμβατή προς τις Συνθήκες και το Πρωτόκολλο για το Καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (εφεξής το “Καταστατικό του ΕΣΚΤ”) και αν πληρούνται οι καταστατικές απαιτήσεις ώστε οι εθνικές κεντρικές τους τράπεζες (ΕθνΚΤ) να καταστούν αναπόσπαστο μέρος του Ευρωσυστήματος.

Η εξέταση της διαδικασίας οικονομικής σύγκλισης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ποιότητα και την ακεραιότητα των συναφών στατιστικών στοιχείων. Η κατάρτιση και υποβολή των στατιστικών στοιχείων δεν πρέπει να επηρεάζονται από πολιτικές σκοπιμότητες ή παρεμβάσεις. Τα κράτη-μέλη της ΕΕ καλούνται να θεωρούν την ποιότητα και την ακεραιότητα των στατιστικών στοιχείων τους θέμα υψηλής προτεραιότητας, να διασφαλίζουν ότι η κατάρτιση αυτών των στοιχείων υπόκειται σε ένα επαρκές σύστημα ελέγχων και ισορροπιών (checks and balances) και να εφαρμόζουν ελάχιστα πρότυπα στον τομέα της στατιστικής. Αυτά τα πρότυπα είναι εξαιρετικής σημασίας για την ενίσχυση της ανεξαρτησίας, της ακεραιότητας και της λογοδοσίας των εθνικών στατιστικών αρχών, καθώς και για τη στήριξη της εμπιστοσύνης στην ποιότητα των στατιστικών στοιχείων των δημοσιονομικών στατιστικών (βλ. Κεφάλαιο 6 – δεν διατίθεται στην ελληνική έκδοση).

Από τις 4 Νοεμβρίου 2014, κατέστη υποχρεωτικό για κάθε χώρα της οποίας η παρέκκλιση έχει αρθεί να ενταχθεί στον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (ΕΕΜ), το αργότερο κατά την ημερομηνία υιοθέτησης του ευρώ.[3] Από την ημερομηνία αυτή ισχύουν για την εν λόγω χώρα όλα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που σχετίζονται με τον ΕΕΜ. Ως εκ τούτου είναι εξαιρετικά σημαντικό να έχουν γίνει οι απαραίτητες προετοιμασίες. Ειδικότερα, το τραπεζικό σύστημα κάθε κράτους-μέλους που εντάσσεται στη ζώνη του ευρώ και, κατά συνέπεια, στον ΕΕΜ υπόκειται σε συνολική αξιολόγηση.[4] Η Βουλγαρία είναι επί του παρόντος το μόνο κράτος-μέλος που συμμετέχει στον ΕΕΜ στο πλαίσιο της στενής συνεργασίας με την ΕΚΤ που έχει θεσπιστεί ως μέρος της δέσμευσης της χώρας να προσχωρήσει ταυτόχρονα στην Τραπεζική Ένωση και στον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών (ΜΣΙ ΙΙ).[5] Το πλαίσιο στενής συνεργασίας με την Българска народна банка (Εθνική Τράπεζα της Βουλγαρίας) τέθηκε σε ισχύ από 1ης Οκτωβρίου 2020, μετά την εκπλήρωση των αναγκαίων εποπτικών και νομοθετικών προϋποθέσεων. Κατά την ημερομηνία αυτή, η ΕΚΤ ανέλαβε την ευθύνη (α) της άμεσης εποπτείας των σημαντικών ιδρυμάτων στη Βουλγαρία, (β) των κοινών διαδικασιών για όλες τις εποπτευόμενες οντότητες, και (γ) της επίβλεψης των λιγότερο σημαντικών ιδρυμάτων, τα οποία εξακολουθούν να εποπτεύονται από τις εθνικές εποπτικές αρχές. Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ και η Българска народна банка (Εθνική Τράπεζα της Βουλγαρίας) συνεργάστηκαν πολύ στενά για να διασφαλίσουν την ομαλή ενσωμάτωση της εθνικής αρμόδιας αρχής στον ΕΕΜ.[6]

Στην παρούσα έκθεση η διάταξη της ύλης έχει ως εξής: Το Κεφάλαιο 2 περιγράφει το πλαίσιο που χρησιμοποιείται για την εξέταση της οικονομικής και νομικής σύγκλισης. Το Κεφάλαιο 3 παρέχει μια οριζόντια επισκόπηση των βασικών πτυχών της οικονομικής σύγκλισης. Το Κεφάλαιο 4 περιέχει τις περιλήψεις ανά χώρα, οι οποίες παρουσιάζουν τα κυριότερα πορίσματα από την εξέταση της οικονομικής και νομικής σύγκλισης. Το Κεφάλαιο 5 εξετάζει λεπτομερέστερα την κατάσταση της οικονομικής σύγκλισης σε καθένα από τα εξεταζόμενα επτά κράτη- μέλη. Το Κεφάλαιο 6 παρέχει μια γενική επισκόπηση των δεικτών σύγκλισης και της στατιστικής μεθοδολογίας που χρησιμοποιήθηκε για την κατάρτισή τους. Τέλος, το Κεφάλαιο 7 εξετάζει τη συμβατότητα της εθνικής νομοθεσίας καθενός από τα εξεταζόμενα κράτη-μέλη, συμπεριλαμβανομένου του καταστατικού της εθνικής κεντρικής του τράπεζας, προς τα άρθρα 130 και 131 της Συνθήκης.

2 Πλαίσιο ανάλυσης

2.1 Οικονομική σύγκλιση

Για να εξετάσει την οικονομική σύγκλιση των κρατών-μελών της ΕΕ που επιδιώκουν να υιοθετήσουν το ευρώ η ΕΚΤ χρησιμοποιεί ένα ενιαίο πλαίσιο ανάλυσης. Το κοινό αυτό πλαίσιο, το οποίο έχει εφαρμοστεί με συνέπεια σε όλες τις Εκθέσεις Σύγκλισης του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ιδρύματος (ΕΝΙ) και της ΕΚΤ, βασίζεται, πρώτον, στις διατάξεις της Συνθήκης και στην εφαρμογή τους εκ μέρους της ΕΚΤ όσον αφορά τις εξελίξεις στις τιμές, στα δημοσιονομικά αποτελέσματα και στους λόγους του χρέους, τις συναλλαγματικές ισοτιμίες και τα μακροπρόθεσμα επιτόκια, καθώς και σε άλλους παράγοντες που είναι συναφείς με την οικονομική ολοκλήρωση και σύγκλιση. Δεύτερον, βασίζεται σε μια σειρά από πρόσθετους οικονομικούς δείκτες που παρέχουν πληροφορίες για τις παρελθούσες ή τις μελλοντικές εξελίξεις και θεωρούνται χρήσιμοι για τη λεπτομερέστερη εξέταση της διατηρησιμότητας της σύγκλισης. Ορισμένα στοιχεία του πλαισίου αυτού έχουν βελτιωθεί με την πάροδο του χρόνου. Η εξέταση των κρατών-μελών με βάση όλους αυτούς τους παράγοντες παρέχει επίσης σημαντικές πληροφορίες που βοηθούν να διασφαλιστεί ότι η ενσωμάτωσή τους στη ζώνη του ευρώ θα γίνει χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες. Τα Πλαίσια 1 έως 5 παρουσιάζουν τις νομικές διατάξεις και παραθέτουν μεθοδολογικές λεπτομέρειες όσον αφορά την εφαρμογή αυτών των διατάξεων από την ΕΚΤ.

Για λόγους συνέχειας και ίσης μεταχείρισης, η παρούσα έκθεση ακολουθεί τις αρχές που διατυπώθηκαν στις προηγούμενες εκθέσεις της ΕΚΤ. Ειδικότερα, η ΕΚΤ (και, πριν από αυτήν, το ΕΝΙ) χρησιμοποιεί μια σειρά από κατευθυντήριες αρχές κατά την εφαρμογή των κριτηρίων σύγκλισης. Πρώτον, τα επιμέρους κριτήρια ερμηνεύονται συσταλτικά και εφαρμόζονται αυστηρά. Το σκεπτικό αυτής της αρχής είναι ότι τα κριτήρια αποσκοπούν κυρίως στο να εξασφαλίσουν ότι στη ζώνη του ευρώ θα μπορούν να συμμετέχουν μόνο όσα κράτη-μέλη έχουν οικονομικές συνθήκες που συντελούν στη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών και στη συνοχή της ζώνης του ευρώ. Δεύτερον, τα κριτήρια σύγκλισης αποτελούν μια συνεκτική και ολοκληρωμένη δέσμη και πρέπει να πληρούνται όλα ανεξαιρέτως. Η Συνθήκη παραθέτει τα κριτήρια ως ισότιμα και δεν τα ιεραρχεί. Τρίτον, τα κριτήρια σύγκλισης πρέπει να πληρούνται σύμφωνα με πραγματικά στοιχεία και όχι προβλέψεις. Τέταρτον, η εφαρμογή των κριτηρίων σύγκλισης πρέπει να είναι ομοιόμορφη, διαφανής και απλή. Επιπλέον, κατά την εξέταση της συμμόρφωσης προς τα κριτήρια σύγκλισης, βασικός παράγοντας είναι η διατηρησιμότητα, καθώς η σύγκλιση πρέπει να επιτυγχάνεται σε διαρκή βάση και όχι μόνο σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Για τον λόγο αυτό, στις αξιολογήσεις κατά χώρα αναλύεται και η διατηρησιμότητα της σύγκλισης.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, οι οικονομικές εξελίξεις των χωρών εξετάζονται βάσει αναδρομικών στοιχείων που καλύπτουν κατ’ αρχήν την τελευταία δεκαετία. Αυτό βοηθά να διαπιστωθεί ακριβέστερα κατά πόσον η πρόοδος που έχει επιτευχθεί είναι αποτέλεσμα πραγματικών διαρθρωτικών προσαρμογών και, κατ’ επέκταση, να αξιολογηθεί καλύτερα η διατηρησιμότητα της οικονομικής σύγκλισης.

Επιπλέον, στον βαθμό που κρίνεται σκόπιμο, εξετάζονται οι προοπτικές για το μέλλον. Σε αυτό το πλαίσιο, εφιστάται ιδιαιτέρως η προσοχή στο γεγονός ότι η διατηρησιμότητα των ευνοϊκών οικονομικών εξελίξεων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το αν η οικονομική πολιτική θα ανταποκριθεί με τρόπο πρόσφορο και διαρκή στις υπάρχουσες και στις μελλοντικές προκλήσεις. Η ισχυρή διακυβέρνηση και οι ισχυροί θεσμοί είναι επίσης ουσιώδους σημασίας για τη στήριξη της σταθερότητας των τιμών και της διατηρήσιμης αύξησης του προϊόντος μεσομακροπρόθεσμα. Γενικά, τονίζεται ότι η εξασφάλιση της διατηρησιμότητας της οικονομικής σύγκλισης εξαρτάται από την επίτευξη μιας ισχυρής αρχικής θέσης, από την ύπαρξη ισχυρών θεσμών, από την ανθεκτικότητα σε διαταραχές και από την άσκηση κατάλληλων πολιτικών μετά την υιοθέτηση του ευρώ.

Το κοινό πλαίσιο εφαρμόζεται σε καθένα από τα έξι εξεταζόμενα κράτη-μέλη της ΕΕ χωριστά. Αυτές οι αξιολογήσεις, οι οποίες εξετάζουν τις επιδόσεις κάθε κράτους-μέλους, πρέπει να εκτιμώνται αυτοτελώς, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 140 της Συνθήκης.

Η τελευταία ημερομηνία για τα στατιστικά στοιχεία που περιέχονται στην παρούσα Έκθεση για τη Σύγκλιση ήταν η 19η Ιουνίου 2024. Τα στατιστικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν κατά την εφαρμογή των κριτηρίων σύγκλισης παρέχει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (βλ. Κεφάλαιο 6, καθώς και πίνακες και διαγράμματα του αγγλικού πρωτοτύπου), σε συνεργασία με την ΕΚΤ προκειμένου για τις συναλλαγματικές ισοτιμίες και τα μακροπρόθεσμα επιτόκια. Σε συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η περίοδος αναφοράς τόσο για το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών όσο και για το κριτήριο των μακροπρόθεσμων επιτοκίων καλύπτει το διάστημα από τον Ιούνιο του 2023 έως τον Μάιο του 2024. Για τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, η περίοδος αναφοράς καλύπτει το διάστημα από τις 20 Ιουνίου 2022 έως τις 19 Ιουνίου 2024. Τα ιστορικά στοιχεία για τις δημοσιονομικές θέσεις αφορούν την περίοδο μέχρι και το 2023. Επίσης λαμβάνονται υπόψη προβλέψεις προερχόμενες από ποικίλες πηγές, καθώς και άλλες πληροφορίες που θεωρούνται χρήσιμες για την αξιολόγηση της διατηρησιμότητας της σύγκλισης. Οι εαρινές οικονομικές προβλέψεις 2024 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και η Έκθεσή της για τον Μηχανισμό Επαγρύπνησης 2024 (Alert Mechanism Report 2024), που λαμβάνονται επίσης υπόψη στην παρούσα έκθεση, δημοσιεύθηκαν στις 15 Μαΐου 2024 και στις 21 Νοεμβρίου 2023 αντίστοιχα. Η παρούσα έκθεση εγκρίθηκε από το Γενικό Συμβούλιο της ΕΚΤ στις 21 Ιουνίου 2024.

Η παρούσα Έκθεση για τη Σύγκλιση εξετάζει επίσης τον αντίκτυπο του πολέμου Ρωσίας-Ουκρανίας κατά την αξιολόγηση της σύγκλισης. Το 2021 οι τιμές της ενέργειας, και ιδίως του φυσικού αερίου, είχαν ήδη αρχίσει να σημειώνουν πολύ σημαντικές αυξήσεις, εν μέρει λόγω του περιορισμού των προμηθειών φυσικού αερίου από τη Ρωσία στην Ευρώπη. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στα τέλη Φεβρουαρίου 2022 επέτεινε στη συνέχεια την αύξηση των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων, προκαλώντας σημαντικές δημοσιονομικές πιέσεις, διατάραξη του διεθνούς εμπορίου και αυξημένη αβεβαιότητα. Οι εξελίξεις αυτές έπληξαν την ΕΕ ενώ ακόμη ανέκαμπτε από τις επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19. Οι χώρες που είχαν μεγαλύτερη ενεργειακή εξάρτηση και ισχυρότερους εμπορικούς δεσμούς με τη Ρωσία κατά το παρελθόν επηρεάστηκαν περισσότερο από ό,τι άλλες. Καθώς το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε είναι σχετικά σύντομο, είναι δύσκολο να εξαχθούν οριστικά συμπεράσματα σχετικά με τον αντίκτυπο στην μεσομακροπρόθεσμη πορεία σύγκλισης, που εξαρτάται επίσης από τη μελλοντική πορεία του πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας και τις περαιτέρω γεωπολιτικές εξελίξεις. Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση της σύγκλισης κατά το μέρος που αφορά εκτιμήσεις και προσδοκίες για το μέλλον υπόκειται σε μεγαλύτερη αβεβαιότητα από ό,τι συνήθως.

Όσον αφορά την εξέλιξη των τιμών, οι νομικές διατάξεις και η εφαρμογή τους εκ μέρους της ΕΚΤ παρουσιάζονται στο Πλαίσιο 1.

Πλαίσιο 1
Η εξέλιξη των τιμών

1. Οι διατάξεις της Συνθήκης

Σύμφωνα με το άρθρο 140(1), πρώτη περίπτωση, της Συνθήκης, η Έκθεση για τη Σύγκλιση εξετάζει κατά πόσον έχει επιτευχθεί υψηλός βαθμός σταθερής σύγκλισης, με γνώμονα την πλήρωση του ακόλουθου κριτηρίου από κάθε κράτος-μέλος:

“επίτευξη υψηλού βαθμού σταθερότητας τιμών. Αυτό καταδεικνύεται από ρυθμό πληθωρισμού που προσεγγίζει τον αντίστοιχο ρυθμό των τριών, το πολύ, κρατών-μελών με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας τιμών”.

Το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου (αριθ. 13) σχετικά με τα κριτήρια σύγκλισης ορίζει τα εξής:

“Το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών, που αναφέρεται στο άρθρο 140, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σημαίνει ότι ένα κράτος-μέλος έχει σταθερές επιδόσεις στο θέμα των τιμών και μέσο ποσοστό πληθωρισμού, καταγεγραμμένο επί ένα έτος πριν από τον έλεγχο, που δεν υπερβαίνει εκείνο των τριών, το πολύ, κρατών-μελών με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας τιμών, περισσότερο από 1,5 ποσοστιαία μονάδα. Ο πληθωρισμός υπολογίζεται βάσει του δείκτη τιμών καταναλωτή (ΔΤΚ) σε συγκρίσιμη βάση, λαμβανομένων υπόψη των διαφορών των εθνικών ορισμών”.

2. Εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης

Στο πλαίσιο της παρούσας έκθεσης, η ΕΚΤ εφαρμόζει τις διατάξεις της Συνθήκης ως εξής:

Πρώτον, όσον αφορά το “μέσο ποσοστό πληθωρισμού, καταγεγραμμένο επί ένα έτος πριν από τον έλεγχο”, ο ρυθμός πληθωρισμού υπολογίστηκε με βάση τη μεταβολή του μέσου όρου του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) κατά την περίοδο αναφοράς (Ιούνιος 2023–Μάιος 2024), έναντι του μέσου όρου του προηγούμενου δωδεκαμήνου. Ο πληθωρισμός μετρήθηκε βάσει του ΕνΔΤΚ, ο οποίος κατασκευάστηκε με σκοπό να αξιολογείται η σύγκλιση όσον αφορά τη σταθερότητα των τιμών σε συγκρίσιμη βάση (βλ. Ενότητα 2 του Κεφαλαίου 6). Δεύτερον, η έννοια των “τριών, το πολύ, κρατών-μελών με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας τιμών”, που χρησιμοποιείται για να προσδιοριστεί η τιμή αναφοράς, εφαρμόστηκε με βάση τον απλό αριθμητικό μέσο όρο των ρυθμών πληθωρισμού των τριών κρατών-μελών με τους χαμηλότερους μέσους ρυθμούς πληθωρισμού (εξαιρουμένων των ακραίων παρατηρήσεων).

Επισημαίνεται ότι η έννοια της “ακραίας παρατήρησης” (outlier) έχει αναφερθεί και σε παλαιότερες εκθέσεις για τη σύγκλιση της ΕΚΤ, καθώς και σε εκθέσεις σύγκλισης του ΕΝΙ. Σύμφωνα με αυτές τις εκθέσεις, ένα κράτος-μέλος θεωρείται ότι αποτελεί ακραία παρατήρηση όταν πληρούνται οι εξής δύο προϋποθέσεις: πρώτον, κατά το δωδεκάμηνο μέχρι και τον Μάιο του 2024, ο μέσος ρυθμός πληθωρισμού είναι σημαντικά χαμηλότερος από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ και, δεύτερον, οι εξελίξεις των τιμών στο εν λόγω κράτος-μέλος έχουν επηρεαστεί έντονα από έκτακτους παράγοντες. Ο εντοπισμός των ακραίων παρατηρήσεων δεν γίνεται μηχανιστικά. Η έννοια των ακραίων παρατηρήσεων καθιερώθηκε προκειμένου να αντιμετωπίζονται κατάλληλα πιθανές σημαντικές στρεβλώσεις στην εξέλιξη του πληθωρισμού στις επιμέρους χώρες, που θα είχαν ως αποτέλεσμα οι ρυθμοί πληθωρισμού αυτών των χωρών να είναι λιγότερο αντιπροσωπευτικό σημείο αναφοράς για τη σύγκλιση.

Η προσέγγιση την οποία ακολουθεί στην παρούσα έκθεση η ΕΚΤ για τον εντοπισμό ακραίων τιμών συνάδει με την προσέγγιση που χρησιμοποιήθηκε σε προηγούμενες εκθέσεις σύγκλισης της ΕΚΤ. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο εντοπισμός ακραίων παρατηρήσεων μπορεί να είναι οριακός. Η ίδια μεθοδολογία μπορεί να οδηγήσει σε ελαφρώς διαφορετικά αποτελέσματα, για παράδειγμα ανάλογα με το πώς ερμηνεύονται οι έκτακτοι παράγοντες.

Ο ρυθμός πληθωρισμού της Φιλανδίας δεν λήφθηκε υπόψη στον υπολογισμό της τιμής αναφοράς. Η εξέλιξη των τιμών στη χώρα αυτή κατά το δωδεκάμηνο μέχρι και τον Μάιο του 2024 οδήγησε σε μέσο ρυθμό πληθωρισμού ίσο προς 1,9%. Η Φιλανδία εξαιρέθηκε από τον υπολογισμό της τιμής αναφοράς στην παρούσα έκθεση, διότι ο σχετικός ρυθμός πληθωρισμού της ήταν σημαντικά χαμηλότερος από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ κατά την περίοδο αναφοράς, και αυτό οφειλόταν σε έκτακτους παράγοντες. Ειδικότερα, η σχετικά υποτονική εξέλιξη του πληθωρισμού στη Φινλανδία αντανακλά την προσαρμογή του δείκτη τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας που εφάρμοσε η στατιστική υπηρεσία της Φινλανδίας για να διορθώσει προηγούμενο σφάλμα διπλού υπολογισμού. Η διόρθωση εισήχθη τον Αύγουστο του 2023, προκαλώντας μείωση του δωδεκάμηνου ρυθμού πληθωρισμού (βάσει του ΕνΔΤΚ), η οποία εκτιμάται σε 0,7 της ποσοστιαίας μονάδας.

Βάσει των ανωτέρω, για τους σκοπούς της παρούσας έκθεσης τα τρία κράτη-μέλη με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας τιμών, εξαιρουμένων των ακραίων παρατηρήσεων, είναι επομένως το Βέλγιο (1,9%), η Δανία (1,1%) και η Ολλανδία (2,5%). Με την προσθήκη 1,5 ποσοστιαίας μονάδας στον μέσο όρο των τριών αυτών ρυθμών πληθωρισμού, η τιμή αναφοράς για το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών είναι 3,3%.

Υπενθυμίζεται ότι, βάσει της Συνθήκης, οι επιδόσεις της οικονομίας μιας χώρας ως προς τον πληθωρισμό εξετάζονται σε σχετικούς όρους, δηλ. σε σχέση με τις εξελίξεις σε άλλα κράτη-μέλη. Έτσι, στο κριτήριο της σταθερότητας των τιμών λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι κοινές διαταραχές (που προέρχονται π.χ. από τις διεθνείς τιμές των εμπορευμάτων) μπορούν προσωρινά να ωθήσουν τον πληθωρισμό σε επίπεδα που δεν συνάδουν με τον στόχο της κεντρικής τράπεζας.

Αναγνωρίζεται επίσης ότι οι περιπτώσεις του Βελγίου και της Δανίας θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ακραίες παρατηρήσεις, καθώς, κατά το δωδεκάμηνο μέχρι και τον Μάιο του 2024, ο μέσος ρυθμός πληθωρισμού σε αυτές τις χώρες ήταν σημαντικά χαμηλότερος από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ τον Μάιο του 2024 (κατά 1,5 και 2,3 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα). Η μεγάλη διαφορά στη δυναμική του πληθωρισμού στις χώρες αυτές έναντι της ζώνης του ευρώ προήλθε κυρίως από τις εντονότερες μειώσεις στην ενεργειακή συνιστώσα του ΕνΔΤΚ, λόγω της ταχύτερης μετακύλισης από τις τιμές χονδρικής της ενέργειας στις τιμές λιανικής, η οποία αντανακλούσε κυρίως συγκεκριμένα χαρακτηριστικά των συμβολαίων ενέργειας.

Στην παρούσα έκθεση η ΕΚΤ δεν αντιμετωπίζει το Βέλγιο και τη Δανία ως ακραίες παρατηρήσεις, καθώς δεν θεωρεί ως έκτακτους παράγοντες τις διαφοροποιήσεις μεταξύ των χωρών ως προς τη μετακύλιση των διεθνών τιμών ενέργειας στις εγχώριες τιμές ενέργειας, δεδομένου ότι αυτές αντανακλούν διαρθρωτικές διαφορές στις αγορές ενέργειας των κρατών-μελών. Ο προσδιορισμός των κρατών-μελών με τις καλύτερες επιδόσεις για τους σκοπούς της παρούσας έκθεσης δεν προδικάζει την προσέγγιση που θα ακολουθηθεί σε μελλοντικές εκθέσεις.

Ο μέσος ρυθμός πληθωρισμού βάσει του ΕνΔΤΚ που καταγράφηκε στη δωδεκάμηνη περίοδο αναφοράς (Ιούνιος 2023-Μάιος 2024) αξιολογείται υπό το πρίσμα της οικονομικής επίδοσης της χώρας όσον αφορά τη σταθερότητα των τιμών την τελευταία δεκαετία. Με αυτόν τον τρόπο, εξετάζεται αναλυτικότερα η διατηρησιμότητα της εξέλιξης των τιμών στην εκάστοτε επισκοπούμενη χώρα. Ειδικότερα, η προσοχή εστιάζεται αφενός στον προσανατολισμό της νομισματικής πολιτικής και ιδίως στο κατά πόσον οι νομισματικές αρχές δίνουν πρωτίστως έμφαση στην επίτευξη και διατήρηση της σταθερότητας των τιμών, και αφετέρου στη συμβολή άλλων τομέων της οικονομικής πολιτικής στην επίτευξη αυτού του στόχου. Επιπλέον, λαμβάνονται υπόψη οι συνέπειες του μακροοικονομικού περιβάλλοντος για την επίτευξη της σταθερότητας των τιμών. Η εξέλιξη των τιμών εξετάζεται υπό το πρίσμα των συνθηκών προσφοράς και ζήτησης, με έμφαση σε παράγοντες όπως το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος και οι τιμές των εισαγομένων. Τέλος, εξετάζονται οι τάσεις άλλων συναφών δεικτών τιμών. Όσον αφορά τις προοπτικές για το μέλλον, παρέχεται μια εικόνα της αναμενόμενης εξέλιξης του πληθωρισμού κατά τα επόμενα έτη, η οποία περιλαμβάνει προβλέψεις μεγάλων διεθνών οργανισμών και συμμετεχόντων στην αγορά. Επίσης γίνεται αναφορά και σε ορισμένα θέματα θεσμικής και διαρθρωτικής φύσεως, τα οποία είναι σημαντικά για τη διατήρηση ενός περιβάλλοντος που θα συντελεί στη σταθερότητα των τιμών μετά την υιοθέτηση του ευρώ.

Όσον αφορά τις δημοσιονομικές εξελίξεις, οι νομικές διατάξεις και η εφαρμογή τους εκ μέρους της ΕΚΤ, καθώς και ορισμένα διαδικαστικά θέματα, παρουσιάζονται στο Πλαίσιο 2.

Πλαίσιο 2
Δημοσιονομικές εξελίξεις

1. Συνθήκη και λοιπές νομικές διατάξεις

Σύμφωνα με το άρθρο 140(1), δεύτερη περίπτωση, της Συνθήκης, η Έκθεση για τη Σύγκλιση εξετάζει κατά πόσον έχει επιτευχθεί υψηλός βαθμός σταθερής σύγκλισης, με γνώμονα την πλήρωση του ακόλουθου κριτηρίου από κάθε κράτος-μέλος:

“σταθερότητα των δημόσιων οικονομικών. Αυτή καταδεικνύεται από την επίτευξη δημοσιονομικής κατάστασης χωρίς υπερβολικό δημοσιονομικό έλλειμμα, κατά την έννοια του άρθρου 126(6)”.

Το άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου (αριθ. 13) σχετικά με τα κριτήρια σύγκλισης ορίζει τα εξής:

“Το κριτήριο της δημοσιονομικής κατάστασης, που αναφέρεται στο άρθρο 140, παράγραφος 1, δεύτερη περίπτωση της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σημαίνει ότι τη στιγμή της εξέτασης δεν έχει ληφθεί απόφαση του Συμβουλίου για το κράτος-μέλος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 126, παράγραφος 6 της εν λόγω Συνθήκης, όσον αφορά την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος”.

Το άρθρο 126 περιγράφει τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος (ΔΥΕ). Σύμφωνα με τις παραγράφους (2) και (3) του άρθρου 126, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συντάσσει έκθεση εάν ένα κράτος-μέλος δεν εκπληρώνει τους όρους περί δημοσιονομικής πειθαρχίας, ειδικότερα εάν:

  1. ο λόγος του προβλεπόμενου ή υφιστάμενου δημοσιονομικού ελλείμματος προς το ΑΕΠ υπερβαίνει μια τιμή αναφοράς (που σύμφωνα με το Πρωτόκολλο για τη ΔΥΕ ορίζεται σε 3% του ΑΕΠ), εκτός εάν:
    1. είτε ο λόγος αυτός σημειώνει ουσιαστική και συνεχή πτώση και έχει φθάσει σε επίπεδο παραπλήσιο της τιμής αναφοράς, είτε, εναλλακτικά,
    2. η υπέρβαση της τιμής αναφοράς είναι απλώς έκτακτη και προσωρινή και ο λόγος παραμένει κοντά στην τιμή αναφοράς,
  2. ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ υπερβαίνει μια τιμή αναφοράς (που σύμφωνα με το Πρωτόκολλο για τη ΔΥΕ ορίζεται σε 60% του ΑΕΠ), εκτός εάν ο λόγος μειώνεται επαρκώς και πλησιάζει την τιμή αναφοράς με ικανοποιητικό ρυθμό.

Επιπλέον, η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής πρέπει να λαμβάνει υπόψη κατά πόσον το δημοσιονομικό έλλειμμα υπερβαίνει τις δαπάνες δημοσίων επενδύσεων, καθώς και όλους τους άλλους σχετικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανόμενης της μεσοπρόθεσμης οικονομικής και δημοσιονομικής κατάστασης του κράτους-μέλους. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δύναται επίσης να συντάξει έκθεση εάν, μολονότι πληρούνται τα κριτήρια, θεωρεί ότι υπάρχει σε ένα κράτος-μέλος κίνδυνος υπερβολικού ελλείμματος. Η Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή διατυπώνει γνώμη για την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Τέλος, σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 126, το Συμβούλιο της ΕΕ, μετά από πρόταση της Επιτροπής και αφού λάβει υπόψη τυχόν παρατηρήσεις του κράτους-μέλους, αποφαίνεται με ειδική πλειοψηφία, εξαιρουμένου του ενδιαφερόμενου κράτους-μέλους, και μετά από συνολική εκτίμηση, αν υφίσταται ή όχι υπερβολικό έλλειμμα στο εν λόγω κράτος-μέλος.

Οι διατάξεις του άρθρου 126 της Συνθήκης αποσαφηνίζονται περαιτέρω με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1467/97[7], όπως τροποποιήθηκε από τους Κανονισμούς (ΕΕ) αριθ. 1177/2011[8] και 2024/1264[9] του Συμβουλίου, ο οποίος μεταξύ άλλων:

  • επιβεβαιώνει ότι το κριτήριο του χρέους είναι ισότιμο με το κριτήριο του ελλείμματος και εξειδικεύει τον μηχανισμό εφαρμογής του,
  • προσδιορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ, που υπερβαίνει την τιμή αναφοράς, θεωρείται ότι μειώνεται επαρκώς και πλησιάζει την τιμή αναφοράς με ικανοποιητικό ρυθμό σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 2 στοιχείο β) της Συνθήκης. Το αναμορφωμένο δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ τροποποιεί τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ, που υπερβαίνει την τιμή αναφοράς, θεωρείται ότι μειώνεται επαρκώς και πλησιάζει την τιμή αναφοράς με ικανοποιητικό ρυθμό σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 2 στοιχείο β). Ειδικότερα, το άρθρο 2 παράγραφος 2 του Κανονισμού προβλέπει ότι η απαίτηση θεωρείται ότι πληρούται εάν το οικείο κράτος-μέλος ακολουθεί το σχέδιο για τις καθαρές του δαπάνες (net expenditure path). Σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 3 της Συνθήκης, η Επιτροπή καταρτίζει έκθεση όταν ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ υπερβαίνει την τιμή αναφοράς, η δημοσιονομική θέση δεν είναι σχεδόν ισοσκελισμένη ή πλεονασματική, και οι αποκλίσεις που καταγράφονται στον λογαριασμό ελέγχου του κράτους-μέλους υπερβαίνουν είτε 0,3 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ ετησίως είτε 0,6 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ σωρευτικά,
  • αναφέρει λεπτομερώς ποιους σχετικούς παράγοντες πρέπει να λαμβάνει υπόψη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όταν καταρτίζει έκθεση σύμφωνα με το άρθρο 126(3) της Συνθήκης. Και το κυριότερο, αναφέρει ορισμένους παράγοντες που θεωρούνται χρήσιμοι για την αξιολόγηση της εξέλιξης της μεσοπρόθεσμης οικονομικής και δημοσιονομικής κατάστασης, καθώς και της εξέλιξης της μεσοπρόθεσμης κατάστασης του δημόσιου χρέους (βλ. άρθρο 2(3) του Κανονισμού και τις πληροφορίες σχετικά με την ανάλυση της ΕΚΤ που παρουσιάζεται στη συνέχεια).

2. Εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης

Προκειμένου να εξετάσει τη σύγκλιση, η ΕΚΤ διατυπώνει την άποψή της για τις δημοσιονομικές εξελίξεις. Όσον αφορά τη διατηρησιμότητα, η ΕΚΤ εξετάζει σημαντικούς δείκτες των δημοσιονομικών εξελίξεων από το 2014 έως το 2023, τις προοπτικές και τις προκλήσεις για τα δημόσια οικονομικά σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης και κυρίως τις σχέσεις που συνδέουν την εξέλιξη του ελλείμματος με την εξέλιξη του χρέους. Όσον αφορά τον αντίκτυπο της πανδημίας και του πολέμου Ρωσίας-Ουκρανίας στα δημόσια οικονομικά σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης, η ΕΚΤ παραπέμπει στη γενική ρήτρα διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, η οποία είχε ενεργοποιηθεί από τις 20 Μαρτίου 2020 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2023. Ειδικότερα, πριν από τη μεταρρύθμιση του Απριλίου 2024, το άρθρο 5 παράγραφος 1 και το άρθρο 9 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1466/97[10] ανέφεραν σχετικά με το προληπτικό σκέλος ότι “σε περιόδους σοβαρής επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας στη ζώνη του ευρώ ή την ΕΕ συνολικά, επιτρέπεται στα κράτη-μέλη να αποκλίνουν προσωρινά από την πορεία προσαρμογής προς επίτευξη του μεσοπρόθεσμου στόχου [...], εφόσον δεν τίθεται σε κίνδυνο η διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών μεσοπρόθεσμα”. Όσον αφορά το διορθωτικό σκέλος, το άρθρο 3 παράγραφος 5 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97 όριζε ότι “σε περίπτωση σοβαρής ύφεσης της οικονομικής δραστηριότητας στη ζώνη του ευρώ ή στην ΕΕ συνολικώς, το Συμβούλιο μπορεί επίσης να αποφασίσει, κατόπιν συστάσεως της Επιτροπής, να εκδώσει αναθεωρημένη σύσταση δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 7 της ΣΛΕΕ, με την προϋπόθεση ότι κάτι τέτοιο δεν θέτει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών μεσοπρόθεσμα”, ενώ το άρθρο 5 παράγραφος 2 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97 όριζε ότι “σε περίπτωση σοβαρής ύφεσης της οικονομικής δραστηριότητας στη ζώνη του ευρώ ή στην Ένωση συνολικώς, το Συμβούλιο μπορεί επίσης να αποφασίσει, με σύσταση της Επιτροπής, να εκδώσει αναθεωρημένη ειδοποίηση δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 9 της ΣΛΕΕ, με την προϋπόθεση ότι κάτι τέτοιο δεν θέτει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών μεσοπρόθεσμα”. Παρέχεται νέα ανάλυση της ΕΚΤ σχετικά με την αποτελεσματικότητα των εθνικών δημοσιονομικών πλαισίων, κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 2(3)(β) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97 του Συμβουλίου και στην Οδηγία 2011/85/ΕΕ του Συμβουλίου.[11] Ως προς το άρθρο 126, η ΕΚΤ, αντίθετα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δεν έχει επίσημο ρόλο στη ΔΥΕ. Η έκθεση της ΕΚΤ απλώς αναφέρει αν η χώρα υπόκειται σε ΔΥΕ.

Ως προς τη διάταξη της Συνθήκης σύμφωνα με την οποία ο λόγος του δημόσιου χρέους που υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ πρέπει να “μειώνεται επαρκώς και να πλησιάζει την τιμή αναφοράς με ικανοποιητικό ρυθμό”, η ΕΚΤ εξετάζει τις παρελθούσες και μελλοντικές τάσεις του λόγου του χρέους. Για τα κράτη-μέλη στα οποία ο λόγος του χρέους υπερβαίνει την τιμή αναφοράς, η ΕΚΤ παραθέτει την πιο πρόσφατη αξιολόγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσον αφορά τη συμμόρφωση με το ενδεικτικό ποσοστό μείωσης του χρέους που προβλέπεται στο άρθρο 2(1α) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97.

Η εξέταση των δημοσιονομικών εξελίξεων βασίζεται σε στοιχεία που έχουν καταρτιστεί σε εθνικολογιστική βάση, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Σύστημα Λογαριασμών του 2010 (ESA/ΕΣΛ 2010) (βλ. Κεφάλαιο 6 του αγγλικού πρωτοτύπου). Τα περισσότερα από τα στοιχεία που παρουσιάζονται στην παρούσα έκθεση δόθηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Απρίλιο του 2024 και περιλαμβάνουν τη δημοσιονομική θέση κάθε χώρας από το 2014 έως το 2023, καθώς και προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2024-2025.

Όσον αφορά τη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών, οι πραγματοποιήσεις κατά το έτος αναφοράς (2023) αξιολογούνται υπό το πρίσμα των επιδόσεων των κρατών-μελών την τελευταία δεκαετία. Αρχικά εξετάζεται η εξέλιξη του λόγου του ελλείμματος. Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να έχουμε κατά νου ότι η μεταβολή του ετήσιου λόγου του ελλείμματος μιας χώρας επηρεάζεται συνήθως από ποικίλους παράγοντες. Οι επιδράσεις μπορούν να διακριθούν σε “κυκλικές”, οι οποίες αντανακλούν την αντίδραση των ελλειμμάτων στις μεταβολές του οικονομικού κύκλου, και σε “μη κυκλικές”, οι οποίες θεωρείται ότι αντανακλούν διαρθρωτικού χαρακτήρα ή μόνιμες προσαρμογές ύστερα από τη λήψη μέτρων δημοσιονομικής πολιτικής. Ωστόσο, οι εν λόγω μη κυκλικές επιδράσεις, όπως ποσοτικοποιούνται στην παρούσα έκθεση, δεν θα πρέπει κατ’ ανάγκην να θεωρείται ότι αντανακλούν αποκλειστικά κάποια διαρθρωτική μεταβολή της δημοσιονομικής κατάστασης, διότι περιλαμβάνουν και επιδράσεις οφειλόμενες σε μέτρα πολιτικής και σε ειδικούς παράγοντες που επηρεάζουν μόνο πρόσκαιρα το δημοσιονομικό αποτέλεσμα.

Στη συνέχεια εξετάζεται η εξέλιξη του λόγου του δημόσιου χρέους κατά την επισκοπούμενη περίοδο, καθώς και οι παράγοντες που συνέβαλαν σε αυτή. Πρόκειται για τη διαφορά μεταξύ της αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ και των επιτοκίων, το πρωτογενές αποτέλεσμα του προϋπολογισμού και την προσαρμογή ελλείμματος-χρέους. Αυτή η αναλυτική οπτική παρέχει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την έκταση της επίδρασης που άσκησε το μακροοικονομικό περιβάλλον, και ειδικότερα ο συνδυασμός ανάπτυξης και επιτοκίων, στη δυναμική του χρέους. Επιπλέον, εξετάζεται η διάρθρωση του δημόσιου χρέους, με ιδιαίτερη έμφαση στο ποσοστό του χρέους που είναι βραχυπρόθεσμο και στο ποσοστό που έχει συνομολογηθεί σε ξένο νόμισμα, καθώς και στην εξέλιξή τους. Η σύγκριση αυτών των ποσοστών με το σημερινό επίπεδο του λόγου του χρέους καταδεικνύει σε ποιο βαθμό τα δημοσιονομικά αποτελέσματα είναι ευαίσθητα στις μεταβολές των συναλλαγματικών ισοτιμιών και των επιτοκίων.

Για την περίοδο 2020-2023, ενεργοποιήθηκε η γενική ρήτρα διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης της ΕΕ. Αυτό επέτρεψε στις χώρες να λάβουν τα αναγκαία μέτρα συντονισμού πολιτικής στο πλαίσιο του Συμφώνου, εν όψει της πανδημίας και της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία. Συγκεκριμένα, είχαν τη δυνατότητα να αποκλίνουν από τις δημοσιονομικές απαιτήσεις που θα ίσχυαν κανονικά.

Τον Απρίλιο του 2024 τέθηκε σε ισχύ το αναθεωρημένο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, με το οποίο άλλαξαν οι κανόνες για την ενεργοποίηση ΔΥΕ βάσει του χρέους. Οι αναθεωρημένοι κανόνες αποσκοπούν στη διασφάλιση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους και του αντικυκλικού χαρακτήρα της δημοσιονομικής πολιτικής, στην υιοθέτηση μιας πιο μεσοπρόθεσμης προσέγγισης των δημοσιονομικών πολιτικών και, μεταξύ άλλων, στην αύξηση της εθνικής οικειοποίησης του πλαισίου δημοσιονομικής διακυβέρνησης. Οι κανόνες λαμβάνουν επίσης υπόψη ότι οι μεταρρυθμίσεις, οι επενδύσεις και η δημοσιονομική βιωσιμότητα μπορεί να αλληλοενισχύονται και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να προωθηθούν. Τέλος, οι κανόνες αποσκοπούν στη διασφάλιση αποτελεσματικότερης επιβολής συμμόρφωσης.[12] Αν και οι κανόνες για την ενεργοποίηση ΔΥΕ βάσει του ελλείμματος παραμείνουν σχεδόν αμετάβλητοι, οι κανόνες για την ενεργοποίηση ΔΥΕ βάσει του χρέους μεταβάλλονται όπως περιγράφεται στο Πλαίσιο 2. Ωστόσο, το 2024 δεν έχουν ενεργοποιηθεί ΔΥΕ βάσει του χρέους με βάση τα αποτελέσματα του 2023, καθώς τα εθνικά δημοσιονομικά-διαρθρωτικά σχέδια – ως μέρος του αναθεωρημένου δημοσιονομικού πλαισίου της ΕΕ – δεν θα δημοσιευθούν μέχρι το φθινόπωρο του 2024, καλύπτοντας τις δημοσιονομικές στρατηγικές από το 2025.

Όσον αφορά τις προοπτικές για το μέλλον, εξετάζονται οι πρόσφατες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την περίοδο 2024-2025 και η αξιολόγηση των μακροπρόθεσμων προκλήσεων για τη βιωσιμότητα του χρέους. Ειδικότερα, αυτό περιλαμβάνει τις προοπτικές για τα δημοσιονομικά αποτελέσματα και τους λόγους του χρέους με βάση τις τρέχουσες δημοσιονομικές πολιτικές. Επιπλέον, δίνεται έμφαση στις μακροπρόθεσμες προκλήσεις που συνδέονται με τη διατηρησιμότητα των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων και στους ευρύτερους τομείς στους οποίους θα απαιτηθεί δημοσιονομική προσαρμογή στο μέλλον, ιδίως σ’ αυτούς που συνδέονται με τα μη κεφαλαιοποιητικά δημόσια συστήματα συντάξεων, σε συνάρτηση προς τις δημογραφικές εξελίξεις, και με τις ενδεχόμενες υποχρεώσεις του Δημοσίου. Σε αντίθεση με προηγούμενες εκθέσεις, η αξιολόγηση δεν θα καλύπτει τα μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά προγράμματα των χωρών, όπως περιγράφονται στα ετήσια προγράμματα για τη σύγκλιση. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, σύμφωνα με τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες, οι χώρες θα καταρτίσουν τα λεπτομερή μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά τους σχέδια στο πλαίσιο των εθνικών δημοσιονομικών-διαρθρωτικών σχεδίων, τα οποία θα πρέπει να υποβληθούν περί την 20ή Σεπτεμβρίου 2024. Τα σχέδια αυτά πρέπει να παρουσιάζουν πορεία καθαρών δαπανών που να καλύπτει περίοδο τουλάχιστον τεσσάρων ετών και θα περιγράφουν τις δημοσιονομικές στρατηγικές της κυβέρνησης από το 2025.

Όσον αφορά την εξέλιξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας, οι νομικές διατάξεις και η εφαρμογή τους εκ μέρους της ΕΚΤ περιγράφονται στο Πλαίσιο 3.

Πλαίσιο 3
Η εξέλιξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας

1. Οι διατάξεις της Συνθήκης

Σύμφωνα με το άρθρο 140(1), τρίτη περίπτωση, η Έκθεση για τη Σύγκλιση εξετάζει κατά πόσον έχει επιτευχθεί υψηλός βαθμός σταθερής σύγκλισης, με γνώμονα την πλήρωση του ακόλουθου κριτηρίου από κάθε κράτος-μέλος:

“τήρηση των κανονικών περιθωρίων διακύμανσης που προβλέπονται από τον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών του ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος, επί δύο τουλάχιστον χρόνια, χωρίς υποτίμηση έναντι του ευρώ”.

Το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου (αριθ. 13) σχετικά με τα κριτήρια σύγκλισης που αναφέρονται στο άρθρο 140 της Συνθήκης ορίζει τα εξής:

“Το κριτήριο της συμμετοχής στον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος, που αναφέρεται στο άρθρο 140, παράγραφος 1, τρίτη περίπτωση της εν λόγω Συνθήκης, σημαίνει ότι ένα κράτος-μέλος έχει τηρήσει τα κανονικά περιθώρια διακύμανσης που προβλέπει ο μηχανισμός συναλλαγματικών ισοτιμιών του ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος χωρίς σοβαρή ένταση κατά τα δύο, τουλάχιστον, τελευταία έτη πριν από την εξέταση. Ειδικότερα, το κράτος-μέλος δεν πρέπει να έχει υποτιμήσει την κεντρική διμερή ισοτιμία του νομίσματός του έναντι του ευρώ με δική του πρωτοβουλία μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα”.

2. Εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης

Όσον αφορά τη σταθερότητα της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η ΕΚΤ εξετάζει αν η χώρα έχει συμμετάσχει στον ΜΣΙ ΙΙ (ο οποίος διαδέχθηκε τον ΜΣΙ τον Ιανουάριο του 1999) επί μία διετία τουλάχιστον πριν από την εξέταση χωρίς σοβαρές εντάσεις και συγκεκριμένα χωρίς υποτίμηση της κεντρικής της ισοτιμίας έναντι του ευρώ. Σε περιπτώσεις μικρότερων περιόδων συμμετοχής, εξετάζεται η εξέλιξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας στη διάρκεια μιας διετούς περιόδου αναφοράς.

Η σταθερότητα της συναλλαγματικής ισοτιμίας έναντι του ευρώ κρίνεται με γνώμονα κυρίως το αν η συναλλαγματική ισοτιμία διαμορφώνεται κοντά στην κεντρική ισοτιμία στο πλαίσιο του ΜΣΙ ΙΙ, ενώ παράλληλα λαμβάνονται υπόψη και οι παράγοντες που οδήγησαν σε τυχόν ανατίμηση, προσέγγιση που έχει ακολουθηθεί και στο παρελθόν. Σχετικώς σημειώνεται ότι το εύρος των περιθωρίων διακύμανσης εντός του ΜΣΙ ΙΙ δεν προδικάζει την εξέταση του κριτηρίου που αφορά τη σταθερότητα της συναλλαγματικής ισοτιμίας.

Επιπλέον, το ζήτημα της απουσίας “σοβαρής έντασης” αξιολογείται γενικώς ως εξής: (α) εξετάζεται ο βαθμός απόκλισης των συναλλαγματικών ισοτιμιών από τις κεντρικές ισοτιμίες έναντι του ευρώ στο πλαίσιο του ΜΣΙ ΙΙ, (β) χρησιμοποιούνται δείκτες όπως η μεταβλητότητα της συναλλαγματικής ισοτιμίας έναντι του ευρώ και η τάση της, καθώς και οι διαφορές των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων έναντι της ζώνης του ευρώ και η εξέλιξή τους, (γ) αξιολογείται ο ρόλος των παρεμβάσεων στην αγορά συναλλάγματος και (δ) μελετάται ο ρόλος των προγραμμάτων διεθνούς οικονομικής στήριξης στη σταθεροποίηση του νομίσματος.

Ως περίοδος αναφοράς στην παρούσα έκθεση λαμβάνεται το διάστημα από τις 20 Ιουνίου 2022 έως τις 19 Ιουνίου 2024. Όλες οι διμερείς συναλλαγματικές ισοτιμίες είναι οι επίσημες ισοτιμίες αναφοράς της ΕΚΤ (βλ. Κεφάλαιο 6 του αγγλικού πρωτοτύπου).

Εκτός από τη συμμετοχή στον ΜΣΙ ΙΙ και την εξέλιξη της ονομαστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας έναντι του ευρώ, εξετάζονται συνοπτικά και ενδείξεις σχετικά με τη διατηρησιμότητα της τρέχουσας συναλλαγματικής ισοτιμίας. Οι ενδείξεις αυτές προέρχονται από την εξέλιξη των πραγματικών σταθμισμένων συναλλαγματικών ισοτιμιών, καθώς και του ισοζυγίου πληρωμών (τρεχουσών συναλλαγών, κεφαλαιακών μεταβιβάσεων και χρηματοοικονομικών συναλλαγών). Επίσης εξετάζονται η εξέλιξη του ακαθάριστου εξωτερικού χρέους και η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση σε μακρότερες περιόδους. Η ενότητα που αφορά την εξέλιξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας εξετάζει επίσης τον βαθμό ενσωμάτωσης κάθε χώρας στη ζώνη του ευρώ. Η ενσωμάτωση αξιολογείται από την άποψη τόσο του εξωτερικού εμπορίου (εξαγωγές και εισαγωγές) όσο και των χρηματοπιστωτικών αγορών. Τέλος, η ενότητα αυτή αναφέρει επίσης κατά πόσον οι υπό εξέταση χώρες είχαν λάβει στήριξη από προγράμματα ενίσχυσης της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα ή προγράμματα στήριξης του ισοζυγίου πληρωμών τους κατά τη διετία αναφοράς. Λαμβάνεται υπόψη τόσο η πραγματική όσο και η προληπτική στήριξη.

Όσον αφορά την εξέλιξη των μακροπρόθεσμων επιτοκίων, οι νομικές διατάξεις και η εφαρμογή τους εκ μέρους της ΕΚΤ παρουσιάζονται στο Πλαίσιο 4.

Πλαίσιο 4
Η εξέλιξη των μακροπρόθεσμων επιτοκίων

1. Οι διατάξεις της Συνθήκης

Σύμφωνα με το άρθρο 140(1), τέταρτη περίπτωση, η Έκθεση για τη Σύγκλιση εξετάζει κατά πόσον έχει επιτευχθεί υψηλός βαθμός σταθερής σύγκλισης, με γνώμονα την πλήρωση του ακόλουθου κριτηρίου από κάθε κράτος-μέλος:

“διάρκεια της σύγκλισης που θα έχει επιτευχθεί από το κράτος-μέλος για το οποίο ισχύει παρέκκλιση και της συμμετοχής του στον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών αντανακλώμενη στα επίπεδα των μακροπρόθεσμων επιτοκίων”.

Το άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου (αριθ. 13) σχετικά με τα κριτήρια σύγκλισης ορίζει τα εξής:

“Το κριτήριο της σύγκλισης των επιτοκίων, που αναφέρεται στο άρθρο 140, παράγραφος 1, τέταρτη περίπτωση, της εν λόγω Συνθήκης σημαίνει ότι το υπό παρατήρηση κράτος-μέλος, επί διάστημα ενός έτους πριν από την εξέταση, έχει μέσο ονομαστικό μακροπρόθεσμο επιτόκιο το οποίο δεν υπερβαίνει εκείνο των τριών, το πολύ, κρατών-μελών με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας τιμών, περισσότερο από 2 ποσοστιαίες μονάδες. Τα επιτόκια υπολογίζονται βάσει μακροπρόθεσμων ομολόγων του δημοσίου ή συγκρίσιμων χρεογράφων, λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές των εθνικών ορισμών”.

2. Εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης

Στο πλαίσιο της παρούσας έκθεσης, η ΕΚΤ εφαρμόζει τις διατάξεις της Συνθήκης ως εξής:

Πρώτον, όσον αφορά το “μέσο ονομαστικό μακροπρόθεσμο επιτόκιο” που παρατηρείται “επί διάστημα ενός έτους πριν από την εξέταση”, το μακροπρόθεσμο επιτόκιο υπολογίστηκε ως ο αριθμητικός μέσος όρος του τελευταίου δωδεκαμήνου για το οποίο υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία σχετικά με τον ΕνΔΤΚ. Η περίοδος αναφοράς που εξετάζεται στην παρούσα έκθεση καλύπτει το διάστημα από τον Ιούνιο του 2023 έως τον Μάιο του 2024, σε συνέπεια με την περίοδο αναφοράς για το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών.

Δεύτερον, η έννοια των “τριών, το πολύ, κρατών-μελών με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας τιμών”, που χρησιμοποιείται για να προσδιοριστεί η τιμή αναφοράς, εφαρμόστηκε με βάση τον απλό αριθμητικό μέσο όρο των μακροπρόθεσμων επιτοκίων των τριών κρατών-μελών που χρησιμοποιήθηκαν και κατά τον υπολογισμό της τιμής αναφοράς για το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών (βλ. Πλαίσιο 1). Κατά την περίοδο αναφοράς που εξετάζεται στην παρούσα έκθεση, τα μακροπρόθεσμα επιτόκια των τριών χωρών με τον χαμηλότερο ρυθμό πληθωρισμού που περιλαμβάνονται στον υπολογισμό της τιμής αναφοράς για το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών ήταν 2,6% (Δανία), 2,8% (Ολλανδία) και 3,1% (Βέλγιο). Άρα το μέσο επιτόκιο είναι 2,8% και, αφού προστεθούν 2 ποσοστιαίες μονάδες, προκύπτει τιμή αναφοράς 4,8%.[13]

Όπως προαναφέρθηκε, στη Συνθήκη γίνεται ρητή αναφορά στη “διάρκεια της σύγκλισης” που αντανακλάται στο επίπεδο των μακροπρόθεσμων επιτοκίων. Έτσι, οι εξελίξεις κατά την περίοδο αναφοράς (Ιούνιος 2023-Μάιος 2024) εξετάζονται σε συνδυασμό με την πορεία των μακροπρόθεσμων επιτοκίων την τελευταία δεκαετία (ή την περίοδο για την οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία) και τους κυριότερους παράγοντες που ευθύνονται για τις διαφορές έναντι του μέσου μακροπρόθεσμου επιτοκίου που επικρατεί στη ζώνη του ευρώ. Κατά την περίοδο αναφοράς το μέσο μακροπρόθεσμο επιτόκιο της ζώνης του ευρώ μπορεί να αντανακλούσε εν μέρει τα υψηλά ασφάλιστρα κινδύνου για επιμέρους χώρες της ζώνης του ευρώ. Ως εκ τούτου, για λόγους σύγκρισης χρησιμοποιείται επίσης και η απόδοση των μακροπρόθεσμων κρατικών ομολόγων της ζώνης του ευρώ κατηγορίας ΑΑΑ (δηλ. το μακροπρόθεσμο τμήμα της καμπύλης αποδόσεων ΑΑΑ της ζώνης του ευρώ, στην οποία περιλαμβάνονται οι χώρες με πιστοληπτική ικανότητα ΑΑΑ). Προκειμένου να πλαισιώσει αυτή την ανάλυση, η έκθεση παρέχει επίσης πληροφορίες για το μέγεθος και την ανάπτυξη της χρηματοπιστωτικής αγοράς. Οι πληροφορίες βασίζονται σε τρεις διαφορετικούς δείκτες (αξία των κυκλοφορούντων χρεογράφων που έχουν εκδοθεί από μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, χρηματιστηριακή αξία των εισηγμένων μετοχών και χρηματοδότηση από τα ΝΧΙ προς τον εγχώριο μη χρηματοπιστωτικό ιδιωτικό τομέα), οι οποίοι, σε συνδυασμό μεταξύ τους, παρέχουν ένα μέτρο μεγέθους των χρηματοπιστωτικών αγορών.

Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 140(1) της Συνθήκης, η έκθεση πρέπει να λαμβάνει υπόψη και διάφορους άλλους σχετικούς παράγοντες (βλ. Πλαίσιο 5). Σημειώνεται ότι στις 13 Δεκεμβρίου 2011 τέθηκε σε ισχύ ενισχυμένο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης, σύμφωνα με το άρθρο 121(6) της Συνθήκης, προκειμένου να διασφαλιστεί στενότερος συντονισμός των οικονομικών πολιτικών και συνεχής σύγκλιση των οικονομικών επιδόσεων των κρατών-μελών της ΕΕ. Το Πλαίσιο 5 παρουσιάζει εν συντομία αυτές τις νομοθετικές διατάξεις και πώς αντιμετωπίζονται οι προαναφερθέντες πρόσθετοι παράγοντες κατά την αξιολόγηση της σύγκλισης από την ΕΚΤ.

Πλαίσιο 5
Άλλοι σχετικοί παράγοντες

1. Συνθήκη και λοιπές νομικές διατάξεις

Το άρθρο 140(1) της Συνθήκης προβλέπει ότι: “Οι εκθέσεις της Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας λαμβάνουν επίσης υπόψη τα αποτελέσματα της ολοκλήρωσης των αγορών, την κατάσταση και την εξέλιξη των ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών και μια εξέταση των εξελίξεων του κατά μονάδα κόστους εργασίας και άλλων δεικτών τιμών”.

Σημειώνεται σχετικά ότι η ΕΚΤ λαμβάνει υπόψη τη δέσμη νομοθετικών μέτρων για την οικονομική διακυβέρνηση στην ΕΕ, η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 13 Δεκεμβρίου 2011. Βασιζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 121(6) της Συνθήκης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της ΕΕ ενέκριναν λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τη διαδικασία πολυμερούς εποπτείας που περιγράφεται στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 121 της Συνθήκης. Οι κανόνες αυτοί εγκρίθηκαν “προκειμένου να εξασφαλισθεί στενότερος συντονισμός των οικονομικών πολιτικών και συνεχής σύγκλιση των οικονομικών επιδόσεων των κρατών-μελών” (άρθρο 121(3)), καθώς υπάρχει “ανάγκη να αντληθούν διδάγματα από την πρώτη δεκαετία λειτουργίας της οικονομικής και νομισματικής ένωσης και, ειδικότερα, χρειάζεται βελτιωμένη διακυβέρνηση στην Ένωση, η οποία πρέπει να οικοδομηθεί με βάση μεγαλύτερο εθνικό ενστερνισμό”.[14] Η δέσμη νομοθετικών μέτρων περιλαμβάνει ένα πλαίσιο ενισχυμένης εποπτείας (τη διαδικασία μακροοικονομικής ανισορροπίας – ΔΜΑ), σκοπός του οποίου είναι να αποτρέπει υπερβολικές μακροοικονομικές και μακροχρηματοοικονομικές ανισορροπίες βοηθώντας τα αποκλίνοντα κράτη-μέλη της ΕΕ να καταρτίζουν σχέδια για τη διόρθωση των αποκλίσεων, προτού αυτές παγιωθούν.

2. Εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης

Σύμφωνα με την πρακτική που έχει ακολουθηθεί και στο παρελθόν, οι πρόσθετοι παράγοντες που αναφέρονται στο άρθρο 140(1) της Συνθήκης εξετάζονται στο Κεφάλαιο 5 (βλ. αγγλικό πρωτότυπο), στις ενότητες που εξετάζονται τα επιμέρους κριτήρια που περιγράφονται στα Πλαίσια 1 έως 4. Για λόγους πληρότητας, στο Κεφάλαιο 3 παρουσιάζονται για τις χώρες που καλύπτει η παρούσα έκθεση του πίνακα αποτελεσμάτων (αναφορικά και με τα όρια προειδοποίησης). Κατ’ αυτό τον τρόπο, εξασφαλίζεται η παροχή όλων των διαθέσιμων πληροφοριών για τον εντοπισμό μακροοικονομικών και μακροχρηματοοικονομικών ανισορροπιών οι οποίες μπορεί να δυσχεραίνουν την επίτευξη υψηλού βαθμού σταθερής σύγκλισης, όπως προβλέπει το άρθρο 140(1) της Συνθήκης. Ιδίως κράτη-μέλη της ΕΕ με παρέκκλιση τα οποία υπάγονται σε διαδικασία υπερβολικών ανισορροπιών δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι έχουν επιτύχει υψηλό βαθμό σταθερής σύγκλισης, όπως προβλέπει το άρθρο 140(1) της Συνθήκης.

2.2 Συμβατότητα της εθνικής νομοθεσίας προς τις Συνθήκες

2.2.1 Εισαγωγή

Σύμφωνα με το άρθρο 140(1) της Συνθήκης, η ΕΚΤ (όπως και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή) υποχρεούται να υποβάλλει έκθεση στο Συμβούλιο τουλάχιστον μία φορά κάθε δύο χρόνια ή όποτε το ζητήσει κράτος-μέλος με παρέκκλιση “για την πρόοδο που έχουν επιτελέσει τα κράτη-μέλη για τα οποία ισχύει παρέκκλιση στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους για την επίτευξη της οικονομικής και νομισματικής ένωσης”. Οι εκθέσεις αυτές πρέπει να περιέχουν εξέταση του κατά πόσον η εθνική νομοθεσία κάθε κράτους-μέλους με παρέκκλιση, συμπεριλαμβανομένου του καταστατικού της οικείας ΕθνΚΤ, είναι συμβατή προς τα άρθρα 130 και 131 της Συνθήκης και προς τα σχετικά άρθρα του Καταστατικού. Αυτή η υποχρέωση, την οποία επιβάλλει η Συνθήκη στα κράτη-μέλη με παρέκκλιση, είναι γνωστή και ως “νομική σύγκλιση”.

Όταν αξιολογεί τη νομική σύγκλιση, η ΕΚΤ δεν περιορίζεται σε τυπική αξιολόγηση του γράμματος του νόμου, αλλά δύναται να εξετάσει και κατά πόσον η εφαρμογή των συναφών διατάξεων συνάδει προς το πνεύμα των Συνθηκών και του Καταστατικού. Η ΕΚΤ ανησυχεί ιδιαίτερα για τυχόν ενδείξεις ότι ασκούνται πιέσεις στα όργανα λήψεως αποφάσεων της ΕθνΚΤ οποιουδήποτε κράτους-μέλους, κάτι που θα ήταν ασύμβατο προς το πνεύμα της Συνθήκης όσον αφορά την ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών.

Η ΕΚΤ θεωρεί επίσης αναγκαία την ομαλή και συνεχή λειτουργία των οργάνων λήψεως αποφάσεων των ΕθνΚΤ. Στο πλαίσιο αυτό, οι αρμόδιες αρχές των κρατών-μελών οφείλουν ειδικότερα να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε, σε περίπτωση που κενωθεί θέση μέλους αποφασιστικού οργάνου μιας ΕθνΚΤ, να διασφαλίζουν τον έγκαιρο διορισμό νέου μέλους σε αντικατάσταση αυτού.[15]

Η ΕΚΤ θα παρακολουθεί προσεκτικά τις εξελίξεις προτού αποφανθεί οριστικά ότι η εθνική νομοθεσία ενός κράτους-μέλους είναι συμβατή προς τη Συνθήκη και το Καταστατικό.

Κράτη-μέλη με παρέκκλιση και νομική σύγκλιση

Η Βουλγαρία, η Τσεχία, η Ουγγαρία, η Πολωνία, η Ρουμανία και η Σουηδία, η εθνική νομοθεσία των οποίων εξετάζεται στην παρούσα έκθεση, είναι κράτη-μέλη με παρέκκλιση, δηλ. δεν έχουν υιοθετήσει ακόμη το ευρώ. Η Σουηδία απέκτησε την ιδιότητα του κράτους-μέλους με παρέκκλιση με απόφαση του Συμβουλίου τον Μάιο του 1998.[16] Προκειμένου για τα υπόλοιπα κράτη-μέλη, τα άρθρα 4[17] και 5[18] των Πράξεων περί των όρων προσχωρήσεως προβλέπουν ότι καθένα από αυτά συμμετέχει στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση από την ημερομηνία προσχώρησης ως κράτος-μέλος με παρέκκλιση κατά την έννοια του άρθρου 139 της Συνθήκης.

Η παρούσα έκθεση δεν καλύπτει τη Δανία, καθώς είναι κράτος-μέλος με ειδικό καθεστώς και δεν έχει υιοθετήσει ακόμη το ευρώ. Το προσαρτώμενο στις Συνθήκες Πρωτόκολλο (αριθ. 16) σχετικά με ορισμένες διατάξεις που αφορούν τη Δανία προβλέπει ότι, εν όψει της γνωστοποίησης στην οποία προέβη η δανική κυβέρνηση προς το Συμβούλιο στις 3 Νοεμβρίου 1993, η Δανία βρίσκεται υπό καθεστώς εξαίρεσης και η διαδικασία κατάργησης της παρέκκλισης θα τεθεί σε εφαρμογή μόνο εάν το ζητήσει η Δανία. Το άρθρο 130 της Συνθήκης ισχύει για τη Δανία, άρα η Danmarks Nationalbank οφείλει να πληροί τους όρους περί ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών. Το ΕΝΙ στην Έκθεση για τη Σύγκλιση του 1998 αποφάνθηκε ότι αυτός ο όρος έχει εκπληρωθεί. Από το 1998 και εξής δεν έχει πραγματοποιηθεί καμία αξιολόγηση της σύγκλισης της Δανίας, λόγω του ειδικού καθεστώτος της συγκεκριμένης χώρας. Μέχρις ότου η Δανία γνωστοποιήσει στο Συμβούλιο ότι προτίθεται να υιοθετήσει το ευρώ, δεν είναι αναγκαία η νομική ενσωμάτωση της Danmarks Nationalbank στο Ευρωσύστημα ούτε χρειάζεται να προσαρμοστούν διατάξεις της δανικής νομοθεσίας.

Η αξιολόγηση της νομικής σύγκλισης έχει σκοπό να διευκολύνει το Συμβούλιο να αποφασίσει ποια κράτη-μέλη εκπληρώνουν “τις υποχρεώσεις τους για την επίτευξη της οικονομικής και νομισματικής ένωσης” (άρθρο 140(1) της Συνθήκης). Στον νομικό τομέα, οι προϋποθέσεις αυτές αφορούν ειδικότερα την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας και τη νομική ενσωμάτωση των ΕθνΚΤ στο Ευρωσύστημα.

Διάρθρωση της νομικής αξιολόγησης

Η νομική αξιολόγηση ακολουθεί σε γενικές γραμμές το πλαίσιο των προηγούμενων εκθέσεων της ΕΚΤ και του ΕΝΙ για τη νομική σύγκλιση.[19]

Κατά την εξέταση της συμβατότητας της εθνικής νομοθεσίας λαμβάνονται υπόψη τα νομοθετικά μέτρα που έχουν θεσπιστεί πριν από τις 27 Μαρτίου 2024.

2.2.2 Αντικείμενο προσαρμογής

Τομείς προσαρμογής

Προκειμένου να προσδιοριστούν οι τομείς στους οποίους χρειάζεται προσαρμογή της εθνικής νομοθεσίας, εξετάζονται τα εξής θέματα:

  • η συμβατότητα προς τις διατάξεις της Συνθήκης (άρθρο 130) και του Καταστατικού (άρθρα 7 και 14.2) σχετικά με την ανεξαρτησία των ΕθνΚΤ, καθώς και των μελών των οργάνων λήψεως αποφάσεων και των Διοικητών των ΕθνΚΤ,
  • η συμβατότητα προς τις διατάξεις περί εμπιστευτικότητας (άρθρο 37 του Καταστατικού),
  • η συμβατότητα προς την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης (άρθρο 123 της Συνθήκης) και της προνομιακής πρόσβασης (άρθρο 124 της Συνθήκης,
  • η συμβατότητα προς τον ενιαίο τρόπο γραφής του ευρώ, όπως απαιτείται από το δίκαιο της ΕΕ, και
  • η νομική ενσωμάτωση των ΕθνΚΤ στο Ευρωσύστημα (ιδίως όσον αφορά τα άρθρα 12.1 και 14.3 του Καταστατικού).

“Συμβατότητα” έναντι “εναρμόνισης”

Το άρθρο 131 της Συνθήκης ορίζει ότι η εθνική νομοθεσία πρέπει να “είναι συμβατή” προς τις Συνθήκες και το Καταστατικό. Κάθε ασυμβατότητα μεταξύ τους πρέπει συνεπώς να αποκαθίσταται. Η ανάγκη συμμόρφωσης προς αυτή την υποχρέωση δεν θίγεται ούτε από το γεγονός ότι οι Συνθήκες και το Καταστατικό κατισχύουν της εθνικής νομοθεσίας ούτε από τη φύση της ασυμβατότητας.

Η επιταγή βάσει της οποίας η εθνική νομοθεσία πρέπει να “είναι συμβατή” προς τη Συνθήκη και το Καταστατικό δεν σημαίνει ότι η Συνθήκη απαιτεί “εναρμόνιση” των καταστατικών των ΕθνΚΤ μεταξύ τους ή με το Καταστατικό. Οι εθνικές ιδιαιτερότητες μπορούν να συνεχίσουν να υφίστανται στον βαθμό που δεν αντιβαίνουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΕ επί νομισματικών θεμάτων. Πράγματι, το άρθρο 14.4 του Καταστατικού επιτρέπει στις ΕθνΚΤ να εκτελούν και άλλες λειτουργίες πέραν αυτών που καθορίζει το Καταστατικό, εφόσον αυτές δεν παρακωλύουν τους σκοπούς και τα καθήκοντα του ΕΣΚΤ.[20] Διατάξεις των καταστατικών των ΕθνΚΤ που επιτρέπουν τέτοιες πρόσθετες λειτουργίες αποτελούν σαφές παράδειγμα περιπτώσεων όπου οι διαφορές μπορούν να διατηρηθούν. Αντίθετα, ο όρος “συμβατή” σημαίνει ότι πρέπει να γίνει προσαρμογή της εθνικής νομοθεσίας και των καταστατικών των ΕθνΚΤ ώστε να εξαλειφθούν οι ασυμβατότητες προς τις Συνθήκες και το Καταστατικό και να εξασφαλιστεί ο αναγκαίος βαθμός ενσωμάτωσης των ΕθνΚΤ στο ΕΣΚΤ. Ειδικότερα, όσες διατάξεις αντιβαίνουν στην ανεξαρτησία των ΕθνΚΤ, όπως αυτή ορίζεται στη Συνθήκη, και στον ρόλο της ΕθνΚΤ ως αναπόσπαστου μέρους του ΕΣΚΤ θα πρέπει να προσαρμοστούν. Δεν αρκεί συνεπώς η επίκληση της υπεροχής του δικαίου της ΕΕ έναντι της εθνικής νομοθεσίας προκειμένου να εκπληρωθεί η ανωτέρω προϋπόθεση.

Η υποχρέωση κατά το άρθρο 131 της Συνθήκης καλύπτει μόνο περιπτώσεις ασυμβατότητας προς τις Συνθήκες και το Καταστατικό. Ωστόσο, όσες εθνικές νομοθετικές διατάξεις δεν είναι συμβατές προς παράγωγο δίκαιο της ΕΕ συναφές με τους τομείς προσαρμογής που εξετάζονται στην παρούσα Έκθεση για τη Σύγκλιση θα πρέπει να ευθυγραμμιστούν προς αυτό. Η υπεροχή του δικαίου της ΕΕ δεν θίγει την υποχρέωση προσαρμογής της εθνικής νομοθεσίας. Αυτή η γενική επιταγή απορρέει όχι μόνο από το άρθρο 131 της Συνθήκης, αλλά και από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.[21]

Οι Συνθήκες και το Καταστατικό δεν υποδεικνύουν με ποιο τρόπο πρέπει να προσαρμόζεται η εθνική νομοθεσία. Ως εκ τούτου, η συμβατότητα μπορεί να επιτευχθεί είτε με την κατάργηση εθνικών νομοθετικών διατάξεων που δεν συνάδουν με το δίκαιο της ΕΕ, είτε με παραπομπές στις Συνθήκες και το Καταστατικό, είτε, κατ’ εξαίρεση, με την ενσωμάτωση διατάξεων της Συνθήκης και του Καταστατικού και μνεία της πηγής τους, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

Κατά κανόνα, θα πρέπει να αποφεύγεται η αναπαραγωγή σχετικών διατάξεων του ενωσιακού δικαίου που έχουν ευθεία εφαρμογή στην έννομη τάξη του κράτους-μέλους με το ίδιο λεκτικό[22]. Η εν λόγω αναπαραγωγή ενδέχεται να δημιουργήσει αβεβαιότητα τόσο ως προς τη νομική φύση και την προέλευση των εφαρμοστέων διατάξεων όσο και ως προς την ημερομηνία έναρξης ισχύος τους. Κάτι τέτοιο δεν συνάδει με την αρχή της ομοιόμορφης εφαρμογής και ερμηνείας του ενωσιακού δικαίου σε ολόκληρη την ΕΕ[23]. Επιπλέον, εάν μια εθνική διάταξη χρησιμοποιεί διαφορετικό λεκτικό από εκείνο της σχετικής διάταξης της Ένωσης, δημιουργεί δικό της κανονιστικό περιεχόμενο. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 της Συνθήκης, η αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης σε θέματα νομισματικής πολιτικής σημαίνει ότι τα κράτη-μέλη δεν μπορούν να θεσπίζουν διατάξεις οι οποίες, υπό το πρίσμα του σκοπού και του περιεχομένου τους, θέτουν νομικούς κανόνες που διέπουν τη χρήση του ευρώ ως ενιαίου νομίσματος, εκτός εάν τα κράτη-μέλη έχουν εξουσιοδοτηθεί προς τούτο[24]. Στο πλαίσιο αυτό, η έννοια της νομισματικής πολιτικής δεν περιορίζεται στη λειτουργική εφαρμογή της, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 127 παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, της Συνθήκης, αποτελεί ένα από τα βασικά καθήκοντα του Ευρωσυστήματος. Έχει επίσης μια κανονιστική διάσταση, ώστε να εγγυάται το καθεστώς του ευρώ ως ενιαίου νομίσματος[25].

Σε εξαιρετικές περιστάσεις, είναι δυνατή η αναπαραγωγή σχετικών διατάξεων του ενωσιακού δικαίου που έχουν ευθεία εφαρμογή στην έννομη τάξη του κράτους-μέλους για λόγους συνοχής και καλύτερης κατανόησης από τα πρόσωπα που αφορούν. Όταν υφίστανται τέτοιου είδους περιστάσεις που επιτρέπουν την αναπαραγωγή διατάξεων του ενωσιακού δικαίου που έχουν ευθεία εφαρμογή, οι διατάξεις αυτές θα πρέπει να αναπαράγονται επακριβώς και χωρίς να αλλάζει το λεκτικό[26]. Επιπλέον, οι διατάξεις θα πρέπει να αναπαράγονται μόνο στον βαθμό που το απαιτούν οι εξαιρετικές περιστάσεις. Ωστόσο, οι ως άνω εξαιρετικές περιστάσεις δεν συντρέχουν όταν οι ευθείας εφαρμογής διατάξεις του ενωσιακού δικαίου είναι επαρκώς συνεκτικές και κατανοητές και, ως εκ τούτου, δεν είναι αναγκαία η επανάληψή τους ή η αποτύπωσή τους στο εθνικό δίκαιο[27]. Όταν οι ευθείας εφαρμογής διατάξεις του ενωσιακού δικαίου είναι απλώς συναφείς με τους τομείς που καλύπτονται από το εθνικό δίκαιο, το εθνικό δίκαιο δεν χρειάζεται να παραπέμπει σε αυτές. Στον βαθμό που το εθνικό δίκαιο αναπαράγει, όταν είναι αναγκαίο για τους προαναφερθέντες λόγους, διατάξεις του ενωσιακού δικαίου που έχουν ευθεία εφαρμογή, θα πρέπει ρητώς να το αναφέρει και να διευκρινίζει ότι οι διατάξεις του είναι είτε “σε συμφωνία” είτε “σε συμμόρφωση” με τις σχετικές διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, σε περιπτώσεις όπου οι τελευταίες αναπαράγονται απλώς και μόνο για να εντάξουν το εθνικό δίκαιο στο ευρύτερο πλαίσιο, ή “με την επιφύλαξη” των σχετικών διατάξεων του ενωσιακού δικαίου, σε περιπτώσεις όπου μια εθνική αρχή ασκεί αρμοδιότητες εκτός και πέραν αυτών που ασκούνται εντός του ΕΣΚΤ και του Ευρωσυστήματος[28].

Επιπλέον, προκειμένου να επιτευχθεί και να διατηρηθεί η συμβατότητα της εθνικής νομοθεσίας με τις Συνθήκες και το Καταστατικό, τα θεσμικά όργανα της ΕΕ και τα κράτη-μέλη πρέπει να ζητούν τη γνώμη της ΕΚΤ όσον αφορά σχέδια νομοθετικών διατάξεων στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της, σύμφωνα με τα άρθρα 127(4) και 282(5) της Συνθήκης και το άρθρο 4 του Καταστατικού. Η Απόφαση 98/415/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1998, σχετικά με τη διαβούλευση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με τις εθνικές αρχές για τα σχέδια νομοθετικών διατάξεων[29] απαιτεί ρητώς από τα κράτη-μέλη να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την εκπλήρωση αυτής της υποχρέωσης.

2.2.3 Ανεξαρτησία των ΕθνΚΤ

Όσον αφορά την ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών, η εθνική νομοθεσία των κρατών-μελών που εντάχθηκαν στην ΕΕ το 2004, το 2007 ή το 2013 έπρεπε να έχει προσαρμοστεί ώστε να συνάδει προς τις σχετικές διατάξεις της Συνθήκης και του Καταστατικού και οι εν λόγω προσαρμογές έπρεπε να έχουν τεθεί σε ισχύ έως την 1η Μαΐου 2004, την 1η Ιανουαρίου 2007 και την 1η Ιουλίου 2013 αντίστοιχα.[30] Η Σουηδία ήταν υποχρεωμένη να θέσει σε ισχύ τις αναγκαίες προσαρμογές το αργότερο μέχρι την ημερομηνία ίδρυσης του ΕΣΚΤ, την 1η Ιουνίου 1998.

Η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών

Τον Νοέμβριο του 1995 το ΕΝΙ συνέταξε κατάλογο με τα χαρακτηριστικά της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών (επακολούθησε λεπτομερής περιγραφή τους στην Έκθεση για τη Σύγκλιση του 1998), τα οποία αποτέλεσαν τότε τη βάση για την αξιολόγηση της εθνικής νομοθεσίας των κρατών-μελών, ιδίως των καταστατικών των ΕθνΚΤ. Η έννοια της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών περιλαμβάνει διάφορους τύπους ανεξαρτησίας που πρέπει να αξιολογούνται χωριστά, δηλ. τη λειτουργική, τη θεσμική, την προσωπική και την οικονομική ανεξαρτησία. Τα τελευταία χρόνια αυτές οι πτυχές της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών αναλύθηκαν διεξοδικότερα στις γνώμες που εξέδωσε η ΕΚΤ. Αυτές αποτελούν και τη βάση για την αξιολόγηση του βαθμού σύγκλισης της εθνικής νομοθεσίας των κρατών-μελών με παρέκκλιση προς τις Συνθήκες και το Καταστατικό.

Λειτουργική ανεξαρτησία

Η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά απαραίτητο μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού ο οποίος πρέπει να έχει οριστεί με σαφήνεια και να υπερισχύει κάθε άλλου σκοπού. Για να υπάρχει λειτουργική ανεξαρτησία, ο πρωταρχικός σκοπός κάθε ΕθνΚΤ πρέπει να ορίζεται κατά τρόπο ώστε να υπάρχει σαφήνεια και ασφάλεια δικαίου και πρέπει να συνάδει πλήρως προς τον πρωταρχικό σκοπό που καθιερώνει η Συνθήκη, δηλ. τη σταθερότητα των τιμών. Προς τούτο θα πρέπει να παρέχονται στην ΕθνΚΤ τα αναγκαία μέσα και εργαλεία ώστε να επιτυγχάνει αυτό τον σκοπό ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή. Η επιταγή της Συνθήκης περί ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών αντανακλά τη γενικώς κρατούσα άποψη ότι ο πρωταρχικός σκοπός, που είναι η σταθερότητα των τιμών, υπηρετείται καλύτερα από ένα πλήρως ανεξάρτητο ίδρυμα με επακριβώς καθορισμένη αποστολή. Η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών είναι απόλυτα συμβατή με την υποχρέωσή τους να λογοδοτούν για τις αποφάσεις τους, η οποία συμβάλλει σημαντικά στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης προς το καθεστώς ανεξαρτησίας τους. Αυτό προϋποθέτει διαφάνεια και διάλογο με τρίτους.

Σε ό,τι αφορά το χρονικό πλαίσιο, η Συνθήκη δεν διευκρινίζει πότε οι ΕθνΚΤ των κρατών-μελών με παρέκκλιση υποχρεούνται να συμμορφωθούν με τον πρωταρχικό σκοπό της σταθερότητας των τιμών, κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 127(1) και 282(2) της Συνθήκης και στο άρθρο 2 του Καταστατικού. Όσον αφορά τα κράτη-μέλη που εντάχθηκαν στην ΕΕ μετά την εισαγωγή του ευρώ, δεν είναι σαφές κατά πόσον αυτή η υποχρέωση ισχύει από την ημερομηνία προσχώρησης ή από την ημερομηνία υιοθέτησης του ευρώ από τα εν λόγω κράτη-μέλη. Ενώ το άρθρο 127(1) της Συνθήκης δεν ισχύει για τα κράτη-μέλη με παρέκκλιση (βλ. άρθρο 139(2)(γ) της Συνθήκης), το άρθρο 2 του Καταστατικού ισχύει για αυτά (βλ. άρθρο 42.1 του Καταστατικού). Η ΕΚΤ φρονεί ότι η υποχρέωση των ΕθνΚΤ να έχουν ως πρωταρχικό σκοπό τους τη σταθερότητα των τιμών ισχύει από την 1η Ιουνίου 1998 για τη Σουηδία και από την 1η Μαΐου 2004, την 1η Ιανουαρίου 2007 και την 1η Ιουλίου 2013 για τα κράτη-μέλη που προσχώρησαν στην ΕΕ αυτές τις ημερομηνίες. Η άποψη αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι μία από τις κατευθυντήριες αρχές της ΕΕ, δηλ. η σταθερότητα των τιμών (άρθρο 119 της Συνθήκης), ισχύει και για τα κράτη-μέλη με παρέκκλιση. Βασίζεται επίσης σε έναν από τους σκοπούς της Συνθήκης, σύμφωνα με τον οποίο τα κράτη-μέλη καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να επιτύχουν μακροοικονομική σύγκλιση, συμπεριλαμβανομένης της σταθερότητας των τιμών, προς την οποία άλλωστε κατατείνουν και οι τακτικές εκθέσεις της ΕΚΤ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Το συμπέρασμα αυτό βασίζεται και στο σκεπτικό που υπαγορεύει την ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών, σύμφωνα με το οποίο η ανεξαρτησία δικαιολογείται μόνο όταν η σταθερότητα των τιμών αποτελεί τον πρωταρχικό σκοπό.

Οι αξιολογήσεις κατά χώρα στην παρούσα έκθεση βασίζονται στα παραπάνω συμπεράσματα σε ό,τι αφορά το χρονικό πλαίσιο της υποχρέωσης των ΕθνΚΤ των κρατών-μελών με παρέκκλιση να θέτουν τη σταθερότητα των τιμών ως τον πρωταρχικό τους σκοπό.

Θεσμική ανεξαρτησία

Η αρχή της θεσμικής ανεξαρτησίας αντανακλάται ρητώς στο άρθρο 130 της Συνθήκης και στο άρθρο 7 του Καταστατικού. Αυτά τα δύο άρθρα απαγορεύουν στις ΕθνΚΤ και στα μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεών τους να ζητούν ή να δέχονται υποδείξεις από θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της ΕΕ, κυβερνήσεις κρατών-μελών ή οποιονδήποτε άλλον φορέα. Απαγορεύουν επίσης σε όργανα, οργανισμούς, υπηρεσίες και φορείς της ΕΕ και σε κυβερνήσεις κρατών-μελών να επιδιώκουν να ασκούν επιρροή σε εκείνα τα μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεων των ΕθνΚΤ που μπορούν με τις αποφάσεις τους να επηρεάσουν την εκ μέρους των ΕθνΚΤ εκπλήρωση καθηκόντων σχετικών με το ΕΣΚΤ. Προκειμένου η εθνική νομοθεσία να αναπαράγει το άρθρο 130 της Συνθήκης και το άρθρο 7 του Καταστατικού, θα πρέπει να αντανακλά και τις δύο απαγορεύσεις και να μην περιορίζει το πεδίο εφαρμογής τους.[31] Η αναγνώριση αυτής της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών δεν συνεπάγεται ότι αυτές εξαιρούνται από κάθε κανόνα δικαίου ή από παντός είδους νομοθεσία.[32]

Ανεξαρτήτως του αν μια ΕθνΚΤ έχει συσταθεί και λειτουργεί ως κρατικός οργανισμός, ως ιδιάζον νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή απλώς ως ανώνυμος εταιρία, υπάρχει κίνδυνος ο ιδιοκτήτης της να ασκεί επιρροή στη λήψη αποφάσεων επί θεμάτων σχετικών με τα καθήκοντα που αφορούν το ΕΣΚΤ, λόγω της ιδιοκτησιακής σχέσης.[33] Η επιρροή αυτή, είτε ασκείται μέσω των δικαιωμάτων των μετόχων είτε με άλλο τρόπο, είναι δυνατόν να θίγει την ανεξαρτησία της ΕθνΚΤ και ως εκ τούτου πρέπει να περιορίζεται διά νόμου.

Το νομικό πλαίσιο των κεντρικών τραπεζών πρέπει να παρέχει μια σταθερή και μακροπρόθεσμη βάση για τη λειτουργία μιας κεντρικής τράπεζας. Συχνές μεταβολές του θεσμικού πλαισίου μιας ΕθνΚΤ, οι οποίες επηρεάζουν την σταθερότητά της σε επίπεδο οργάνωσης και διακυβέρνησης, θα μπορούσαν να επηρεάσουν δυσμενώς τη θεσμική ανεξαρτησία της εν λόγω ΕθνΚΤ.[34]

Η θεσμική ανεξαρτησία θα πρέπει να γίνεται σεβαστή ακόμη και σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης. Η προσωρινή και κατ’ εξαίρεση άσκηση εξουσιών που εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του ΕΣΚΤ από τις εθνικές αρχές μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 347 της Συνθήκης. Κατά την αξιολόγηση της συνδρομής αυτών των προϋποθέσεων, ως κρίσιμος χρόνος λαμβάνεται η ημερομηνία έγκρισης του μέτρου. Δεδομένου του έκτακτου χαρακτήρα του άρθρου 347 της Συνθήκης, τα κράτη-μέλη δεν θα πρέπει να θεσπίζουν προληπτική νομοθεσία αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του εν λόγω άρθρου.[35]

Απαγόρευση υποδείξεων

Το δικαίωμα τρίτων να παρέχουν υποδείξεις στις ΕθνΚΤ, στα όργανα λήψεως αποφάσεών τους ή στα μέλη αυτών όσον αφορά καθήκοντα σχετικά με το ΕΣΚΤ είναι ασύμβατο προς τη Συνθήκη και το Καταστατικό.

Οποιαδήποτε συμμετοχή μιας ΕθνΚΤ στην εφαρμογή μέτρων ενίσχυσης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας πρέπει να είναι συμβατή προς τη Συνθήκη, δηλ. οι λειτουργίες μιας ΕθνΚΤ πρέπει να εκτελούνται κατά τρόπο πλήρως συμβατό προς τη λειτουργική, τη θεσμική και την οικονομική ανεξαρτησία της, προκειμένου να διασφαλίζεται η ορθή εκτέλεση των καθηκόντων της με βάση τη Συνθήκη και το Καταστατικό.[36] Στον βαθμό που η εθνική νομοθεσία προβλέπει ρόλο της ΕθνΚΤ πέραν των συμβουλευτικών λειτουργιών και απαιτεί την ανάληψη πρόσθετων καθηκόντων εκ μέρους της ΕθνΚΤ, πρέπει να εξασφαλίζεται ότι αυτά δεν επηρεάζουν από λειτουργικής και οικονομικής πλευράς την ικανότητα της ΕθνΚΤ να εκτελεί τα σχετικά με το ΕΣΚΤ καθήκοντά της.[37] Επιπλέον, όταν μετέχουν εκπρόσωποι της ΕθνΚΤ σε συλλογικά εποπτικά όργανα λήψεως αποφάσεων ή άλλες αρχές, πρέπει να λαμβάνεται δέουσα μέριμνα για τα εχέγγυα προσωπικής ανεξαρτησίας των μελών των οργάνων λήψεως αποφάσεων της ΕθνΚΤ.[38]

Απαγόρευση έγκρισης, αναστολής, ακύρωσης ή αναβολής αποφάσεων

Το δικαίωμα οποιουδήποτε τρίτου να εγκρίνει, να αναστέλλει, να ακυρώνει ή να αναβάλλει αποφάσεις μιας ΕθνΚΤ όσον αφορά καθήκοντα που σχετίζονται με το ΕΣΚΤ είναι ασύμβατο προς τη Συνθήκη και το Καταστατικό.[39]

Απαγόρευση προληπτικού ελέγχου αποφάσεων για νομικούς λόγους

Το δικαίωμα οποιουδήποτε οργάνου, πέραν των ανεξάρτητων δικαστηρίων, να ασκεί έλεγχο για νομικούς λόγους σε αποφάσεις που αφορούν την εκτέλεση καθηκόντων σχετικών με το ΕΣΚΤ είναι ασύμβατο προς τη Συνθήκη και το Καταστατικό, καθώς η εκτέλεση αυτών των καθηκόντων δεν υπόκειται σε επαναξιολόγηση σε πολιτικό επίπεδο. Το δικαίωμα του Διοικητή μιας ΕθνΚΤ να αναστέλλει για νομικούς λόγους την εφαρμογή αποφάσεων του ΕΣΚΤ ή οργάνων λήψεως αποφάσεων της ΕθνΚΤ και εν συνεχεία να τις παραπέμπει σε πολιτικά όργανα για να λάβουν οριστική απόφαση ισοδυναμεί με το να ζητά υποδείξεις από τρίτους.

Απαγόρευση συμμετοχής σε όργανα λήψεως αποφάσεων μιας ΕθνΚΤ με δικαίωμα ψήφου

Δεν είναι συμβατή προς τη Συνθήκη και το Καταστατικό η συμμετοχή εκπροσώπων τρίτων στα όργανα λήψεως αποφάσεων μιας ΕθνΚΤ με δικαίωμα ψήφου σε θέματα εκτέλεσης καθηκόντων της ΕθνΚΤ που σχετίζονται με το ΕΣΚΤ, ακόμη και αν η ψήφος αυτή δεν είναι αποφασιστική.[40] Μια τέτοια συμμετοχή, ακόμη και χωρίς δικαίωμα ψήφου, δεν είναι συμβατή με τη Συνθήκη και το Καταστατικό όταν παρεμβαίνει στην εκτέλεση καθηκόντων που σχετίζονται με το ΕΣΚΤ από το εν λόγω όργανο λήψεως αποφάσεων ή όταν θέτει σε κίνδυνο τη συμμόρφωση προς το καθεστώς εμπιστευτικότητας του ΕΣΚΤ.[41]

Απαγόρευση εκ των προτέρων διαβούλευσης σχετικά με απόφαση μιας ΕθνΚΤ

Ρητή καταστατική διάταξη που υποχρεώνει την ΕθνΚΤ να συμβουλεύεται εκ των προτέρων τρίτους σχετικά με τις αποφάσεις της παρέχει σ' αυτούς τους τρίτους έναν επίσημο μηχανισμό ώστε να επηρεάζουν την τελική απόφαση, και συνεπώς είναι ασύμβατη προς τη Συνθήκη και το Καταστατικό.

Πάντως, ο διάλογος μεταξύ μιας ΕθνΚΤ και τρίτων, ακόμη και όταν βασίζεται σε καταστατικές υποχρεώσεις περί παροχής πληροφοριών και ανταλλαγής απόψεων, είναι συμβατός προς την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, υπό την προϋπόθεση ότι:

  • δεν καταλήγει σε παρακώλυση της ανεξαρτησίας των μελών των οργάνων λήψεως αποφάσεων της ΕθνΚΤ,
  • γίνεται πλήρως σεβαστό το ειδικό καθεστώς που διέπει τους Διοικητές των ΕθνΚΤ ως μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεων της ΕΚΤ, και
  • τηρούνται οι επιταγές περί εμπιστευτικότητας που απορρέουν από τις διατάξεις του Καταστατικού.[42]

Απαλλαγή των μελών των οργάνων λήψεως αποφάσεων των ΕθνΚΤ από κάθε ευθύνη

Καταστατικές διατάξεις που αφορούν την εκ μέρους τρίτων (π.χ. κυβερνήσεων) απαλλαγή των μελών των οργάνων λήψεως αποφάσεων της ΕθνΚΤ από κάθε ευθύνη (π.χ. σε σχέση με τον οικονομικό απολογισμό) πρέπει να περιέχουν επαρκείς ασφαλιστικές δικλίδες ώστε η εξουσία αυτή να μην επηρεάζει δυσμενώς τη δυνατότητα του μέλους της εν λόγω ΕθνΚΤ να αποφασίζει ανεξάρτητα επί θεμάτων σχετικών με το ΕΣΚΤ (ή να εφαρμόζει τις αποφάσεις που λαμβάνονται σε επίπεδο ΕΣΚΤ). Συνιστάται η εισαγωγή σχετικής ρητής διάταξης στα καταστατικά των ΕθνΚΤ.

Προσωπική ανεξαρτησία

Το άρθρο 130 της Συνθήκης και τα άρθρα 7 και 14.2 του Καταστατικού διασφαλίζουν περαιτέρω την ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών, με ειδικές διατάξεις για τα μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεων και τους Διοικητές των ΕθνΚΤ. Οι Διοικητές είναι μέλη του Γενικού Συμβουλίου της ΕΚΤ και γίνονται μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου από τη στιγμή που τα αντίστοιχα κράτη-μέλη υιοθετούν το ευρώ. Οι Διοικητές δεν μπορούν να θεωρούνται εκπρόσωποι κράτους-μέλους όταν ασκούν τα καθήκοντά τους ως μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ή του Γενικού Συμβουλίου της ΕΚΤ.[43] Το άρθρο 14.2 του Καταστατικού ορίζει ότι τα καταστατικά των ΕθνΚΤ πρέπει να προβλέπουν ειδικότερα ότι η θητεία του Διοικητή δεν θα είναι μικρότερη από πέντε έτη. Το άρθρο επίσης παρέχει προστασία κατά της αυθαίρετης απαλλαγής των Διοικητών από τα καθήκοντά τους, προβλέποντας ότι αυτή είναι δυνατή μόνο εάν δεν πληρούν πλέον τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την εκτέλεση των καθηκόντων τους ή εάν διαπράξουν βαρύ παράπτωμα. Στις περιπτώσεις αυτές, το άρθρο 14.2 του Καταστατικού προβλέπει τη δυνατότητα προσφυγής στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο έχει την εξουσία να ακυρώσει την εθνική απόφαση σχετικά με την απαλλαγή ενός Διοικητή από τα καθήκοντά του.[44] Για τους σκοπούς του άρθρου 14.2 του Καταστατικού, η παύση ενός Διοικητή μπορεί να ισοδυναμεί ουσιαστικά με απαλλαγή από τα καθήκοντά του.[45] Τα καταστατικά των ΕθνΚΤ θα πρέπει να συμμορφώνονται προς τη διάταξη αυτή κατά τα ακολούθως οριζόμενα.

Το άρθρο 130 της Συνθήκης απαγορεύει στις εθνικές κυβερνήσεις και σε άλλα όργανα να επηρεάζουν τα μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεων των ΕθνΚΤ κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Ειδικότερα, τα κράτη-μέλη δεν πρέπει να επιδιώκουν να επηρεάζουν τα μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεων των ΕθνΚΤ τροποποιώντας εθνικές νομοθετικές διατάξεις που επηρεάζουν τις αμοιβές τους. Αυτές οι τροποποιήσεις θα πρέπει, κατ’ αρχήν, να ισχύουν μόνο για μελλοντικούς διορισμούς.[46]

Ελάχιστη θητεία Διοικητών

Σύμφωνα με το άρθρο 14.2 του Καταστατικού, τα καταστατικά των ΕθνΚΤ πρέπει να προβλέπουν ότι η θητεία του Διοικητή δεν θα είναι μικρότερη από πέντε έτη. Αυτό δεν αποκλείει θητεία μεγαλύτερης διάρκειας, ενώ στην περίπτωση θητείας αόριστης διάρκειας, δεν απαιτείται προσαρμογή των καταστατικών εφόσον οι λόγοι απαλλαγής του Διοικητή από τα καθήκοντά του είναι σύμφωνοι με τους αναφερόμενους στο άρθρο 14.2 του Καταστατικού. Μικρότερης διάρκειας θητεία δεν δικαιολογείται ακόμη και αν εφαρμόζεται μόνο για μια μεταβατική περίοδο.[47] Εάν η εθνική νομοθεσία προβλέπει ηλικία υποχρεωτικής συνταξιοδότησης, θα πρέπει να εξασφαλίζεται ότι αυτή δεν διακόπτει την ελάχιστη διάρκεια της θητείας του Διοικητή, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 14.2 του Καταστατικού, η οποία υπερισχύει έναντι της ηλικίας υποχρεωτικής συνταξιοδότησης που κανονικά θα ίσχυε.[48] Όταν τροποποιούνται τα καταστατικά των ΕθνΚΤ, ο τροποποιητικός νόμος πρέπει να διασφαλίζει τη θητεία του Διοικητή και άλλων μελών των οργάνων λήψεως αποφάσεων που μετέχουν στην εκτέλεση καθηκόντων σχετικών με το ΕΣΚΤ[49].

Λόγοι για την απαλλαγή των Διοικητών από τα καθήκοντά τους

Τα καταστατικά των ΕθνΚΤ θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι ο Διοικητής δεν μπορεί να παυθεί για λόγους πέραν αυτών που προβλέπονται στο άρθρο 14.2 του Καταστατικού. Σκοπός αυτής της επιταγής βάσει του εν λόγω άρθρου είναι να αποτρέπει τις αρχές που συμμετέχουν στον διορισμό των Διοικητών, ιδίως της κυβέρνησης και του κοινοβουλίου, από το να παύουν αυθαίρετα τους Διοικητές. Τα καταστατικά των ΕθνΚΤ θα πρέπει είτε να απαλείφουν κάθε ασυμβατότητα προς τους λόγους απαλλαγής των Διοικητών από τα καθήκοντά τους που προβλέπονται στο άρθρο 14.2 του Καταστατικού, είτε να παραλείπουν οποιαδήποτε αναφορά σε λόγους παύσης (δεδομένου ότι το άρθρο 14.2 έχει ευθεία εφαρμογή).[50] Μετά την εκλογή ή τον διορισμό του, ο Διοικητής δεν μπορεί να παυθεί παρά μόνο υπό τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 14.2 του Καταστατικού, έστω και αν δεν έχει αναλάβει ακόμη τα καθήκοντά του. Δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις για την απαλλαγή ενός Διοικητή από τα καθήκοντά του αποτελούν αυτόνομες έννοιες του ενωσιακού δικαίου, η εφαρμογή και η ερμηνεία τους δεν εξαρτώνται από τα εθνικά πλαίσια.[51] Εν τέλει, εναπόκειται στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που του αναθέτει το άρθρο 14.2, δεύτερο εδάφιο, του Καταστατικού, να ερμηνεύει τις έννοιες αυτές.[52]

Διασφάλιση της θητείας και λόγοι απαλλαγής από τα καθήκοντά τους άλλων (πλην των Διοικητών) μελών των οργάνων λήψεως αποφάσεων των ΕθνΚΤ που μετέχουν στην εκτέλεση καθηκόντων σχετικών με το ΕΣΚΤ

Με την εφαρμογή των ίδιων κανόνων όσον αφορά τη διασφάλιση της θητείας και τους λόγους απαλλαγής από τα καθήκοντά τους των Διοικητών και άλλων μελών των οργάνων λήψεως αποφάσεων των ΕθνΚΤ που μετέχουν στην εκτέλεση καθηκόντων σχετικών με το ΕΣΚΤ, λαμβάνεται μέριμνα για τα εχέγγυα προσωπικής ανεξαρτησίας των εν λόγω προσώπων.[53] Το άρθρο 130 της Συνθήκης και το άρθρο 7 του Καταστατικού αναφέρονται στα “μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεων” των ΕθνΚΤ και όχι ειδικά στους Διοικητές. Αυτό ισχύει ιδίως στις περιπτώσεις όπου ο Διοικητής είναι πρώτος μεταξύ ίσων σε σχέση με τα άλλα μέλη και με ισότιμη ψήφο ή όταν αυτά τα άλλα μέλη μετέχουν στην εκτέλεση καθηκόντων σχετικών με το ΕΣΚΤ.

Δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη

Τα μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεων των ΕθνΚΤ πρέπει να έχουν το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον ανεξάρτητων δικαστηρίων κατά οποιασδήποτε απόφασης περί παύσεως αυτών, ούτως ώστε να περιορίζονται τα περιθώρια χρήσης διακριτικής ευχέρειας εκ μέρους των πολιτικών οργάνων κατά την αξιολόγηση των λόγων παύσης.

Το άρθρο 14.2 του Καταστατικού ορίζει ότι Διοικητής ο οποίος έχει παυθεί μπορεί να προσβάλει τη σχετική απόφαση ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει την εξουσία να ακυρώσει εθνικά μέτρα που προβλέπουν παύση εάν διαπιστώσει ότι αντιβαίνουν στο δίκαιο της Ένωσης.

Βάσει του άρθρου 130 της Συνθήκης και του άρθρου 7 του Καταστατικού, η εθνική νομοθεσία θα πρέπει να προβλέπει δικαίωμα προσφυγής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων κατά απόφασης για την παύση μελών των οργάνων λήψεως αποφάσεων της ΕθνΚΤ (πλην των Διοικητών) τα οποία μετέχουν στην εκτέλεση καθηκόντων σχετικών με το ΕΣΚΤ.[54] Αυτό το δικαίωμα είναι δυνατόν να ανάγεται σε γενικούς κανόνες δικαίου ή να θεσπίζεται με ειδική διάταξη. Μολονότι είναι δυνατή η επίκληση των γενικών κανόνων δικαίου, για λόγους ασφάλειας δικαίου θα ήταν σκόπιμο αυτό το δικαίωμα να προβλέπεται και ειδικώς.

Ασφαλιστικές δικλίδες έναντι συγκρούσεων συμφερόντων

Για να υπάρχει προσωπική ανεξαρτησία, θα πρέπει επίσης να λαμβάνεται μέριμνα ώστε να μην ανακύπτουν συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ αφενός των καθηκόντων μελών οργάνων λήψεως αποφάσεων των ΕθνΚΤ που εμπλέκονται στην εκτέλεση καθηκόντων σχετικών με το ΕΣΚΤ έναντι της οικείας ΕθνΚΤ (και επίσης των Διοικητών έναντι της ΕΚΤ) και αφετέρου άλλων λειτουργιών τις οποίες τυχόν ασκούν τα μέλη των εν λόγω οργάνων λήψεως αποφάσεων και οι οποίες μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο την προσωπική τους ανεξαρτησία.[55] Η ιδιότητα του μέλους οργάνου λήψεως αποφάσεων εμπλεκόμενου στην εκτέλεση καθηκόντων σχετικών με το ΕΣΚΤ είναι κατ’ αρχήν ασυμβίβαστη προς την άσκηση άλλων λειτουργιών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σύγκρουση συμφερόντων. Ειδικότερα, τα μέλη των εν λόγω οργάνων λήψεως αποφάσεων δεν επιτρέπεται να κατέχουν θέσεις ή να έχουν συμφέροντα που είναι δυνατόν να επηρεάσουν τις δραστηριότητές τους, δηλ. είτε να κατέχουν θέσεις στην εκτελεστική ή νομοθετική λειτουργία του κράτους ή σε περιφερειακές ή τοπικές διοικητικές αρχές είτε να συμμετέχουν σε επιχειρήσεις. Ιδιαίτερη μέριμνα πρέπει να λαμβάνεται ώστε να αποφεύγονται πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων στην περίπτωση μη εκτελεστικών μελών των οργάνων λήψεως αποφάσεων που δεν διαθέτουν εκτελεστικές αρμοδιότητες.

Οικονομική ανεξαρτησία

Η ανεξαρτησία μιας ΕθνΚΤ στο σύνολό της μπορεί να τεθεί σε κίνδυνο εάν δεν διαθέτει επαρκείς οικονομικούς πόρους που να της εξασφαλίζουν αυτονομία κατά την εκπλήρωση της αποστολής της (δηλ. κατά την εκτέλεση των σχετικών με το ΕΣΚΤ καθηκόντων που της ανατίθενται σύμφωνα με τη Συνθήκη και το Καταστατικό).[56]

Τα κράτη-μέλη δεν πρέπει να περιάγουν τις ΕθνΚΤ σε κατάσταση ανεπάρκειας οικονομικών πόρων ώστε αυτές να αδυνατούν[57] να ασκήσουν τα καθήκοντά τους που αφορούν κατά περίπτωση είτε το ΕΣΚΤ είτε το Ευρωσύστημα. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί εάν, για παράδειγμα, μια ΕθνΚΤ δεν είχε τη δυνατότητα να συσσωρεύει επαρκείς οικονομικούς πόρους με τη μορφή αποθεματικών ή αποθεμάτων ασφαλείας για την κάλυψη ζημιών, ιδίως ζημιών που προκύπτουν από πράξεις νομισματικής πολιτικής, και εάν το οικείο κράτος-μέλος δεν διασφάλιζε εκ των προτέρων ότι η ΕθνΚΤ διαθέτει τα απαραίτητα κεφάλαια για να αναλάβει το οικονομικό βάρος που συνεπάγεται η άσκηση μιας λειτουργίας εκτός του πεδίου του ΕΣΚΤ (όπως τα κεφάλαια που απαιτούνται για να μπορέσει να καταβάλει τυχόν αποζημιώσεις λόγω αστικής ευθύνης όσον αφορά τη συγκεκριμένη λειτουργία), και παράλληλα παραμένει ικανή να εκτελεί τα καθήκοντά της στο ΕΣΚΤ αποτελεσματικά και ανεξάρτητα.[58] Σημειωτέον ότι το άρθρο 28.1 και το άρθρο 30.4 του Καταστατικού προβλέπουν ότι η ΕΚΤ έχει τη δυνατότητα να ζητά από τις ΕθνΚΤ να καταβάλλουν πρόσθετες εισφορές στο κεφάλαιό της και να προβαίνουν σε περαιτέρω μεταβιβάσεις συναλλαγματικών διαθεσίμων.[59] Επιπλέον, το άρθρο 33.2 του Καταστατικού[60] προβλέπει ότι σε περίπτωση ζημίας της ΕΚΤ που δεν μπορεί να καλυφθεί πλήρως από το γενικό αποθεματικό της, η ζημία είναι δυνατόν, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, να συμψηφίζεται προς το νομισματικό εισόδημα του αντίστοιχου οικονομικού έτους κατ’ αναλογία και μέχρι του ποσού που κατανέμεται σε κάθε ΕθνΚΤ. Η αρχή της οικονομικής ανεξαρτησίας σημαίνει ότι η συμμόρφωση προς αυτές τις διατάξεις δεν θα πρέπει να θίγει την ικανότητα των ΕθνΚΤ να ασκούν τις λειτουργίες τους.

Για όλους τους ανωτέρω λόγους, η αρχή της οικονομικής ανεξαρτησίας συνεπάγεται επίσης ότι μια ΕθνΚΤ πρέπει να διαθέτει πάντοτε επαρκή ίδια κεφάλαια. Συγκεκριμένα, πρέπει να αποφεύγονται περιπτώσεις όπου για παρατεταμένη χρονική περίοδο τα ίδια κεφάλαια της ΕθνΚΤ υπολείπονται του ιδρυτικού της κεφαλαίου ή και είναι αρνητικά, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων όπου ζημίες που υπερβαίνουν το ύψος του ιδρυτικού κεφαλαίου και των αποθεματικών μεταφέρονται στην επόμενη χρήση.[61] Σε μια τέτοια κατάσταση μπορεί να επηρεαστεί αρνητικά η ικανότητα μιας ΕθνΚΤ να εκτελεί τα καθήκοντά της σε επίπεδο ΕΣΚΤ. Επιπλέον, μπορεί να κλονιστεί η αξιοπιστία της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση που τα ίδια κεφάλαια μιας ΕθνΚΤ υποχωρήσουν σε επίπεδο κάτω του ιδρυτικού της κεφαλαίου ή σε αρνητικό επίπεδο, το αντίστοιχο κράτος-μέλος θα πρέπει να παράσχει στην ΕθνΚΤ ένα κατάλληλο ποσό τουλάχιστον ίσο με το ιδρυτικό της κεφάλαιο εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση προς την αρχή της οικονομικής ανεξαρτησίας. Όσον αφορά την ΕΚΤ, η σημασία του εν λόγω ζητήματος αναγνωρίστηκε από το Συμβούλιο με την έκδοση του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1009/2000 του Συμβουλίου της 8ης Μαΐου 2000 σχετικά με τις αυξήσεις κεφαλαίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.[62] Ο εν λόγω κανονισμός επιτρέπει στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ να αποφασίζει αύξηση του κεφαλαίου της ΕΚΤ, προκειμένου η κεφαλαιακή βάση της να παραμένει επαρκής για την υποστήριξη των λειτουργιών της,[63] οι δε ΕθνΚΤ θα πρέπει να έχουν την οικονομική δυνατότητα να ανταποκριθούν σε τέτοια απόφαση της ΕΚΤ.

Η έννοια της οικονομικής ανεξαρτησίας θα πρέπει να κρίνεται με γνώμονα το αν τρίτοι μπορούν να ασκούν είτε άμεση είτε έμμεση επιρροή όχι μόνο στα σχετικά με το ΕΣΚΤ καθήκοντα της ΕθνΚΤ, αλλά και στην ικανότητά της να εκπληρώνει την αποστολή της από την άποψη των κατάλληλων οικονομικών πόρων. Στο πλαίσιο αυτό, ιδιαίτερη σημασία έχουν οι ακόλουθες τέσσερις πτυχές της οικονομικής ανεξαρτησίας.[64] Πρόκειται για τα χαρακτηριστικά της οικονομικής ανεξαρτησίας ως προς τα οποία οι ΕθνΚΤ είναι περισσότερο ευάλωτες σε έξωθεν επιρροές.

Καθορισμός του προϋπολογισμού

Εάν τρίτος έχει εξουσία να καθορίζει ή να επηρεάζει τον προϋπολογισμό μιας ΕθνΚΤ, αυτό είναι ασύμβατο προς την οικονομική ανεξαρτησία, εκτός εάν η νομοθεσία περιέχει ρήτρα διασφάλισης σύμφωνα με την οποία η εξουσία αυτή δεν θίγει τους οικονομικούς πόρους που είναι απαραίτητοι για την εκτέλεση των σχετικών με το ΕΣΚΤ καθηκόντων της ΕθνΚΤ.[65]

Λογιστικοί κανόνες

Οι λογαριασμοί της ΕθνΚΤ θα πρέπει να καταρτίζονται σύμφωνα με γενικούς λογιστικούς κανόνες ή σύμφωνα με κανόνες που ορίζονται από τα όργανα λήψεως αποφάσεών της. Σε περίπτωση που αυτοί οι κανόνες ορίζονται από τρίτους, τότε θα πρέπει τουλάχιστον να λαμβάνονται υπόψη τα προταθέντα από τα όργανα λήψεως αποφάσεων της ΕθνΚΤ.

Οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις πρέπει να εγκρίνονται από τα όργανα λήψεως αποφάσεων της ΕθνΚΤ, με τη συνδρομή ανεξάρτητων ελεγκτών, και είναι δυνατόν να υπόκεινται σε εκ των υστέρων έγκριση από τρίτους (π.χ. την κυβέρνηση ή το κοινοβούλιο). Τα όργανα λήψεως αποφάσεων της ΕθνΚΤ θα πρέπει να μπορούν να αποφασίζουν επί του υπολογισμού των κερδών ανεξάρτητα και σύμφωνα με επαγγελματικά πρότυπα.

Όταν οι εργασίες μιας ΕθνΚΤ υπόκεινται στον έλεγχο κρατικής ελεγκτικής υπηρεσίας ή άλλου παρόμοιου οργάνου επιφορτισμένου με τον έλεγχο της χρήσης των δημόσιων πόρων, η έκταση του ελέγχου πρέπει να καθορίζεται σαφώς από το νομικό πλαίσιο[66] και να μη θίγει τις δραστηριότητες του ανεξάρτητου εξωτερικού ελεγκτή της ΕθνΚΤ[67] και επιπλέον, σύμφωνα με την αρχή της θεσμικής ανεξαρτησίας, πρέπει να συνάδει προς την απαγόρευση της παροχής υποδείξεων προς τις ΕθνΚΤ και τα όργανα λήψεως αποφάσεων αυτών και να μη συγκρούεται με τα καθήκοντα της ΕθνΚΤ που σχετίζονται με το ΕΣΚΤ.[68] Ο έλεγχος εκ μέρους της κρατικής αρχής δεν πρέπει να βασίζεται σε πολιτικά κριτήρια, πρέπει να είναι ανεξάρτητος και να ακολουθεί αμιγώς επαγγελματικά πρότυπα.[69]

Διανομή κερδών, κεφάλαιο της ΕΚΤ και σχηματισμός προβλέψεων

Όσον αφορά τη διανομή των κερδών, το καταστατικό της ΕθνΚΤ μπορεί να ορίζει με ποιον τρόπο διανέμονται τα κέρδη της. Εάν δεν υπάρχουν σχετικές διατάξεις, η απόφαση για τη διάθεση των κερδών πρέπει να λαμβάνεται από τα όργανα λήψεως αποφάσεων της ΕθνΚΤ με επαγγελματικά κριτήρια και δεν πρέπει να υπόκειται στη διακριτική ευχέρεια τρίτων, εκτός εάν με ρητή διάταξη κατοχυρώνεται ότι η εν λόγω διακριτική ευχέρεια δεν θίγει τους οικονομικούς πόρους που είναι αναγκαίοι για την εκτέλεση των σχετικών με το ΕΣΚΤ καθηκόντων της ΕθνΚΤ.[70]

Μεταφορά κερδών στον κρατικό προϋπολογισμό επιτρέπεται μόνο εφόσον έχουν καλυφθεί τυχόν συσσωρευθείσες ζημίες προηγούμενων ετών και έχουν σχηματιστεί οι προβλέψεις που κρίνονται απαραίτητες για τη διασφάλιση της πραγματικής αξίας του κεφαλαίου της ΕθνΚΤ και του ενεργητικού της.[71] Δεν επιτρέπονται προσωρινά ή ad hoc νομοθετικά μέτρα που ισοδυναμούν με παροχή υποδείξεων προς τις ΕθνΚΤ σε σχέση με την κατανομή των κερδών τους.[72] Ομοίως, η επιβολή φόρου στα μη πραγματοποιηθέντα κεφαλαιακά κέρδη μιας ΕθνΚΤ θα συνιστούσε παραβίαση της αρχής της οικονομικής ανεξαρτησίας.[73]

Δεν επιτρέπεται στα κράτη-μέλη να επιβάλλουν μειώσεις του κεφαλαίου των ΕθνΚΤ χωρίς προηγούμενη σύμφωνη γνώμη των οργάνων λήψεως αποφάσεων της ΕθνΚΤ, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται ότι η ΕθνΚΤ διατηρεί επαρκείς οικονομικούς πόρους για την εκπλήρωση της αποστολής της ως μέλους του ΕΣΚΤ σύμφωνα με το άρθρο 127(2) της Συνθήκης και το Καταστατικό. Για τον ίδιο λόγο, οποιαδήποτε τροποποίηση των κανόνων διανομής των κερδών μιας ΕθνΚΤ μπορεί να προταθεί και να αποφασιστεί μόνο σε στενή συνεργασία με την αντίστοιχη ΕθνΚΤ, η οποία είναι η πλέον κατάλληλη να αξιολογήσει το απαιτούμενο ύψος αποθεματικού κεφαλαίου της.[74] Όσον αφορά τον σχηματισμό προβλέψεων ή αποθεμάτων ασφαλείας, οι ΕθνΚΤ πρέπει να είναι ελεύθερες να σχηματίζουν ανεξάρτητα προβλέψεις για να διασφαλίζουν την πραγματική αξία του κεφαλαίου και του ενεργητικού τους. Επίσης, τα κράτη-μέλη δεν δύνανται να εμποδίσουν τον σχηματισμό αποθεματικού κεφαλαίου από τις ΕθνΚΤ στο επίπεδο που είναι αναγκαίο για να εκτελούν τα καθήκοντά τους ως μέλη του ΕΣΚΤ.[75]

Οικονομική ευθύνη για τις εποπτικές αρχές

Στα περισσότερα κράτη-μέλη οι αρχές που είναι αρμόδιες για την εποπτεία του χρηματοπιστωτικού τομέα υπάγονται οργανωτικά στην οικεία ΕθνΚΤ. Όταν οι αρχές αυτές υπόκεινται στις ανεξάρτητες αποφάσεις της ΕθνΚΤ, δεν υφίσταται πρόβλημα. Όταν όμως η νομοθεσία προβλέπει ότι οι εν λόγω εποπτικές αρχές αποφασίζουν αυτοτελώς, είναι σημαντικό οι αποφάσεις τους να μην θέτουν σε κίνδυνο τα οικονομικά της ΕθνΚΤ ως συνόλου. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η εθνική νομοθεσία πρέπει να επιτρέπει στην ΕθνΚΤ τον τελικό έλεγχο κάθε απόφασης των εποπτικών αρχών που θα μπορούσε να επηρεάσει την ανεξαρτησία της, ιδίως την οικονομική.[76]

Αυτονομία σε θέματα προσωπικού

Τα κράτη-μέλη δεν επιτρέπεται να περιορίζουν τη δυνατότητα της ΕθνΚΤ να προσλαμβάνει και να απασχολεί το αναγκαίο εξειδικευμένο προσωπικό ώστε να εκπληρώνει ανεξάρτητα τα καθήκοντα που της ανατίθενται από τη Συνθήκη και το Καταστατικό.[77] Επίσης, δεν είναι επιτρεπτό η ΕθνΚΤ να περιέρχεται σε κατάσταση τέτοια ώστε να έχει περιορισμένο ή μηδενικό έλεγχο επί του προσωπικού της ή η κυβέρνηση κράτους-μέλους να είναι σε θέση να επηρεάζει την πολιτική της ΕθνΚΤ σε θέματα προσωπικού.[78] Τυχόν τροποποίηση των νομοθετικών διατάξεων που διέπουν τις αποδοχές των μελών των οργάνων λήψεως αποφάσεων και των υπαλλήλων μιας ΕθνΚΤ πρέπει να αποφασίζεται σε στενή και ουσιαστική συνεργασία με την ΕθνΚΤ και να λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι απόψεις της ΕθνΚΤ[79], ώστε αυτή να μπορεί να συνεχίσει να εκτελεί ανεξάρτητα τα καθήκοντά της.[80] Η αυτονομία σε θέματα προσωπικού εκτείνεται και σε θέματα συντάξεων του προσωπικού. Επιπλέον, τροποποιήσεις που οδηγούν σε μειώσεις των αποδοχών του προσωπικού μιας ΕθνΚΤ δεν θα πρέπει να παρεμβαίνουν στην εξουσία της ΕθνΚΤ να διαχειρίζεται τους οικονομικούς της πόρους, συμπεριλαμβανομένων κεφαλαίων που προκύπτουν από τυχόν μειώσεις των μισθών που καταβάλλει.[81]

Δικαιώματα κυριότητας και λοιπά περιουσιακά δικαιώματα

Το δικαίωμα τρίτων να παρεμβαίνουν ή να παρέχουν υποδείξεις στην ΕθνΚΤ σε σχέση με την περιουσία της ΕθνΚΤ είναι ασύμβατο προς την αρχή της οικονομικής ανεξαρτησίας.

2.2.4 Εμπιστευτικότητα

Η υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου που επιβάλλεται στο προσωπικό και στα μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεων της ΕΚΤ και των ΕθνΚΤ βάσει του άρθρου 37 του Καταστατικού μπορεί να οδηγεί στην πρόβλεψη ανάλογων διατάξεων στα καταστατικά των ΕθνΚΤ ή στη νομοθεσία των κρατών-μελών. Η υπεροχή του δικαίου της ΕΕ και των κανόνων που θεσπίζονται βάσει αυτού συνεπάγεται επίσης ότι η εθνική νομοθεσία για την πρόσβαση τρίτων σε έγγραφα θα πρέπει να συμμορφώνεται με τις συναφείς διατάξεις του δικαίου της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 37 του Καταστατικού, και δεν επιτρέπεται να οδηγεί σε παραβιάσεις του καθεστώτος εμπιστευτικότητας του ΕΣΚΤ.[82] Η πρόσβαση κρατικής ελεγκτικής υπηρεσίας ή παρόμοιου οργάνου σε εμπιστευτικές πληροφορίες και έγγραφα της ΕθνΚΤ πρέπει να περιορίζεται σε ό,τι είναι απαραίτητο για την εκτέλεση των καταστατικών καθηκόντων του οργάνου που λαμβάνει τις πληροφορίες και να μη θίγει την ανεξαρτησία του ΕΣΚΤ και το καθεστώς εμπιστευτικότητας του ΕΣΚΤ στο οποίο υπόκεινται τα μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεων και το προσωπικό της ΕθνΚΤ.[83] Οι ΕθνΚΤ πρέπει να εξασφαλίζουν ότι τα εν λόγω όργανα προστατεύουν την εμπιστευτικότητα των κοινοποιούμενων πληροφοριών και εγγράφων εφαρμόζοντας το ίδιο επίπεδο ασφαλείας όπως και οι ΕθνΚΤ.

2.2.5 Απαγόρευση νομισματικής χρηματοδότησης και προνομιακής πρόσβασης

Όσον αφορά την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης και της προνομιακής πρόσβασης, η εθνική νομοθεσία των κρατών-μελών που εντάχθηκαν στην ΕΕ το 2004, το 2007 ή το 2013 έπρεπε να προσαρμοστεί ούτως ώστε να είναι συμβατή προς τις συναφείς διατάξεις της Συνθήκης και του Καταστατικού με ισχύ από 1ης Μαΐου 2004, από 1ης Ιανουαρίου 2007 και από 1ης Ιουλίου 2013 αντιστοίχως. Η Σουηδία ήταν υποχρεωμένη να θέσει σε ισχύ τις αναγκαίες προσαρμογές μέχρι την 1η Ιανουαρίου 1995.

Απαγόρευση νομισματικής χρηματοδότησης

Το άρθρο 123 παράγραφος 1 της Συνθήκης απαγορεύει στην ΕΚΤ και στις ΕθνΚΤ να παρέχουν διευκολύνσεις υπεραναλήψεων ή οποιουδήποτε άλλου είδους πιστωτικές διευκολύνσεις προς θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμούς της ΕΕ, κεντρικές κυβερνήσεις, περιφερειακές, τοπικές ή άλλες δημόσιες αρχές, άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου ή δημόσιες επιχειρήσεις των κρατών-μελών.

Επίσης απαγορεύει στην ΕΚΤ και στις ΕθνΚΤ να αγοράζουν απευθείας χρεόγραφα από τους παραπάνω φορείς του δημόσιου τομέα. Η Συνθήκη προβλέπει μια εξαίρεση από αυτή την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης: η απαγόρευση δεν ισχύει προκειμένου για πιστωτικά ιδρύματα του δημόσιου τομέα τα οποία, στο πλαίσιο της παροχής ρευστών διαθεσίμων εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών, πρέπει να εξομοιώνονται προς τα ιδιωτικά πιστωτικά ιδρύματα (άρθρο 123(2) της Συνθήκης). Το ακριβές πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης της νομισματικής χρηματοδότησης αποσαφηνίζεται περαιτέρω στον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3603/93 του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1993, για τον προσδιορισμό των εννοιών που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή των απαγορεύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 104 και στο άρθρο 104β(1) της Συνθήκης,[84] ο οποίος προβλέπει ότι η απαγόρευση περιλαμβάνει κάθε είδους χρηματοδότηση υποχρεώσεων του δημόσιου τομέα έναντι τρίτων.

Σκοπός της απαγόρευσης της νομισματικής χρηματοδότησης είναι να ενθαρρύνει τα κράτη-μέλη να ασκούν υγιή δημοσιονομική πολιτική που δεν επιτρέπει τη νομισματική χρηματοδότηση δημοσιονομικών ελλειμμάτων (ή την προνομιακή πρόσβαση των δημόσιων αρχών στις χρηματοπιστωτικές αγορές), οδηγώντας σε υπερβολικά υψηλά επίπεδα χρέους ή υπερβολικά ελλείμματα στα κράτη-μέλη.[85] Ως εκ τούτου, η απαγόρευση πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικά, ώστε να διασφαλίζεται η αυστηρή εφαρμογή της, με την επιφύλαξη των συγκεκριμένων και μόνο εξαιρέσεων που προβλέπονται περιοριστικώς στο άρθρο 123(2) της Συνθήκης και στον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3603/93. Έτσι, παρότι το άρθρο 123(1) της Συνθήκης αναφέρεται συγκεκριμένα σε “πιστωτικές διευκολύνσεις”, δηλ. με υποχρέωση αποπληρωμής του κεφαλαίου, η απαγόρευση ισχύει κατά μείζονα λόγο και για άλλες μορφές χρηματοδότησης, δηλ. χωρίς υποχρέωση αποπληρωμής.

Η γενική θέση της ΕΚΤ όσον αφορά τη συμβατότητα της εθνικής νομοθεσίας προς την απαγόρευση διαμορφώθηκε κατά κύριο λόγο στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων των κρατών-μελών με την ΕΚΤ επί προτεινόμενων νομοθετικών ρυθμίσεων βάσει των άρθρων 127(4) και 282(5) της Συνθήκης.[86]

Εθνική νομοθεσία σχετικά με το πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης της νομισματικής χρηματοδότησης

Η εθνική νομοθεσία δεν επιτρέπεται να περιορίζει το πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης της νομισματικής χρηματοδότησης ούτε να διευρύνει το φάσμα των εξαιρέσεων που προβλέπει το δίκαιο της ΕΕ. Παραδείγματος χάριν, διάταξη της εθνικής νομοθεσίας που προβλέπει τη χρηματοδότηση από την ΕθνΚΤ οικονομικών υποχρεώσεων του οικείου κράτους-μέλους έναντι διεθνών οικονομικών οργανισμών ή έναντι τρίτων χωρών δεν είναι, κατ’ αρχήν, συμβατή προς την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης. Κατ’ εξαίρεση, ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3603/93 επιτρέπει τη χρηματοδότηση εκ μέρους των ΕθνΚΤ των υποχρεώσεων του δημόσιου τομέα έναντι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), υπό την προϋπόθεση ότι δημιουργεί απαιτήσεις έναντι του εξωτερικού που έχουν όλα τα χαρακτηριστικά των συναλλαγματικών διαθεσίμων.[87] Το κρίσιμο χαρακτηριστικό συναλλαγματικών διαθεσίμων που πρέπει να έχουν οι απαιτήσεις είναι η διαθεσιμότητά τους ευθύς ως ζητηθεί για την κάλυψη αναγκών χρηματοδότησης του ισοζυγίου πληρωμών και για άλλους συναφείς σκοπούς, γεγονός που συνεπάγεται ότι πρέπει να διασφαλίζεται η πιστωτική ποιότητα και η ρευστότητα των απαιτήσεων.[88]

Εθνική νομοθεσία που αναθέτει καθήκοντα στις ΕθνΚΤ

Η εθνική νομοθεσία που αναθέτει καθήκοντα στις ΕθνΚΤ δεν επιτρέπεται να οδηγεί σε χρηματοδότηση των υποχρεώσεων του δημόσιου τομέα έναντι τρίτων. Σύμφωνα με το άρθρο 14.4 του Καταστατικού, οι ΕθνΚΤ μπορούν να εκτελούν και άλλες λειτουργίες πέραν αυτών που καθορίζει το Καταστατικό, εκτός εάν το Διοικητικό Συμβούλιο κρίνει ότι αυτές παρακωλύουν τους σκοπούς και τα καθήκοντα του ΕΣΚΤ. Όταν ένα κράτος-μέλος αναθέτει μια τέτοια λειτουργία στην οικεία ΕθνΚΤ, η εν λόγω ΕθνΚΤ είναι αρμόδια και υπεύθυνη για την εκτέλεσή της. Ωστόσο, κατά τον καθορισμό της αρμοδιότητας και της ευθύνης μιας ΕθνΚΤ όσον αφορά την εν λόγω λειτουργία, τα κράτη-μέλη πρέπει να συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από το ενωσιακό δίκαιο και, ιδίως, από το άρθρο 123 παράγραφος 1 της Συνθήκης.[89]

Στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3603/93 του Συμβουλίου και για τους σκοπούς του άρθρου 123 της Συνθήκης, ο όρος “άλλου είδους πιστωτικές διευκολύνσεις” ορίζεται, μεταξύ άλλων, ως κάθε χρηματοδότηση των υποχρεώσεων του δημόσιου τομέα έναντι τρίτων. Κατά συνέπεια, η οικεία ΕθνΚΤ δεν πρέπει να αναλαμβάνει έναντι τρίτων υποχρεώσεις που δυνητικά βαραίνουν τον δημόσιο τομέα. Κατά συνέπεια, η οικεία ΕθνΚΤ δεν πρέπει να χρηματοδοτεί προϋπάρχουσες υποχρεώσεις έναντι τρίτων που βαρύνουν άλλες δημόσιες αρχές ή φορείς, τα δε μέτρα που λαμβάνουν άλλες δημόσιες αρχές/φορείς ή οι επιλογές πολιτικής τους δεν πρέπει στην πράξη να οδηγούν άμεσα σε χρηματοδότηση των υποχρεώσεων έναντι τρίτων από την οικεία ΕθνΚΤ.[90]

Εκ των προτέρων διανομή κερδών της κεντρικής τράπεζας

Η εθνική νομοθεσία δεν επιτρέπεται να απαιτεί τη διανομή κερδών της κεντρικής τράπεζας που δεν έχουν πλήρως πραγματοποιηθεί, λογιστικοποιηθεί και ελεγχθεί. Προκειμένου να τηρείται η απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης, το ποσό που μεταφέρεται στον κρατικό προϋπολογισμό με βάση τους ισχύοντες κανόνες περί διανομής κερδών δεν επιτρέπεται να προέρχεται, έστω και εν μέρει, από το αποθεματικό της ΕθνΚΤ. Συνεπώς, οι κανόνες περί διανομής κερδών δεν πρέπει να θίγουν το αποθεματικό της ΕθνΚΤ. Επιπλέον, όταν περιουσιακά στοιχεία της ΕθνΚΤ μεταβιβάζονται στο Δημόσιο, πρέπει να υπάρχει τίμημα που να αντιστοιχεί στην αγοραία αξία αυτών και η μεταβίβαση πρέπει να γίνεται ταυτόχρονα με την καταβολή του τιμήματος.[91]

Ομοίως, δεν επιτρέπεται παρέμβαση στην εκτέλεση άλλων καθηκόντων του Ευρωσυστήματος, όπως η διαχείριση των συναλλαγματικών διαθεσίμων, με την επιβολή φορολογίας επί θεωρητικών και μη πραγματοποιηθέντων κεφαλαιακών κερδών, καθώς αυτό θα οδηγούσε σε μια μορφή χορήγησης πίστωσης στον δημόσιο τομέα από την κεντρική τράπεζα μέσω της εκ των προτέρων κατανομής μελλοντικών και αβέβαιων κερδών.[92]

Ανάληψη υποχρεώσεων του δημόσιου τομέα

Εθνική νομοθετική διάταξη που απαιτεί από την οικεία ΕθνΚΤ την ανάληψη των υποχρεώσεων ενός άλλοτε αυτοτελούς δημόσιου φορέα, λόγω της αναδιοργάνωσης ορισμένων αρμοδιοτήτων και καθηκόντων σε εθνικό επίπεδο (π.χ. στο πλαίσιο της μεταβίβασης στην ΕθνΚΤ ορισμένων εποπτικών καθηκόντων που άλλοτε υπάγονταν στην αρμοδιότητα του κράτους ή αυτοτελών δημόσιων αρχών ή φορέων), χωρίς παράλληλα να προβλέπει ότι η ΕθνΚΤ ουδόλως ευθύνεται για οποιαδήποτε οικονομική οφειλή που απορρέει από τις προηγούμενες δραστηριότητες των εν λόγω φορέων, είναι ασυμβίβαστη προς την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης.[93]

Εθνική νομοθεσία που προβλέπει αστική ευθύνη της ΕθνΚΤ λόγω της άσκησης καθήκοντος που της έχει ανατεθεί βάσει του εθνικού δικαίου συνεπάγεται την ανάληψη προϋπάρχουσας υποχρέωσης έναντι τρίτων, και είναι ασυμβίβαστη με την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης εάν οι ζημιωθέντες τρίτοι δεν αποζημιώνονται λόγω των ενεργειών της ΕθνΚΤ, δηλαδή λόγω της παράβασης από την ΕθνΚΤ των κανόνων που της επιβάλλονται στο πλαίσιο αυτό.[94] Επιπλέον, σε περίπτωση καθηκόντων που απαιτούν την εφαρμογή εξαιρετικά περίπλοκων και επειγόντων μέτρων, όπως αυτά που αφορούν την αναδιοργάνωση ή την εξυγίανση τραπεζών, η εθνική νομοθεσία που προβλέπει αστική ευθύνη της ΕθνΚΤ λόγω της άσκησης των εν λόγω καθηκόντων θα ισοδυναμούσε στην πράξη με χρηματοδότηση των υποχρεώσεων έναντι τρίτων, εάν η ευθύνη της ΕθνΚΤ δεν περιοριζόταν σε σοβαρές παραβάσεις των κανόνων που της επιβάλλονται στο πλαίσιο αυτό.[95]

Οικονομική στήριξη προς πιστωτικά ιδρύματα ή/και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς

Εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει τη χρηματοδότηση αφερέγγυων πιστωτικών ή/και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων από ΕθνΚΤ, ακόμη και αν η χρηματοδότηση αυτή χορηγείται ανεξάρτητα και κατά την απόλυτη διακριτική τους ευχέρεια, θα ήταν ασυμβίβαστη με την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης.

Το ίδιο ισχύει αναφορικά με τη χρηματοδότηση από το Ευρωσύστημα ενός πιστωτικού ιδρύματος που έχει ανακεφαλαιοποιηθεί προκειμένου να αποκαταστήσει τη φερεγγυότητά του, με άμεση τοποθέτηση κρατικών χρεογράφων ελλείψει εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης από την αγορά (εφεξής “χρεόγραφα για σκοπούς ανακεφαλαιοποίησης”), τα οποία χρεόγραφα πρόκειται να χρησιμοποιηθούν ως εξασφαλίσεις. Σε μια τέτοια περίπτωση ανακεφαλαιοποίησης ενός πιστωτικού ιδρύματος από το κράτος διά της άμεσης τοποθέτησης χρεογράφων για σκοπούς ανακεφαλαιοποίησης, η μεταγενέστερη χρήση των εν λόγω χρεογράφων ως εξασφαλίσεων για πράξεις παροχής ρευστότητας από την κεντρική τράπεζα εγείρει ζητήματα νομισματικής χρηματοδότησης.[96] Η παροχή έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (ELA) από μία ΕθνΚΤ, η οποία χορηγείται ανεξάρτητα και κατά την απόλυτη διακριτική ευχέρεια της ΕθνΚΤ σε φερέγγυα πιστωτικά ιδρύματα έναντι εξασφάλισης με τη μορφή κρατικής εγγύησης, πρέπει να πληροί τα ακόλουθα κριτήρια: (α) να διασφαλίζεται ότι η χρηματοδότηση που παρέχεται από την ΕθνΚΤ είναι όσο το δυνατόν πιο βραχυπρόθεσμη, (β) η έκτακτη χρηματοδότηση να υπαγορεύεται από λόγους διαφύλαξης της συστημικής σταθερότητας, (γ) να μην υπάρχουν αμφιβολίες ως προς τη νομική ισχύ και το εκτελεστό της κρατικής εγγύησης βάσει του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου και (δ) να μην υπάρχουν αμφιβολίες ως προς την οικονομική επάρκεια της κρατικής εγγύησης, η οποία θα πρέπει να καλύπτει τόσο το κεφάλαιο όσο και τους τόκους των δανείων.[97]

Οικονομική στήριξη προς ταμεία εξυγίανσης ή συμφωνίες χρηματοδότησης και προς συστήματα εγγύησης καταθέσεων ή αποζημίωσης των επενδυτών

Η χρηματοδότηση από ΕθνΚΤ ταμείου εξυγίανσης ή ταμείου εγγύησης καταθέσεων που χαρακτηρίζεται ως “οργανισμός δημοσίου δικαίου” κατά την έννοια του άρθρου 123 παράγραφος 1 της Συνθήκης δεν είναι συμβατή με την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης. Ένας “οργανισμός δημοσίου δικαίου” χαρακτηρίζεται ως τέτοιος εάν συγκεντρώνει όλα τα εξής χαρακτηριστικά: (α) έχει συσταθεί ειδικώς με σκοπό την κάλυψη αναγκών προς εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος και όχι με βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα, (β) διαθέτει νομική προσωπικότητα, και (γ) εξαρτάται στενά από τους φορείς του δημόσιου τομέα που αναφέρονται στο άρθρο 123 παράγραφος 1 της Συνθήκης. Η στενή εξάρτηση από τους εν λόγω φορείς του δημόσιου τομέα τεκμαίρεται όταν ένας οργανισμός χρηματοδοτείται, ως επί το πλείστον, από αυτούς, ή όταν υπόκειται σε διοικητική εποπτεία από τους φορείς αυτούς, ή όταν περισσότερα από τα μισά μέλη του διοικητικού, διευθυντικού ή εποπτικού συμβουλίου του διορίζονται από τους φορείς αυτούς.[98]

Ακόμη και αν η χρηματοδότηση δεν παρέχεται σε “οργανισμό δημοσίου δικαίου”, η χρηματοδότηση οποιουδήποτε ταμείου εξυγίανσης ή χρηματοπιστωτικής ρύθμισης δεν συνάδει με την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης.[99] Όταν μια ΕθνΚΤ ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αναλαμβάνει ή να χρηματοδοτεί υποχρεώσεις τυχόν μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος ούτε φορέα διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού.[100] Προς τον σκοπό αυτό, η εθνική νομοθεσία θα πρέπει να διευκρινίζει ότι η ΕθνΚΤ δεν αναλαμβάνει ούτε χρηματοδοτεί τις υποχρεώσεις τέτοιων ιδρυμάτων και φορέων.[101]

Η Οδηγία για τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων[102] και η Οδηγία για τα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών[103] προβλέπουν ότι το κόστος της χρηματοδότησης των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων και των συστημάτων αποζημίωσης των επενδυτών πρέπει να βαρύνει τα ίδια τα πιστωτικά ιδρύματα και τις εταιρίες επενδύσεων αντίστοιχα. Με εξαίρεση τη χρηματοδότηση ενός “οργανισμού δημοσίου δικαίου”, εθνική νομοθετική διάταξη η οποία προβλέπει ότι η ΕθνΚΤ χρηματοδοτεί εθνικό σύστημα εγγύησης των καταθέσεων που καλύπτει πιστωτικά ιδρύματα ή εθνικό σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών που καλύπτει εταιρίες επενδύσεων είναι συμβατή προς την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης μόνο εφόσον έχει βραχυχρόνιο χαρακτήρα, αποσκοπεί στην αντιμετώπιση επειγουσών καταστάσεων, υπαγορεύεται για λόγους προστασίας της συστημικής σταθερότητας και οι συναφείς αποφάσεις παραμένουν στη διακριτική ευχέρεια της ΕθνΚΤ.[104] Ειδικότερα, η στήριξη συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων από την κεντρική τράπεζα δεν πρέπει να ισοδυναμεί με συστηματική πράξη εκ των προτέρων χρηματοδότησης.[105]

Λειτουργία υπηρεσιών “δημοσιονομικού αντιπροσώπου”

Σύμφωνα με το άρθρο 21.2 του Καταστατικού “η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες μπορούν να ενεργούν ως δημοσιονομικοί αντιπρόσωποι οργανισμών, οργάνων, φορέων ή υπηρεσιών της ΕΕ, κεντρικών διοικήσεων, περιφερειακών, τοπικών ή άλλων δημόσιων αρχών, άλλων οργανισμών δημοσίου δικαίου ή δημόσιων επιχειρήσεων των κρατών-μελών”. Σκοπός του άρθρου 21.2 του Καταστατικού είναι να επιτρέψει στις ΕθνΚΤ, μετά την εκχώρηση της αρμοδιότητας άσκησης της νομισματικής πολιτικής προς το Ευρωσύστημα, να συνεχίσουν να παρέχουν υπηρεσίες δημοσιονομικού αντιπροσώπου, τις οποίες παραδοσιακά προσφέρουν οι κεντρικές τράπεζες προς κυβερνήσεις και άλλους δημόσιους φορείς, χωρίς να παραβαίνουν την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης. Ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3603/93 θεσπίζει ρητές και περιοριστικώς αναγραφόμενες εξαιρέσεις από την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης σε σχέση με την παροχή υπηρεσιών δημοσιονομικού αντιπροσώπου. Αυτές είναι οι εξής: (α) επιτρέπονται οι ενδοημερήσιες πιστώσεις προς τον δημόσιο τομέα, εφόσον περιορίζονται στη συγκεκριμένη ημέρα και δεν είναι δυνατή καμία παράταση,[106] (β) η πίστωση του λογαριασμού του δημόσιου τομέα με την αξία επιταγής εκδόσεως τρίτου πριν χρεωθεί η πληρώτρια τράπεζα επιτρέπεται εφόσον από τη λήψη της επιταγής έχει παρέλθει ένα προκαθορισμένο χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί στον συνήθη απαιτούμενο χρόνο για την είσπραξη επιταγών από την ΕθνΚΤ, έτσι ώστε το τυχόν υπό τακτοποίηση ποσό (float) να προκύπτει κατ’ εξαίρεση, να αντιπροσωπεύει μικρή αξία και να ισοσταθμίζεται μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα[107], και (γ) η διακράτηση από την ΕθνΚΤ κερμάτων που εκδίδονται από τον δημόσιο τομέα και πιστώνονται υπέρ αυτού επιτρέπεται εφόσον η αξία τους παραμένει κάτω του 10% των κερμάτων σε κυκλοφορία.[108]

Οι εθνικές νομοθετικές διατάξεις που διέπουν την παροχή υπηρεσιών δημοσιονομικού αντιπροσώπου θα πρέπει να είναι συμβατές προς το δίκαιο της ΕΕ γενικώς και, ειδικότερα, προς την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης.[109] Δεδομένου ότι στο άρθρο 21.2 του Καταστατικού αναγνωρίζεται ρητά ότι η παροχή υπηρεσιών δημοσιονομικού αντιπροσώπου αποτελεί νόμιμη λειτουργία που κατά παράδοση επιτελείται από τις ΕθνΚΤ, η παροχή υπηρεσιών δημοσιονομικού αντιπροσώπου από τις κεντρικές τράπεζες συνάδει προς την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης, υπό την προϋπόθεση ότι οι υπηρεσίες αυτού του είδους εξακολουθούν να εμπίπτουν στη λειτουργία δημοσιονομικού αντιπροσώπου και δεν συνιστούν χρηματοδότηση υποχρεώσεων του δημόσιου τομέα έναντι τρίτων ούτε χορήγηση πίστωσης στον δημόσιο τομέα από την κεντρική τράπεζα πέραν των περιοριστικά οριζόμενων εξαιρέσεων που προβλέπονται στον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3603/93.[110] Εθνικές νομοθετικές διατάξεις που επιτρέπουν στην ΕθνΚΤ να τηρεί καταθέσεις του Δημοσίου και να εξυπηρετεί τους λογαριασμούς του δεν δημιουργούν ζήτημα συμμόρφωσης προς την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης, εφόσον οι εν λόγω διατάξεις δεν καθιστούν δυνατή την παροχή πιστώσεων, συμπεριλαμβανομένων υπεραναλήψεων με εξόφληση την επόμενη εργάσιμη ημέρα. Ωστόσο, αναφύεται ενδεχομένως ζήτημα συμμόρφωσης προς την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης εάν λ.χ. οι εθνικές νομοθετικές διατάξεις επιτρέπουν τον εκτοκισμό των καταθέσεων ή των υπολοίπων των τρεχούμενων λογαριασμών με επιτόκια υψηλότερα από τα επιτόκια της αγοράς και όχι με ίσα ή χαμηλότερα αυτών. Η εφαρμογή επιτοκίου υψηλότερου από τα επιτόκια της αγοράς συνιστά de facto χορήγηση πιστώσεως, η οποία αντίκειται στον σκοπό της απαγόρευσης της νομισματικής χρηματοδότησης και ως εκ τούτου ενδέχεται να καταστρατηγεί τον σκοπό αυτόν. Είναι απαραίτητο οι πρόσοδοι από ένα λογαριασμό να αντικατοπτρίζουν τις παραμέτρους της αγοράς και είναι ιδιαίτερα σημαντικό το επιτόκιο των καταθέσεων να συσχετίζεται με τη διάρκειά τους.[111] Επιπλέον, η παροχή υπηρεσιών δημοσιονομικού αντιπροσώπου από ΕθνΚΤ χωρίς αμοιβή δεν δημιουργεί ζήτημα συμμόρφωσης με την απαγόρευση νομισματικής χρηματοδότησης, εφόσον πρόκειται για βασικές υπηρεσίες δημοσιονομικού αντιπροσώπου.[112]

Απαγόρευση προνομιακής πρόσβασης

Το άρθρο 124 της Συνθήκης προβλέπει ότι “απαγορεύεται κάθε μέτρο που θεσπίζει προνομιακή πρόσβαση των θεσμικών και λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης, των κεντρικών κυβερνήσεων, των περιφερειακών, τοπικών ή άλλων δημόσιων αρχών, των άλλων οργανισμών δημοσίου δικαίου ή των δημόσιων επιχειρήσεων των κρατών-μελών στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, εφόσον δεν υπαγορεύεται από λόγους προληπτικής εποπτείας”. Όπως ισχύει και για την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης, σκοπός της απαγόρευσης της προνομιακής πρόσβασης είναι να ενθαρρύνει τα κράτη-μέλη να ασκούν υγιή δημοσιονομική πολιτική που δεν επιτρέπει (τη νομισματική χρηματοδότηση δημοσιονομικών ελλειμμάτων ή) την προνομιακή πρόσβαση των δημόσιων αρχών στις χρηματοπιστωτικές αγορές, οδηγώντας σε υπερβολικά υψηλά επίπεδα χρέους ή υπερβολικά ελλείμματα στα κράτη-μέλη.[113]

Σύμφωνα με το άρθρο 1(1) του Κανονισμού (ΕΚ) του Συμβουλίου αριθ. 3604/93[114], ως προνομιακή πρόσβαση νοείται κάθε νομοθετικό ή κανονιστικό ή άλλο νομικά δεσμευτικό μέτρο που θεσπίζεται στο πλαίσιο της άσκησης της δημόσιας εξουσίας και: (α) υποχρεώνει τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να αποκτούν ή να κατέχουν απαιτήσεις έναντι των θεσμικών οργάνων ή οργανισμών της ΕΕ, των κεντρικών κυβερνήσεων, των περιφερειακών, τοπικών ή άλλων δημόσιων αρχών άλλων δημόσιων οργανισμών ή επιχειρήσεων των κρατών-μελών ή (β) χορηγεί φορολογικά πλεονεκτήματα αποκλειστικά προς όφελος χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ή χρηματοοικονομικά πλεονεκτήματα μη σύμφωνα με τις αρχές της οικονομίας της αγοράς, προκειμένου να ενθαρρύνει αυτά τα ιδρύματα να αποκτούν και να κατέχουν τέτοιες απαιτήσεις.

Ως δημόσιες αρχές, οι ΕθνΚΤ δεν επιτρέπεται να λαμβάνουν μέτρα τα οποία παρέχουν στον δημόσιο τομέα προνομιακή πρόσβαση σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, εάν τα μέτρα αυτά δεν υπαγορεύονται από λόγους προληπτικής εποπτείας. Επιπλέον, οι κανόνες που θεσπίζουν οι ΕθνΚΤ σχετικά με τη χρήση χρεογράφων ως εξασφαλίσεων δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για την καταστρατήγηση της απαγόρευσης της προνομιακής πρόσβασης.[115] Η νομοθεσία των κρατών-μελών στον τομέα αυτό δεν επιτρέπεται να θεσπίζει τέτοια προνομιακή πρόσβαση.

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3604/93, ως “λόγοι προληπτικής εποπτείας” νοούνται οι λόγοι που θεμελιώνουν τις εθνικές νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις ή διοικητικές πράξεις βασιζόμενες στο κοινοτικό δίκαιο ή συμβατές με αυτό, οι οποίες αποσκοπούν στην προώθηση της σταθερότητας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων έτσι ώστε να ενισχυθεί η σταθερότητα του όλου χρηματοπιστωτικού συστήματος, καθώς και στην προστασία των πελατών των εν λόγω ιδρυμάτων. Οι λόγοι προληπτικής εποπτείας αποσκοπούν στη διασφάλιση της φερεγγυότητας των τραπεζών έναντι των καταθετών τους.[116] Στον τομέα της προληπτικής εποπτείας, το παράγωγο δίκαιο της ΕΕ έχει θεσπίσει ορισμένες απαιτήσεις για να εξασφαλιστεί η σταθερότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων.[117] Ως “πιστωτικό ίδρυμα” νοείται η επιχείρηση της οποίας η δραστηριότητα συνίσταται στην αποδοχή από το κοινό καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων και στη χορήγηση πιστώσεων για ίδιο λογαριασμό.[118] Επιπλέον, τα πιστωτικά ιδρύματα που αποκαλούνται κοινώς “τράπεζες” πρέπει να λάβουν άδεια λειτουργίας από αρμόδια αρχή κράτους-μέλους για να παρέχουν υπηρεσίες.[119]

Παρόλο που τα υποχρεωτικά ελάχιστα αποθεματικά θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως μέρος των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας, συνήθως εντάσσονται στο λειτουργικό πλαίσιο των ΕθνΚΤ και χρησιμοποιούνται ως εργαλείο νομισματικής πολιτικής στις περισσότερες οικονομίες, συμπεριλαμβανομένης της ζώνης του ευρώ.[120] Στο Παράρτημα Ι, παράγραφος 2 της Κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2014/60[121] αναφέρεται σχετικά ότι το σύστημα υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών του Ευρωσυστήματος αποσκοπεί κυρίως στη σταθεροποίηση των επιτοκίων της αγοράς χρήματος και στη δημιουργία ή (διεύρυνση) διαρθρωτικού ελλείμματος ρευστότητας.[122] Η ΕΚΤ απαιτεί από τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στη ζώνη του ευρώ να τηρούν τα απαιτούμενα ελάχιστα αποθεματικά (υπό μορφή καταθέσεων) σε λογαριασμό τους στην ΕθνΚΤ.[123]

Η παρούσα έκθεση εξετάζει τη συμβατότητα της εθνικής νομοθεσίας και των κανόνων που υιοθετούν οι ΕθνΚΤ και των καταστατικών τους προς την προβλεπόμενη στη Συνθήκη απαγόρευση της προνομιακής πρόσβασης. Πάντως, δεν προδικάζει την αξιολόγηση του κατά πόσον νόμοι, κανονισμοί, κανόνες ή διοικητικές πράξεις των κρατών-μελών χρησιμοποιούνται, με την επίφαση της συνδρομής λόγων προληπτικής εποπτείας, για την καταστρατήγηση της απαγόρευσης της προνομιακής πρόσβασης. Μια τέτοια αξιολόγηση δεν εμπίπτει στο αντικείμενο της παρούσας έκθεσης.

2.2.6 Ενιαίος τρόπος γραφής του ευρώ

Το άρθρο 3(4) της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση ορίζει ότι η “Ένωση εγκαθιδρύει οικονομική και νομισματική ένωση, της οποίας το νόμισμα είναι το ευρώ”. Στα κείμενα των Συνθηκών, σε όλες τις αυθεντικές γλώσσες που γράφονται με το λατινικό αλφάβητο, το ευρώ αναφέρεται ομοιόμορφα στην ονομαστική του ενικού ως “euro”. Στο ελληνικό αλφάβητο, γράφεται “ευρώ” και στο κυριλλικό αλφάβητο γράφεται “евро”.[124] Στο πλαίσιο αυτό, ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 974/98 του Συμβουλίου της 3ης Μαΐου 1998 για την εισαγωγή του ευρώ[125] καθιστά σαφές ότι η ονομασία του ενιαίου νομίσματος πρέπει να είναι η ίδια σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λαμβανομένης υπόψη της ύπαρξης διαφορετικών αλφαβήτων. Ως εκ τούτου, οι Συνθήκες επιτάσσουν την ενιαία γραφή της λέξης “euro” στην ονομαστική του ενικού σε όλες τις κοινοτικές και εθνικές νομοθετικές διατάξεις, λαμβανομένης υπόψη της ύπαρξης διαφορετικών αλφαβήτων.

Εν όψει της αποκλειστικής αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης να καθορίζει το όνομα του ενιαίου νομίσματος, οποιεσδήποτε αποκλίσεις από αυτό τον κανόνα δεν συνάδουν προς τη Συνθήκη και πρέπει να αρθούν.[126] Αν και η αρχή αυτή ισχύει για κάθε εθνική νομοθεσία, οι αξιολογήσεις κατά χώρα στα κεφάλαια που ακολουθούν επικεντρώνονται στα καταστατικά των ΕθνΚΤ και στους νόμους τους σχετικούς με τη μετάβαση στο ευρώ.

2.2.7 Νομική ενσωμάτωση των ΕθνΚΤ στο Ευρωσύστημα

Διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας (ιδίως των καταστατικών των ΕθνΚΤ, αλλά και άλλων νόμων) οι οποίες εμποδίζουν την εκτέλεση καθηκόντων που αφορούν το Ευρωσύστημα ή τη συμμόρφωση προς τις αποφάσεις της ΕΚΤ είναι ασυμβίβαστες προς την αποτελεσματική λειτουργία του Ευρωσυστήματος αφότου το ενδιαφερόμενο κράτος-μέλος υιοθετήσει το ευρώ. Ως εκ τούτου, η εθνική νομοθεσία πρέπει να προσαρμοστεί ώστε να καταστεί συμβατή προς τη Συνθήκη και το Καταστατικό σε σχέση με τα καθήκοντα που αφορούν το Ευρωσύστημα. Για την τήρηση του άρθρου 131 της Συνθήκης, η εθνική νομοθεσία έπρεπε να προσαρμοστεί ώστε να έχει εξασφαλιστεί η συμβατότητά της μέχρι την ημερομηνία ίδρυσης του ΕΣΚΤ (στην περίπτωση της Σουηδίας) και μέχρι την 1η Μαΐου 2004, την 1η Ιανουαρίου 2007 και την 1η Ιουλίου 2013 (στην περίπτωση των κρατών-μελών που εντάχθηκαν στην ΕΕ αυτές τις ημερομηνίες). Ωστόσο, οι καταστατικές υποχρεώσεις που αφορούν την πλήρη νομική ενσωμάτωση των ΕθνΚΤ στο Ευρωσύστημα δεν χρειάζεται να τεθούν σε ισχύ πριν από την πλήρη ένταξη, δηλ. την ημερομηνία κατά την οποία το κράτος-μέλος με παρέκκλιση θα υιοθετήσει το ευρώ.

Στην παρούσα έκθεση εξετάζονται κυρίως οι τομείς όπου οι καταστατικές διατάξεις ενδέχεται να εμποδίζουν τη συμμόρφωση των ΕθνΚΤ προς τις απαιτήσεις του Ευρωσυστήματος. Σε αυτές περιλαμβάνονται διατάξεις α) που μπορεί να εμποδίσουν τη συμμετοχή των ΕθνΚΤ στην εφαρμογή της ενιαίας νομισματικής πολιτικής την οποία χαράζουν τα όργανα λήψεως αποφάσεων της ΕΚΤ, β) που μπορεί να εμποδίσουν την εκτέλεση των καθηκόντων των Διοικητών ως μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, γ) που δεν αναγνωρίζουν τα προνόμια της ΕΚΤ, δ) που δεν αναγνωρίζουν ότι η αποκλειστική αρμοδιότητα για καθήκοντα που σχετίζονται με το ΕΣΚΤ στα κράτη-μέλη που έχουν υιοθετήσει το ευρώ ανατίθεται αμετάκλητα στην Ένωση,[127] ή ε) σύμφωνα με τις οποίες οι ΕθνΚΤ, κατά την εκτέλεση των σχετικών με το ΕΣΚΤ καθηκόντων τους, δεσμεύονται από αποφάσεις εθνικών αρχών που έρχονται σε σύγκρουση με νομικές πράξεις της ΕΚΤ. Γίνεται διάκριση μεταξύ των εξής τομέων: σκοποί της οικονομικής πολιτικής, καθήκοντα, χρηματοοικονομικές διατάξεις, συναλλαγματική πολιτική και διεθνής συνεργασία. Τέλος, αναφέρονται και άλλοι τομείς όπου ενδέχεται να απαιτούνται προσαρμογές του καταστατικού της ΕθνΚΤ.

Σκοποί της οικονομικής πολιτικής

Η πλήρης ενσωμάτωση μιας ΕθνΚΤ στο Ευρωσύστημα απαιτεί συμβατότητα των καταστατικών της σκοπών με τους σκοπούς του ΕΣΚΤ, όπως αυτοί καθορίζονται στο άρθρο 2 του Καταστατικού. Αυτό σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι οι καταστατικοί σκοποί με “εθνική χροιά” πρέπει να υποστούν προσαρμογή, π.χ. στις περιπτώσεις που οι καταστατικές διατάξεις αναφέρονται σε υποχρέωση άσκησης της νομισματικής πολιτικής στο πλαίσιο της γενικής οικονομικής πολιτικής του οικείου κράτους-μέλους. Επιπλέον, οι δευτερεύοντες σκοποί των ΕθνΚΤ πρέπει να είναι συμβατοί και να μην συγκρούονται με την υποχρέωση των ΕθνΚΤ να στηρίζουν τις γενικές οικονομικές πολιτικές της ΕΕ προκειμένου να συμβάλλουν στην επίτευξη των σκοπών της ΕΕ, όπως αυτοί ορίζονται στο άρθρο 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, υποχρέωση που ρητώς προβλέπεται ότι ισχύει με την επιφύλαξη της διατήρησης της σταθερότητας των τιμών.[128]

Καθήκοντα

Τα καθήκοντα της ΕθνΚΤ κράτους-μέλους που έχει υιοθετήσει το ευρώ καθορίζονται πρωτίστως από τη Συνθήκη και το Καταστατικό, λόγω της ιδιότητάς της ως αναπόσπαστου μέρους του Ευρωσυστήματος. Για την τήρηση του άρθρου 131 της Συνθήκης, πρέπει επομένως οι διατάξεις των καταστατικών των ΕθνΚΤ που αφορούν τα καθήκοντά τους να αντιπαραβάλλονται με τις σχετικές διατάξεις της Συνθήκης και του Καταστατικού και να αίρεται κάθε ασυμβατότητα.[129] Αυτό ισχύει για οποιαδήποτε διάταξη η οποία, μετά την υιοθέτηση του ευρώ και την ενσωμάτωση στο ΕΣΚΤ, παρακωλύει την εκτέλεση καθηκόντων που σχετίζονται με το ΕΣΚΤ, ειδικότερα δε για τις διατάξεις που δεν αναγνωρίζουν τις αρμοδιότητες του ΕΣΚΤ βάσει του Κεφαλαίου IV του Καταστατικού.

Οι διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας περί νομισματικής πολιτικής πρέπει να αναγνωρίζουν ότι η νομισματική πολιτική της ΕΕ ασκείται μέσω του Ευρωσυστήματος.[130] Τα καταστατικά των ΕθνΚΤ είναι δυνατόν να περιέχουν διατάξεις σχετικά με τα μέσα άσκησης της νομισματικής πολιτικής. Οι εν λόγω διατάξεις θα πρέπει να είναι ανάλογου περιεχομένου με τις σχετικές διατάξεις της Συνθήκης και του Καταστατικού και να αίρονται οι τυχόν ασυμβατότητες, προκειμένου να επιτευχθεί συμμόρφωση προς το άρθρο 131 της Συνθήκης.

Η παρακολούθηση των δημοσιονομικών εξελίξεων είναι ένα καθήκον που εκτελούν σε τακτική βάση οι ΕθνΚΤ εκτελούν τακτικά προκειμένου να αξιολογούν σωστά την κατεύθυνση που θα λάβει η νομισματική πολιτική. Με βάση την παρακολούθηση αυτή και στο πλαίσιο του ανεξάρτητου συμβουλευτικού ρόλου τους, οι ΕθνΚΤ μπορούν επίσης να εκθέτουν τις απόψεις τους σχετικά με τις συναφείς προς τη νομισματική πολιτική δημοσιονομικές εξελίξεις, προκειμένου να συμβάλλουν στην ορθή λειτουργία της ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης. Η παρακολούθηση των δημοσιονομικών εξελίξεων από τις ΕθνΚΤ για τους σκοπούς της νομισματικής πολιτικής πρέπει να βασίζεται στην πλήρη πρόσβασή τους σε όλα τα σχετικά δημοσιονομικά στοιχεία. Συνεπώς, πρέπει να παρέχεται στις ΕθνΚΤ άνευ όρων, έγκαιρη και αυτόματη πρόσβαση σε όλες τις συναφείς δημοσιονομικές στατιστικές. Ωστόσο, ο ρόλος μιας ΕθνΚΤ δεν πρέπει να εκτείνεται πέρα από τις δραστηριότητες παρακολούθησης που απορρέουν ή σχετίζονται – άμεσα ή έμμεσα – με την εκπλήρωση της αποστολής της για την άσκηση της νομισματικής πολιτικής.[131] Η επίσημη εντολή προς μια ΕθνΚΤ να αξιολογεί προβλέψεις και δημοσιονομικές εξελίξεις ισοδυναμεί με ανάθεση στην ΕθνΚΤ μιας λειτουργίας (και της αντίστοιχης ευθύνης) στη χάραξη της δημοσιονομικής πολιτικής, με κίνδυνο να υπονομεύονται η εκπλήρωση της αποστολής του Ευρωσυστήματος για την άσκηση της νομισματικής πολιτικής και η ανεξαρτησία της ΕθνΚΤ.[132]

Στο πλαίσιο των εθνικών νομοθετικών πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση της αναταραχής στις χρηματοπιστωτικές αγορές, η ΕΚΤ έχει τονίσει ότι θα πρέπει να αποφεύγεται οποιαδήποτε στρέβλωση στα εθνικά τμήματα της αγοράς χρήματος της ζώνης του ευρώ, καθώς κάτι τέτοιο μπορεί να δυσχεράνει την εφαρμογή της ενιαίας νομισματικής πολιτικής. Ειδικότερα, αυτό ισχύει για την παροχή κρατικών εγγυήσεων με σκοπό την κάλυψη διατραπεζικών καταθέσεων.[133]

Τα κράτη-μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα εθνικά νομοθετικά μέτρα για την αντιμετώπιση προβλημάτων ρευστότητας των επιχειρήσεων ή ελεύθερων επαγγελματιών, λ.χ. οφειλών προς χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, δεν επηρεάζουν δυσμενώς τη ρευστότητα της αγοράς. Συγκεκριμένα, τα μέτρα αυτού του είδους δεν επιτρέπεται να αντιβαίνουν στην αρχή της ανοικτής οικονομίας της αγοράς, όπως αποτυπώνεται στο άρθρο 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς θα μπορούσαν να παρακωλύσουν τη ροή πιστώσεων, να επηρεάσουν ουσιωδώς τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των αγορών και κατά συνέπεια να ασκήσουν σημαντική επίδραση στην εκτέλεση των καθηκόντων του Ευρωσυστήματος.[134]

Εθνικές νομοθετικές διατάξεις κράτους-μέλους που εκχωρούν στην οικεία ΕθνΚΤ το αποκλειστικό δικαίωμα να εκδίδει τραπεζογραμμάτια πρέπει να αναγνωρίζουν ότι, μετά την υιοθέτηση του ευρώ, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπει την έκδοση τραπεζογραμματίων ευρώ, σύμφωνα με το άρθρο 128(1) της Συνθήκης και το άρθρο 16 του Καταστατικού[135], ενώ το δικαίωμα έκδοσης τραπεζογραμματίων ευρώ ανήκει στην ΕΚΤ και στις ΕθνΚΤ. Μετά την υιοθέτηση του ευρώ, εθνικές νομοθετικές διατάξεις που επιτρέπουν στις κυβερνήσεις να ασκούν επιρροή σχετικά με θέματα όπως οι ονομαστικές αξίες, η παραγωγή, η ποσότητα και η απόσυρση των τραπεζογραμματίων πρέπει επίσης είτε να καταργηθούν είτε να αναγνωρίζουν τις εξουσίες της ΕΚΤ σε σχέση με τα τραπεζογραμμάτια ευρώ, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις της Συνθήκης και του Καταστατικού. Όσον αφορά τα κέρματα, ανεξάρτητα από τον καταμερισμό των αρμοδιοτήτων μεταξύ κυβερνήσεων και ΕθνΚΤ, οι σχετικές διατάξεις πρέπει να αναγνωρίζουν την αρμοδιότητα της ΕΚΤ να εγκρίνει την ποσότητα των εκδιδόμενων κερμάτων ευρώ μετά την υιοθέτηση του ευρώ. Το κράτος-μέλος δεν μπορεί να αντιμετωπίζει το νόμισμα σε κυκλοφορία ως χρέος της οικείας ΕθνΚΤ προς το Δημόσιο του εν λόγω κράτους-μέλους, καθώς κάτι τέτοιο ακυρώνει την έννοια του ενιαίου νομίσματος και είναι ασύμβατο προς τις επιταγές περί νομικής ενσωμάτωσης στο Ευρωσύστημα.[136]

Ως προς τη διαχείριση των συναλλαγματικών διαθεσίμων,[137] όσα εκ των κρατών-μελών που έχουν υιοθετήσει το ευρώ δεν μεταβιβάζουν τα επίσημα συναλλαγματικά τους διαθέσιμα[138] στην οικεία ΕθνΚΤ παραβιάζουν τη Συνθήκη. Επίσης, το δικαίωμα τρίτου, π.χ. της κυβέρνησης ή του κοινοβουλίου, να επηρεάζει τις αποφάσεις μιας ΕθνΚΤ σχετικά με τη διαχείριση των επίσημων συναλλαγματικών διαθεσίμων δεν συνάδει προς την τρίτη περίπτωση του άρθρου 127(2) της Συνθήκης. Επιπλέον, οι ΕθνΚΤ πρέπει να παρέχουν στην ΕΚΤ συναλλαγματικά διαθέσιμα κατ’ αναλογίαν προς το μερίδιο συμμετοχής τους στο εγγεγραμμένο κεφάλαιο της ΕΚΤ. Αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να υφίστανται νομικά προσκόμματα στη μεταβίβαση συναλλαγματικών διαθεσίμων από τις ΕθνΚΤ προς την ΕΚΤ.

Ως προς τις στατιστικές, παρόλο που οι κανονισμοί που έχουν εκδοθεί βάσει του άρθρου 34.1 του Καταστατικού στον τομέα της στατιστικής δεν παραχωρούν δικαιώματα ούτε επιβάλλουν υποχρεώσεις στα κράτη-μέλη που δεν έχουν υιοθετήσει το ευρώ, το άρθρο 5 του Καταστατικού, το οποίο αφορά τη συλλογή στατιστικών πληροφοριών, έχει εφαρμογή σε όλα τα κράτη-μέλη, ασχέτως εάν έχουν υιοθετήσει το ευρώ ή όχι. Συνεπώς, τα κράτη-μέλη που δεν έχουν υιοθετήσει το ευρώ είναι υποχρεωμένα να σχεδιάζουν και να εφαρμόζουν σε εθνικό επίπεδο κάθε μέτρο που θεωρούν πρόσφορο για τη συλλογή των στατιστικών πληροφοριών που απαιτούνται για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων υποβολής στατιστικών στοιχείων στην ΕΚΤ[139] και να προετοιμαστούν εγκαίρως στον τομέα της στατιστικής προκειμένου να γίνουν κράτη-μέλη που έχουν υιοθετήσει το ευρώ.[140] Η εθνική νομοθεσία που ορίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της ΕθνΚΤ και της εθνικής στατιστικής υπηρεσίας θα πρέπει να εγγυάται την ανεξαρτησία των ΕθνΚΤ κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους εντός του στατιστικού πλαισίου του ΕΣΚΤ.[141]

Χρηματοοικονομικές διατάξεις

Οι χρηματοοικονομικές διατάξεις του Καταστατικού περιλαμβάνουν κανόνες σχετικά με τους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς,[142] τον λογιστικό έλεγχο,[143] την εγγραφή στο κεφάλαιο,[144] τη μεταβίβαση συναλλαγματικών διαθεσίμων[145] και την κατανομή του νομισματικού εισοδήματος.[146] Οι ΕθνΚΤ πρέπει να είναι σε θέση να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από αυτές τις διατάξεις και ως εκ τούτου κάθε εθνική διάταξη που είναι ασύμβατη προς αυτές πρέπει να καταργηθεί.[147]

Συναλλαγματική πολιτική

Τα κράτη-μέλη με παρέκκλιση είναι δυνατόν να διατηρήσουν στην εθνική νομοθεσία τους διατάξεις οι οποίες προβλέπουν ότι αρμόδια για τη συναλλαγματική πολιτική είναι η κυβέρνηση και ότι η οικεία ΕθνΚΤ έχει συμβουλευτικό ή/και εκτελεστικό ρόλο. Πάντως, η νομοθεσία αυτή πρέπει, το αργότερο κατά την ημερομηνία υιοθέτησης του ευρώ, να αντανακλά το γεγονός ότι η αρμοδιότητα για τη συναλλαγματική πολιτική της ζώνης του ευρώ έχει εκχωρηθεί στο επίπεδο της ΕΕ σύμφωνα με τα άρθρα 138 και 219 της Συνθήκης.

Διεθνής συνεργασία

Για την υιοθέτηση του ευρώ, η εθνική νομοθεσία πρέπει να είναι συμβατή προς το άρθρο 6.1 του Καταστατικού, το οποίο προβλέπει ότι στον τομέα της διεθνούς συνεργασίας σχετικά με τα καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στο Ευρωσύστημα, η ΕΚΤ αποφασίζει τον τρόπο εκπροσώπησης του ΕΣΚΤ. Οι εθνικές νομοθετικές διατάξεις που επιτρέπουν τη συμμετοχή των ΕθνΚΤ σε διεθνείς νομισματικούς οργανισμούς πρέπει να προβλέπουν ότι η εν λόγω συμμετοχή υπόκειται στην έγκριση της ΕΚΤ (άρθρο 6.2 του Καταστατικού).

Διάφορα

Πέραν των ανωτέρω θεμάτων, για ορισμένα κράτη-μέλη υπάρχουν και άλλοι τομείς στους οποίους χρειάζεται προσαρμογή της εθνικής νομοθεσίας (π.χ. συστήματα εκκαθάρισης και πληρωμών, ανταλλαγή πληροφοριών).

3 Η οικονομική σύγκλιση

Το παρόν κεφάλαιο παρέχει μια οριζόντια επισκόπηση. Ορισμένοι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη στη συνολική αξιολόγηση δεν καλύπτονται εδώ, αλλά στα Κεφάλαια 4 και 5.

Λόγω των αντίξοων οικονομικών συνθηκών, από την Έκθεση της ΕΚΤ για τη Σύγκλιση του 2022 μέχρι σήμερα σημειώθηκε περιορισμένη πρόοδος όσον αφορά τη συμμόρφωση με τα κριτήρια σύγκλισης. Και οι έξι χώρες που εξετάζονται στην παρούσα έκθεση καταγράφουν ρυθμούς πληθωρισμού βάσει του ΕνΔΤΚ άνω της τιμής αναφοράς, ενώ σε πέντε χώρες οι ρυθμοί είναι αρκετά άνω της τιμής αναφοράς (βλ. Πίνακα 3.1). Κατά το δωδεκάμηνο μέχρι και τον Απρίλιο του 2022 ο μέσος όρος των διαφορών του μακροπρόθεσμου επιτοκίου έναντι της ζώνης του ευρώ αυξήθηκε σε μία χώρα, μειώθηκε σε τέσσερις χώρες και παρέμεινε αμετάβλητος σε μία χώρα. Όπως και το 2022, τρεις χώρες δεν συμμορφώθηκαν προς το κριτήριο για το μακροπρόθεσμο επιτόκιο, εφόσον το επιτόκιό τους ήταν άνω της τιμής αναφοράς. Τα νομίσματα ορισμένων εξεταζόμενων χωρών κατέγραψαν μεγάλες διακυμάνσεις έναντι του ευρώ τα τελευταία έτη. Στις περισσότερες χώρες τα δημόσια οικονομικά βελτιώθηκαν μετά την πανδημία COVID-19, με τη σταδιακή ανάκαμψη των οικονομιών τους και την απόσυρση των μέτρων στήριξης που σχετίζονταν με την πανδημία. Ωστόσο, στις περισσότερες περιπτώσεις, τα δημόσια ελλείμματα και το χρέος παραμένουν πάνω από τα προ πανδημίας επίπεδα, εν μέρει λόγω των οικονομικών επιπτώσεων του πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας και των μέτρων δημοσιονομικής πολιτικής που υιοθετήθηκαν για την αντιμετώπιση των υψηλών τιμών της ενέργειας.

Πίνακας 3.1

Συγκεντρωτικός πίνακας δεικτών οικονομικής σύγκλισης

Σταθερότητα των τιμών

Δημοσιονομικές εξελίξεις και προβλέψεις

Συναλλαγματική ισοτιμία

Πληθωρι-σμός βάσει του ΕνΔΤΚ1

Υπερβολικό έλλειμμα2,3

Πλεόνασμα (+) ή έλλειμμα (-) γενικής κυβέρνησης4

Χρέος γενικής κυβέρνησης4

Συμμετοχή στον ΜΣΙ ΙΙ3

Συναλλαγμα-τική ισοτιμία έναντι του ευρώ5

Μεσοπρόθε-σμο επιτόκιο6

Βουλγαρία

2022

13,0

Όχι

-2,9

22,6

Ναι

0,0

1,5

2023

8,6

Όχι

-1,9

23,1

Ναι

0,0

3,8

2024

5,1

Όχι

-2,8

24,8

Ναι

0,0

4,0

Τσεχία

2022

14,8

Όχι

-3,2

44,2

Όχι

4,2

4,3

2023

12,0

Όχι

-3,7

44,0

Όχι

2,3

4,4

2024

6,3

Όχι

-2,4

45,2

Όχι

-4,2

4,2

Ουγγαρία

2022

15,3

Όχι

-6,2

74,1

Όχι

-9,1

7,6

2023

17,0

Όχι

-6,7

73,5

Όχι

2,4

7,5

2024

8,4

Όχι

-5,4

74,3

Όχι

-2,0

6,8

Πολωνία

2022

13,2

Όχι

-3,4

49,2

Όχι

-2,6

6,1

2023

10,9

Όχι

-5,1

49,6

Όχι

3,1

5,8

2024

6,1

Όχι

-5,4

53,7

Όχι

4,9

5,6

Ρουμανία

2022

12,0

Ναι

-6,3

47,5

Όχι

-0,2

7,5

2023

9,7

Ναι

-6,6

48,8

Όχι

-0,3

6,7

2024

7,6

Ναι

-6,9

50,9

Όχι

-0,6

6,4

Σουηδία

2022

8,1

Όχι

1,2

33,2

Όχι

-4,8

1,5

2023

5,9

Όχι

-0,6

31,2

Όχι

-8,0

2,5

2024

3,6

Όχι

-1,4

32,0

Όχι

0,7

2,5

Τιμή αναφοράς7

3,3

-3,0

60,0

4,8

Πηγές: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Eurostat, Γενική Διεύθυνση Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων) και Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών.
1) Μέση ετήσια ποσοστιαία μεταβολή. Τα στοιχεία για το 2024 αφορούν την περίοδο Ιουνίου 2023-Μαΐου 2024.
2) Αφορά το αν η χώρα υπόκειται σε απόφαση του Συμβουλίου της ΕΕ σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος, έστω και για ένα μέρος του έτους.
3) Οι πληροφορίες για το 2024 αφορούν την περίοδο μέχρι την καταληκτική ημερομηνία των στατιστικών στοιχείων (19 Ιουνίου 2024).
4) Ως ποσοστό του ΑΕΠ. Για το 2024: Εαρινές οικονομικές προβλέψεις 2024 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
5) Ετήσια ποσοστιαία μεταβολή. Θετικό πρόσημο σημαίνει ανατίμηση έναντι του ευρώ και αρνητικό πρόσημο υποτίμηση. Τα στοιχεία για το 2024 αφορούν την περίοδο 1 Ιανουαρίου 2024-19 Ιουνίου 2024.
6) Μέσο ετήσιο επιτόκιο. Τα στοιχεία για το 2024 αφορούν την περίοδο Ιουνίου 2023-Μαΐου 2024.
7) Οι τιμές αναφοράς για τον πληθωρισμό βάσει του ΕνΔΤΚ και τα μακροπρόθεσμα επιτόκια αφορούν την περίοδο Ιουνίου 2023-Μαΐου 2024. Για το πλεόνασμα/έλλειμμα και το χρέος της γενικής κυβέρνησης οι τιμές αναφοράς που προβλέπονται στο άρθρο 126(2) της Συνθήκης εξειδικεύονται στο Πρωτόκολλο αριθ. 12 για τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος.

Την τελευταία διετία η ΕΕ επλήγη από τις οικονομικές επιπτώσεις της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, γεγονός που οδήγησε σε σημαντική επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας και πολύ υψηλό πληθωρισμό. Από τις αρχές του 2022 ο πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας επηρεάζει δυσμενώς την οικονομική δραστηριότητα στις υπό εξέταση χώρες, λόγω της συναφούς αβεβαιότητας, των διαταράξεων στο εμπόριο και τις εφοδιαστικές αλυσίδες και της μείωσης της εμπιστοσύνης των επιχειρήσεων και των καταναλωτών. Παράλληλα, η κατακόρυφη άνοδος των τιμών της ενέργειας και των βασικών εμπορευμάτων μείωσε τη ζήτηση και επέδρασε ανασταλτικά στην παραγωγή. Οι εξεταζόμενες χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης επηρεάστηκαν ιδιαίτερα έντονα από τις οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου με δεδομένη την υψηλή ενεργειακή ένταση της παραγωγής τους, την εξωστρέφεια της οικονομίας τους και την ενσωμάτωσή της στις παγκόσμιες αλυσίδες προσφοράς και τις εμπορικές σχέσεις τους με τη Ρωσία και τη χρηματοπιστωτική έκθεση προς αυτήν (βλ. και την Ενότητα 3.1). Αρνητική επίδραση άσκησε και η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής, η οποία στις περισσότερες εξεταζόμενες χώρες ξεκίνησε νωρίτερα από ό,τι στη ζώνη του ευρώ. Η Τσεχία, η Ουγγαρία και η Σουηδία επηρεάστηκαν ιδιαίτερα έντονα, και η οικονομία τους συρρικνώθηκε το 2023 συνολικά. Το ίδιο έτος καταγράφηκε χαμηλή ανάπτυξη στην Πολωνία, ενώ οι οικονομίες της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας παρέμειναν κάπως πιο ανθεκτικές, με ρυθμούς ανάπτυξης γύρω στο 2%, υποβοηθούμενες από τη σχετικά ισχυρή εγχώρια ζήτηση.

Η οικονομική δραστηριότητα αναμένεται να ενισχυθεί βραχυπρόθεσμα σε όλες τις εξεταζόμενες χώρες, αλλά οι γεωπολιτικές εντάσεις σκιάζουν τις οικονομικές προοπτικές τους. Η χαλάρωση των πιέσεων επί των τιμών και των προβλημάτων στις εφοδιαστικές αλυσίδες που παρατηρείται από την αρχή του 2023, σε συνδυασμό με τη βελτιωμένη εμπιστοσύνη και τις ανθεκτικές αγορές εργασίας, αναμένεται να υποστηρίξουν την οικονομική ανάκαμψη των εξεταζόμενων χωρών το 2024. Παράλληλα, η οικονομική δραστηριότητα θα συνεχίσει να επηρεάζεται αρνητικά από τις περιοριστικές χρηματοδοτικές συνθήκες και την αβεβαιότητα. Βασική πηγή αβεβαιότητας είναι οι γεωπολιτικές εντάσεις, οι οποίες μπορεί να επιτείνουν τις τάσεις κατακερματισμού, δυνητικά προκαλώντας περαιτέρω διατάραξη στις εμπορικές και επενδυτικές ροές και αυξάνοντας τις εκτιμήσεις για τους κινδύνους. Οι οικονομικές προοπτικές επηρεάζονται επίσης από τις απώλειες ανταγωνιστικότητας τιμών που καταγράφονται τα τελευταία χρόνια στις περισσότερες από τις εξεταζόμενες χώρες και από την αβεβαιότητα που περιβάλλει την πορεία του πληθωρισμού.

Τις τελευταίες δεκαετίες οι εξεταζόμενες χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης έχουν σημειώσει πρόοδο στην πραγματική σύγκλιση προς το μέσο όρο της ζώνης του ευρώ. Από το 1999 οι χώρες αυτές μείωσαν σημαντικά τη διαφορά τους έναντι του μέσου όρου της ζώνης του ευρώ όσον αφορά το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ (βλ. Διάγραμμα 3.1). Ωστόσο, από το 2019 η διαδικασία πραγματικής σύγκλισης έχει ανακοπεί, ή και αντιστραφεί, σε ορισμένες χώρες, ιδίως στην Τσεχία, η οποία κατέγραψε σημαντική ανατίμηση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας από το τέλος του 2019 έως την άνοιξη του 2023. Παράλληλα, εμμένουν οι σημαντικές μακροοικονομικές και χρηματοπιστωτικές ευπάθειες, αν και σε διαφορετικό βαθμό ανάλογα με τη χώρα. Αν δεν αντιμετωπιστούν επαρκώς, οι ευπάθειες αυτές ενδέχεται να εκθέσουν τις χώρες σε δυσμενείς εξωτερικές διαταραχές και να επιβραδύνουν τη διαδικασία σύγκλισης μακροπρόθεσμα. Βασικές προκλήσεις για τη μακροπρόθεσμη πραγματική σύγκλιση των χωρών αυτών είναι μεταξύ άλλων: (i) το μεταβαλλόμενο και αβέβαιο γεωπολιτικό τοπίο, το οποίο ενδέχεται όχι μόνο να επηρεάσει τις εμπορικές και επενδυτικές ροές στο εγγύς μέλλον αλλά και να διαμορφώσει τις μακροπρόθεσμες τάσεις της παραγωγής, (ii) η μεταβαλλόμενη τομεακή σύνθεση της παραγωγής, η οποία αποτελεί συνήθως πρόκληση για τις χώρες που μετακινούνται από μεσαία προς υψηλά επίπεδα εισοδήματος, (iii) οι συνεχιζόμενες ελλείψεις εργατικού δυναμικού και οι δυσμενείς δημογραφικές εξελίξεις, ιδίως λόγω της εκροής εξειδικευμένων ατόμων στο εξωτερικό, και (iv) η ανεπαρκής πρόοδος στη βελτίωση της ποιότητας της διακυβέρνησης, των θεσμών και του επιχειρηματικού περιβάλλοντος.

Διάγραμμα 3.1

Πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ

α) Σε σχέση με τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ

β) Αρχικό επίπεδο το 1999 συγκρινόμενο με την επακόλουθη μεταβολή σε σχέση με τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ

(δείκτης: ζώνη του ευρώ = 100)

(δείκτης: ζώνη του ευρώ = 100, άξονας x: επίπεδο το 1999, άξονας y: μεταβολή επιπέδου (1999-2023))

Πηγές: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Γενική Διεύθυνση Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων) και υπολογισμοί της ΕΚΤ.
Σημειώσεις: Με βάση το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ εκφρασμένο σε μονάδες ισοδυναμίας αγοραστικής δύναμης (PPS). Στο γράφημα β) οι κόκκινες κουκκίδες δείχνουν τις εξεταζόμενες χώρες, οι πράσινες τις χώρες που προσχώρησαν στη ζώνη του ευρώ μετά το 2003, οι γαλάζιες τις χώρες που προσχώρησαν στη ζώνη του ευρώ πριν από το 2003 και η γκρίζα κουκκίδα δείχνει τη Δανία. Η Ιρλανδία εξαιρείται λόγω της έκτακτης αναθεώρησης του ΑΕΠ για το 2015, που δεν αντικατόπτριζε πραγματική αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας. Το Λουξεμβούργο εξαιρείται διότι ο μεγάλος αριθμός διασυνοριακών εργαζομένων προκαλεί στρεβλώσεις στους υπολογισμούς του κατά κεφαλήν ΑΕΠ.

Όσον αφορά το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών, ο μέσος ρυθμός πληθωρισμού κατά το 12μηνο αναφοράς ήταν υψηλότερος από την τιμή αναφοράς 3,3% και στις έξι χώρες που εξετάζονται στην έκθεση (βλ. Διάγραμμα 3.2). Η Βουλγαρία, η Τσεχία, η Ουγγαρία, η Πολωνία και η Ρουμανία κατέγραψαν ρυθμούς πληθωρισμού αρκετά άνω της τιμής αναφοράς, ενώ στη Σουηδία ο πληθωρισμός ήταν ελαφρώς άνω της τιμής αναφοράς. Στην Έκθεση για τη Σύγκλιση του 2022, η Βουλγαρία, η Τσεχία, η Ουγγαρία, η Πολωνία και η Ρουμανία είχαν επίσης καταγράψει ρυθμούς πληθωρισμού αρκετά άνω της τότε τιμής αναφοράς (4,9%).

Διάγραμμα 3.2

Πληθωρισμός βάσει του ΕνΔΤΚ

(μέσες ετήσιες ποσοστιαίες μεταβολές)

Πηγή: Eurostat.

Κατά την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας έκθεσης, η Ρουμανία υπόκειται σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκρινε τον Ιούνιο του 2024 ότι η Ουγγαρία και η Πολωνία δεν πληρούν το κριτήριο του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης για το έλλειμμα. Μετά τις απότομες αυξήσεις που κατέγραψαν στη διάρκεια της πανδημίας, τα δημοσιονομικά ελλείμματα στις περισσότερες περιπτώσεις μειώθηκαν, αλλά παρέμειναν σε υψηλά επίπεδα σε όλες τις χώρες πλην της Σουηδίας το 2023. Σε σύγκριση με την Έκθεση για τη Σύγκλιση του 2022, το δημοσιονομικό αποτέλεσμα βελτιώθηκε σε τέσσερις από τις εξεταζόμενες χώρες, ενώ επιδεινώθηκε έντονα στην Πολωνία και σε μικρότερο βαθμό στη Σουηδία. Το 2023, το δημοσιονομικό έλλειμμα ήταν άνω της τιμής αναφοράς σε τέσσερις από τις εξεταζόμενες χώρες: στην Ουγγαρία και τη Ρουμανία, ήταν σημαντικά άνω της τιμής αναφοράς (6,7% και 6,6% του ΑΕΠ αντίστοιχα), στην Πολωνία ήταν αρκετά άνω της τιμής αναφοράς (5,1% του ΑΕΠ) και στην Τσεχία ήταν άνω της τιμής αναφοράς (3,7% του ΑΕΠ) (βλ. Διάγραμμα 3.3). Το 2024 ο λόγος ελλείμματος/ΑΕΠ αναμένεται να βελτιωθεί σε τέσσερις χώρες, σύμφωνα με τις εαρινές οικονομικές προβλέψεις 2024 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και να διατηρηθεί άνω της τιμής αναφοράς 3% στην Ουγγαρία, την Πολωνία και τη Ρουμανία. Για το 2025 το δημοσιονομικό αποτέλεσμα προβλέπεται να βελτιωθεί σε τέσσερις από τις εξεταζόμενες χώρες, αλλά να παραμείνει άνω της τιμής αναφοράς στην Ουγγαρία, την Πολωνία και τη Ρουμανία. Όσον αφορά το κριτήριο του χρέους, το 2023 ο λόγος χρέους ήταν αρκετά κάτω από την τιμή αναφοράς στη Βουλγαρία και τη Σουηδία (βλ. Διάγραμμα 3.4). Στην Τσεχία, την Πολωνία και την Ρουμανία, ο λόγος του χρέους ήταν κάτω από την τιμή αναφοράς, μεταξύ 40% και 50% του ΑΕΠ. Η Ουγγαρία ήταν η μόνη από τις εξεταζόμενες χώρες με λόγο χρέους της γενικής κυβέρνησης προς το ΑΕΠ υψηλότερο από την τιμή αναφοράς 60% το 2023. Κατά την καταληκτική ημερομηνία της παρούσας έκθεσης, η Ρουμανία εξακολουθούσε να υπάγεται σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, η οποία είχε ενεργοποιηθεί τον Απρίλιο του 2020. Τον Ιούνιο του 2024 η Επιτροπή έκρινε ότι η Ρουμανία δεν είχε λάβει αποτελεσματικά μέτρα για να διορθώσει το υπερβολικό της έλλειμμα. Παράλληλα, η Επιτροπή έκρινε επίσης ότι η Ουγγαρία και η Πολωνία δεν πληρούν το κριτήριο του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης για το δημοσιονομικό έλλειμμα, με βάση τις πραγματοποιήσεις τους για το 2023 και τα προβλεπόμενα ελλείμματα για το 2024. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή ανακοίνωσε την πρόθεσή της να εισηγηθεί τον Ιούλιο του 2024 στο Συμβούλιο της ΕΕ να λάβει απόφαση βάσει του άρθρου 126(6) της Συνθήκης που θα διαπιστώνει την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στην Ουγγαρία και την Πολωνία.

Διάγραμμα 3.3

Πλεόνασμα (+) ή έλλειμμα (-) γενικής κυβέρνησης

(% του ΑΕΠ)

Πηγή: Eurostat.
Σημείωση: Τα στοιχεία για το 2021 έχουν αναθεωρηθεί ελαφρώς σε σχέση με την Έκθεση για τη Σύγκλιση του 2022.

Διάγραμμα 3.4

Ακαθάριστο χρέος γενικής κυβέρνησης

(% του ΑΕΠ)

Πηγή: Eurostat.
Σημείωση: Τα στοιχεία για το 2021 έχουν αναθεωρηθεί ελαφρώς σε σχέση με την Έκθεση για τη Σύγκλιση του 2022.

Όσον αφορά το κριτήριο της συναλλαγματικής ισοτιμίας, μόνο το λεβ Βουλγαρίας συμμετείχε στον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΜΣΙ ΙΙ) κατά την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας έκθεσης. Το λεβ Βουλγαρίας εντάχθηκε στον ΜΣΙ ΙΙ τον Ιούλιο του 2020 με κεντρική ισοτιμία 1,95583 λεβ ανά ευρώ με κανονικά περιθώρια διακύμανσης +15%. Η Βουλγαρία εντάχθηκε στον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών διατηρώντας το υπάρχον καθεστώς της επιτροπής συναλλάγματος ως μονομερή δέσμευση, χωρίς να δημιουργούνται πρόσθετες υποχρεώσεις για την ΕΚΤ. Η συμφωνία συμμετοχής στον ΜΣΙ ΙΙ βασίστηκε σε μια σειρά δεσμεύσεων πολιτικής εκ μέρους των αρχών της Βουλγαρίας. Κατά τη διετία αναφοράς, το λεβ Βουλγαρίας δεν παρουσίασε απόκλιση από την κεντρική του ισοτιμία. Με εξαίρεση το λέι Ρουμανίας που παρουσίασε χαμηλή μεταβλητότητα, τα άλλα νομίσματα που δεν συμμετέχουν στον ΜΣΙ ΙΙ παρουσίασαν σχετικά υψηλή μεταβλητότητα. Η κορώνα Τσεχίας, το λέι Ρουμανίας και η κορώνα Σουηδίας ήταν υποτιμημένα έναντι του ευρώ τον Ιούνιο του 2024 σε σύγκριση με τον Ιούνιο του 2022. Παράλληλα, το φιορίνι Ουγγαρίας παρέμεινε σχεδόν στο ίδιο επίπεδο και το ζλότυ Πολωνίας ήταν ανατιμημένο (βλ. Διάγραμμα 3.5).[148]

Διάγραμμα 3.5

Διμερείς συναλλαγματικές ισοτιμίες έναντι του ευρώ

(δείκτης: μέσος όρος Ιουνίου 2022 = 100, ημερήσια στοιχεία, 20 Ιουνίου 2022-19 Ιουνίου 2024)

Πηγή: ΕΚΤ.
Σημείωση: Ανοδική (καθοδική) κίνηση σημαίνει ανατίμηση (υποτίμηση) του νομίσματος.

Όσον αφορά τη σύγκλιση των μακροπρόθεσμων επιτοκίων, τρεις από τις έξι χώρες που εξετάζονται στην παρούσα έκθεση έχουν μακροπρόθεσμα επιτόκια άνω της τιμής αναφοράς, η οποία ήταν 4,8% (βλ. Διάγραμμα 3.6). Τα επιτόκια ήταν άνω της τιμής αναφοράς στην Πολωνία, τη Ρουμανία και την Ουγγαρία. Η Σουηδία κατέγραψε τη χαμηλότερη τιμή. Στην Έκθεση για τη Σύγκλιση του 2022, στην Πολωνία και την Ουγγαρία τα μακροπρόθεσμα επιτόκια ήταν άνω της τότε τιμής αναφοράς 2,6%, ενώ στη Ρουμανία ήταν αρκετά άνω της τιμής αυτής.

Διάγραμμα 3.6

Μακροπρόθεσμα επιτόκια

(ποσοστά %, ετήσιοι μέσοι όροι)

Πηγές: Eurostat και ΕΚΤ.

Κατά την εξέταση της συμμόρφωσης προς τα κριτήρια σύγκλισης, βασικός παράγοντας είναι η διατηρησιμότητα. Η σύγκλιση πρέπει να επιτυγχάνεται σε διαρκή βάση και όχι απλώς σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Η πρώτη δεκαετία της ΟΝΕ έδειξε ότι τα αδύναμα θεμελιώδη μακροοικονομικά μεγέθη, η υπερβολικά χαλαρή κατεύθυνση της μακροοικονομικής πολιτικής και οι ανεπάρκειες των στατιστικών υπηρεσιών σε επιμέρους χώρες, καθώς και οι υπεραισιόδοξες προσδοκίες για τη σύγκλιση των πραγματικών εισοδημάτων, συνεπάγονται κινδύνους όχι μόνο για τις αντίστοιχες χώρες, αλλά και για την ομαλή λειτουργία της ζώνης του ευρώ συνολικά. Η δεύτερη δεκαετία έδειξε ότι η οικονομική σύγκλιση μπορεί να αποδειχθεί δύσκολη και μακρόχρονη αν οι αρχικές μακροοικονομικές ανισορροπίες είναι μεγάλες, οι διαδικασίες προσαρμογής και μεταρρύθμισης είναι δυσχερείς ή/και η ανθεκτικότητα στις δυσμενείς διαταραχές είναι περιορισμένη. Η αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων αποτελεί ευθύνη των εθνικών αρχών. Είναι ύψιστης σημασίας προς το συμφέρον των ίδιων των χωρών, αλλά είναι σημαντική και για την ομαλή λειτουργία της ζώνης του ευρώ γενικότερα και για τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής ειδικότερα. Η συμμόρφωση με τα αριθμητικά κριτήρια σύγκλισης σε μια δεδομένη χρονική στιγμή δεν εγγυάται από μόνη της ομαλές και ευνοϊκές οικονομικές και χρηματοπιστωτικές εξελίξεις στη χώρα ως μέλος της ζώνης του ευρώ στο μέλλον. Οι χώρες που εντάσσονται στη ζώνη του ευρώ θα πρέπει συνεπώς να αποδείξουν τη διατηρησιμότητα της διαδικασίας σύγκλισής τους και την ικανότητά τους να ανταποκρίνονται στις δεσμεύσεις και προκλήσεις που συνεπάγεται η υιοθέτηση του ευρώ, λαμβανομένου υπόψη ότι η νομισματική ένωση δεν είναι δημοσιονομική ένωση και ως εκ τούτου οι μηχανισμοί επιμερισμού κινδύνων εντός της ΟΝΕ είναι πολύ περιορισμένοι.

Σε πολλές από τις εξεταζόμενες χώρες απαιτούνται προσαρμογές πολιτικής μονιμότερου χαρακτήρα προκειμένου να επιτευχθεί διατηρήσιμη σύγκλιση. Προϋποθέσεις για την επίτευξη διατηρήσιμης σύγκλισης είναι μεταξύ άλλων η μακροοικονομική σταθερότητα, ένα υποστηρικτικό επιχειρηματικό περιβάλλον με αποτελεσματικές οικονομικές δομές και θεσμούς και ιδίως η άσκηση συνετής δημοσιονομικής πολιτικής. Ο υψηλός βαθμός ευελιξίας των αγορών προϊόντων και εργασίας είναι απαραίτητος για την αντιμετώπιση των μακροοικονομικών διαταραχών. Απαιτείται επίσης κουλτούρα σταθερότητας, με σταθεροποιημένες προσδοκίες για τον πληθωρισμό που θα συμβάλλουν στη διαμόρφωση περιβάλλοντος σταθερότητας των τιμών. Χρειάζεται να υπάρχουν συνθήκες ανοικτής οικονομίας της αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό, προκειμένου να διασφαλίζεται η αποδοτική χρήση του κεφαλαίου και της εργασίας στην οικονομία και να ενισχύεται η παραγωγικότητα και η μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη. Χρειάζεται υψηλός βαθμός οικονομικής ενσωμάτωσης στη ζώνη του ευρώ για να επιτευχθεί συγχρονισμός του οικονομικού κύκλου μεταξύ των χωρών. Επιπλέον, πρέπει να υπάρχουν κατάλληλες μακροπροληπτικές πολιτικές που θα αποτρέπουν τη συσσώρευση μακροοικονομικών και χρηματοπιστωτικών ανισορροπιών, όπως η υπερβολική άνοδος των τιμών των περιουσιακών στοιχείων και κοινωνικά επώδυνες ακραίες διακυμάνσεις των πιστώσεων (boom-bust credit cycles). Επίσης, πρέπει να προβλέπεται κατάλληλο πλαίσιο για την εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Οι χώρες που υπάγονται σε εμπεριστατωμένη επισκόπηση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο της Διαδικασίας Μακροοικονομικών Ανισορροπιών είναι απαραίτητο να αντιμετωπίσουν τις ανισορροπίες στις οικονομίες τους. Τέλος, ένα ισχυρό θεσμικό περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένης της ικανότητας μιας χώρας να εφαρμόζει πολιτικές οικονομικής προσαρμογής και υγιείς διαρθρωτικές πολιτικές, είναι μείζονος σημασίας παράγοντας που συμβάλλει στην οικονομική ενσωμάτωση και σύγκλιση των χωρών. Το χρηματοδοτικό μέσο Next Generation EU (NGEU) προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία ώστε να επιταχυνθεί η διαδικασία σύγκλισης με τη ζώνη του ευρώ. Κρίσιμος παράγοντας επιτυχίας είναι η ταχεία και αποτελεσματική υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων και μεταρρυθμίσεων.

3.1 Το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών

Κατά το 12μηνο μέχρι τον Μάιο του 2024 πέντε από τις έξι χώρες που εξετάζονται στην παρούσα έκθεση κατέγραψαν μέσο ρυθμό πληθωρισμού αρκετά υψηλότερο από την τιμή αναφοράς 3,3% για το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών. Ο πληθωρισμός αυξήθηκε απότομα το 2021, ωθούμενος κυρίως από επιδράσεις βάσης, έντονες αυξήσεις των τιμών της ενέργειας, προβλήματα στις αλυσίδες εφοδιασμού εξαιτίας της πανδημίας, καθώς και από την απότομη αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης αγαθών. Από τις αρχές του 2022, ο πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας επέτεινε τις πληθωριστικές πιέσεις μέσω υψηλότερων τιμών της ενέργειας και των βασικών εμπορευμάτων και πρόσθετων πιέσεων στις ήδη επιβαρυμένες αλυσίδες εφοδιασμού. Ως εκ τούτου, ο πληθωρισμός αυξήθηκε περαιτέρω σε όλες τις εξεταζόμενες χώρες το 2022, αν και σε διαφορετικό βαθμό, εν μέρει λόγω εγχώριων πολιτικών. Στο διάστημα από την Έκθεση για τη Σύγκλιση του 2022, ο πληθωρισμός ακολούθησε παρόμοια πορεία στις περισσότερες εξεταζόμενες χώρες. Μεταξύ Ιουνίου 2023 και Μαΐου 2024 μετριάστηκε σημαντικά σε όλες τις χώρες, αλλά ήταν υψηλότερος στη Βουλγαρία, την Τσεχία, την Ουγγαρία, την Πολωνία και τη Ρουμανία από ό,τι στη Σουηδία, αντανακλώντας κυρίως τη μεγαλύτερη ευπάθειά τους στις πρόσφατες παγκόσμιες αρνητικές διαταραχές, καθώς και τις συνθήκες στενότητας στην αγορά εργασίας. Έτσι, αυτές οι πέντε χώρες κατέγραψαν ρυθμούς πληθωρισμού αρκετά άνω της τιμής αναφοράς, ενώ ο ρυθμός πληθωρισμού ήταν ελαφρώς άνω της τιμής αναφοράς στη Σουηδία.

Οι πιο μακροχρόνιες εξελίξεις των τιμών αντανακλούσαν το μεταβλητό μακροοικονομικό περιβάλλον, ιδίως τα τελευταία χρόνια. Την τελευταία δεκαετία τόσο το μέσο επίπεδο όσο και η μεταβλητότητα του πληθωρισμού παρουσίασαν σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των εξεταζόμενων χωρών (βλ. Διάγραμμα 3.7). Κατά την περίοδο αυτή όλες οι εξεταζόμενες χώρες κατέγραφαν μέσο ρυθμό πληθωρισμού σταθερά υψηλότερο από ό,τι στη ζώνη του ευρώ. Αρχικά, από το 2014 έως το 2016, ο πληθωρισμός ήταν χαμηλός σε όλες τις χώρες, αντανακλώντας κυρίως την εξέλιξη των διεθνών τιμών των εμπορευμάτων, τις χαμηλές εισαγόμενες πληθωριστικές πιέσεις και, σε ορισμένες χώρες, τη διατήρηση σημαντικού αναξιοποίητου παραγωγικού δυναμικού, τις μειώσεις των διοικητικά καθοριζόμενων τιμών και των έμμεσων φόρων και την ανατίμηση της ονομαστικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας. Σε αυτό το περιβάλλον, οι συνθήκες νομισματικής πολιτικής χαλάρωσαν σημαντικά. Από το 2017 ο πληθωρισμός επιταχύνθηκε λόγω της ενίσχυσης της οικονομικής δραστηριότητας, της εύρωστης εγχώριας ζήτησης, της αυξανόμενης στενότητας στις αγορές εργασίας και των αυξανόμενων τιμών της ενέργειας και των εμπορευμάτων, οδηγώντας σε αυστηροποίηση της κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής σε ορισμένες από τις εξεταζόμενες χώρες. Η εκδήλωση της πανδημίας το 2020 προκάλεσε μεγάλη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας κατά το εν λόγω έτος. Ο πληθωρισμός επιβραδύνθηκε σε ορισμένες χώρες, ενώ σε άλλες παρέμεινε πιο επίμονος, αντανακλώντας τις υψηλότερες τιμές των ειδών διατροφής και των υπηρεσιών, καθώς και τις συνθήκες στενότητας στην αγορά εργασίας. Ο πληθωρισμός αυξήθηκε σημαντικά σε όλες τις εξεταζόμενες χώρες το 2021 και το 2022, ωθούμενος κυρίως από τις απότομες αυξήσεις των τιμών της ενέργειας και από τις αναντιστοιχίες μεταξύ προσφοράς και ζήτησης που προκάλεσε η πανδημία και οι παρεμβάσεις μακροοικονομικής πολιτικής για την αντιμετώπισή της. Από τις αρχές του 2022 ο πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας επέτεινε τις πληθωριστικές πιέσεις. Για να καταπολεμήσουν αυτή την άνοδο του πληθωρισμού, οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες άρχισαν από το 2021 να αυξάνουν δραστικά τα βασικά τους επιτόκια, ενώ οι κυβερνήσεις έλαβαν δημοσιονομικά μέτρα στήριξης των εισοδημάτων έναντι του υψηλού πληθωρισμού στην οικονομία. Στις εξεταζόμενες χώρες, τα μέτρα αυτά ήταν συγκεντρωμένα το 2022 και το 2023 και είχαν κυρίως τη μορφή αυξημένων επιδοτήσεων, κυρίως ενεργειακών προϊόντων και, σε μικρότερο βαθμό, μειώσεων των έμμεσων φόρων. Ο πληθωρισμός, αφού κορυφώθηκε στο τέλος του 2022/στις αρχές του 2023, άρχισε να μειώνεται απότομα, λόγω της προηγούμενης αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής, της μείωσης των παγκόσμιων τιμών της ενέργειας και της άμβλυνσης των προβλημάτων στις εφοδιαστικές αλυσίδες και των πιέσεων σε προηγούμενα στάδια της αλυσίδας διαμόρφωσης των τιμών. Με δεδομένη την εξασθένηση [της δυναμικής] του πληθωρισμού, οι κεντρικές τράπεζες της Τσεχίας, της Ουγγαρίας και της Πολωνίας άρχισαν να χαλαρώνουν την κατεύθυνση της δημοσιονομικής πολιτικής τους, ενώ τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης αποσύρθηκαν σταδιακά σε όλες τις εξεταζόμενες χώρες.

Διάγραμμα 3.7

Μακροχρόνιες εξελίξεις του πληθωρισμού βάσει του ΕνΔΤΚ και προοπτικές αυτού

(ετήσιες ποσοστιαίες μεταβολές)

Πηγές: Eurostat, Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Γενική Διεύθυνση Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων) και ΕΚΤ.
Σημειώσεις: Με συμπαγείς γραμμές παρουσιάζονται οι ετήσιες ποσοστιαίες μεταβολές του μηνιαίου ΕνΔΤΚ. Στη σκιασμένη περιοχή παρουσιάζονται οι εαρινές οικονομικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής 2024 για τον ετήσιο πληθωρισμό βάσει του ΕνΔΤΚ.

Οι περισσότερες εξεταζόμενες χώρες ήταν ιδιαίτερα εκτεθειμένες στις πρόσφατες παγκόσμιες διαταραχές, κυρίως λόγω ορισμένων διαρθρωτικών χαρακτηριστικών των οικονομιών τους. Οι χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης κατέγραψαν σημαντικά υψηλότερους ρυθμούς πληθωρισμού από ό,τι η ζώνη του ευρώ και η Σουηδία, αντανακλώντας την ευπάθειά τους στις επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία και τις σχετικές γεωπολιτικές μεταβολές. Πρώτον, αυτές οι χώρες κατά κανόνα εμφανίζουν υψηλότερη ενεργειακή ένταση της παραγωγής τους από ό,τι η ζώνη του ευρώ, κυρίως επειδή οι ενεργοβόροι τομείς (δηλ. η μεταποίηση και οι μεταφορές) είναι μεγαλύτεροι και οι ενεργειακά αποδοτικές συσκευές και κατασκευές είναι λιγότερες. Δεύτερον, το μερίδιο της ενέργειας και των ειδών διατροφής στο καλάθι του καταναλωτή είναι μεγαλύτερο από ό,τι στη ζώνη του ευρώ, όπως συχνά παρατηρείται σε οικονομίες με χαμηλότερα μέσα εισοδήματα. Τρίτον, οι περισσότερες από αυτές τις οικονομίες είχαν υψηλή εξάρτηση από τη ρωσική ενέργεια πριν από την έναρξη του πολέμου, με αποτέλεσμα να είναι πιο ευάλωτες στις διαταράξεις του ενεργειακού εφοδιασμού. Τέταρτον, οι χώρες αυτές είναι στενά ενσωματωμένες στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας και συνεπώς επηρεάστηκαν περισσότερο από τις δυσλειτουργίες αυτών των αλυσίδων. Αν και οι εξωτερικές διαταραχές συνέβαλαν πολύ στις αρχικές διαφορές πληθωρισμού, σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν επίσης και οι εγχώριοι παράγοντες. Ειδικότερα, στις περισσότερες εξεταζόμενες χώρες εξακολουθούν να επικρατούν συνθήκες στενότητας στην αγορά εργασίας, με ιστορικώς χαμηλά ποσοστά ανεργίας και επίμονες ελλείψεις εργατικού δυναμικού που οδηγούν σε ισχυρή αύξηση των μισθών (βλ. Διάγραμμα 3.8, γράφημα α) (βλ. επίσης την Ενότητα 3.5).

Διάγραμμα 3.8

Σωρευτική αύξηση του ΕνΔΤΚ, του ονομαστικού κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (ΚΕαΜΠ) και των εναρμονισμένων δεικτών ανταγωνιστικότητας (ΕνΔΑ) μεταξύ 2014 και 2023

α) ΕνΔΤΚ και ονομαστικό ΚΕαΜΠ

β) ΕνΔΑ βάσει ΚΕαΜΠ και αποπληθωριστής του ΑΕΠ

(ποσοστιαίες μονάδες, άξονας x: σωρευτικός ΕνΔΤΚ, άξονας y: σωρευτική αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος)

(ποσοστιαίες μονάδες, άξονας x: σωρευτική αύξηση ΕνΔΑ βάσει του αποπληθωριστή του ΑΕΠ, άξονας y: σωρευτική αύξηση ΕνΔΑ βάσει του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος)

Πηγές: Eurostat και ΕΚΤ.
Σημειώσεις: Το γράφημα (α) δείχνει τη σωρευτική αύξηση του ΚΕαΜΠ στον άξονα y και τη σωρευτική αύξηση του ΕνΔΤΚ στον άξονα x. Το γράφημα (β) δείχνει τη σωρευτική αύξηση των ΕνΔΑ βάσει του αποπληθωριστή του ΑΕΠ στον άξονα x και τη σωρευτική αύξηση των ΕνΔΑ βάσει του συνολικού ΚΕαΜΠ στον άξονα y. Οι συμπαγείς γραμμές σε κάθε γράφημα αντιπροσωπεύουν τη διχοτόμο. Η αύξηση του ΕνΔΤΚ υπολογίζεται από μηνιαία στοιχεία που ανάγονται σε μέσα ετήσια στοιχεία. Οι ΕνΔΑ βάσει του αποπληθωριστή του ΑΕΠ για επιμέρους χώρες υπολογίζονται σε σχέση με τις 20 χώρες της ζώνης του ευρώ και την ομάδα εμπορικών εταίρων ΣΣΙ-41. Οι ΕνΔΑ βάσει του συνολικού ΚΕαΜΠ για επιμέρους χώρες υπολογίζονται σε σχέση με τις 20 χώρες της ζώνης του ευρώ και την ομάδα εμπορικών εταίρων ΣΣΙ-18. Για τη ζώνη του ευρώ, οι ΕνΔΑ βάσει του αποπληθωριστή του ΑΕΠ και του συνολικού ΚΕαΜΠ υπολογίζονται σε σχέση την ομάδα εμπορικών εταίρων ΣΣΙ-41 και ΣΣΕ-18 αντίστοιχα. Οι κόκκινες κουκκίδες δείχνουν τις εξεταζόμενες χώρες (δηλώνονται με τα αρχικά τους). Οι πράσινες κουκκίδες δείχνουν τις χώρες που εντάχθηκαν στη ζώνη του ευρώ μετά το 2003 (δεν κατονομάζονται). Οι γαλάζιες κουκκίδες δείχνουν τις χώρες που είχαν ενταχθεί στη ζώνη του ευρώ πριν από το 2003 (δεν κατονομάζονται). Η γκρίζα κουκκίδα δείχνει τη Δανία και η μπλε κουκκίδα το σύνολο της ζώνης του ευρώ.

Ενώ οι πληθωριστικές πιέσεις αναμένεται να υποχωρήσουν περαιτέρω στη διάρκεια του ορίζοντα πρόβλεψης, υπάρχει προβληματισμός σχετικά με την διατηρησιμότητα της σύγκλισης του πληθωρισμού στις περισσότερες από τις εξεταζόμενες χώρες σε πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Σύμφωνα με τις εαρινές οικονομικές προβλέψεις 2024 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο πληθωρισμός αναμένεται να μειωθεί το 2024 σε σχέση με τα επίπεδα του 2023 σε όλες τις εξεταζόμενες χώρες, λόγω της συνεχιζόμενης άμβλυνσης των προβλημάτων στις αλυσίδες εφοδιασμού και των πιέσεων σε προηγούμενα στάδια της αλυσίδας διαμόρφωσης των τιμών, καθώς και λόγω της προηγούμενης αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής. Ωστόσο, ο πληθωρισμός αναμένεται να παραμείνει υψηλός στην Ουγγαρία, την Πολωνία και τη Ρουμανία το 2024 και το 2025, λόγω της ανάκαμψης της εγχώριας ζήτησης και του υψηλού ρυθμού ανόδου του κόστους εργασίας, ενώ στη Σουηδία προβλέπεται να συγκλίνει προς τον στόχο ήδη το 2024. Οι προβλέψεις αυτές υπόκειται σε σημαντική αβεβαιότητα με δεδομένες τις τρέχουσες συνθήκες. Οι κίνδυνοι που περιβάλλουν τις προοπτικές του πληθωρισμού είναι ως επί το πλείστον ανοδικοί σε σχεδόν όλες τις εξεταζόμενες χώρες, καθώς τυχόν νέα προβλήματα στις αλυσίδες εφοδιασμού και εντάσεις στις αγορές ενέργειας ενδέχεται να οδηγήσουν σε υψηλότερο από τον αναμενόμενο πληθωρισμό ο οποίος, δεδομένης της στενότητας στις αγορές εργασίας, μπορεί να ασκήσει περαιτέρω ανοδικές πιέσεις στους μισθούς. Πιο μακροπρόθεσμα, καθώς σε όλες τις εξεταζόμενες χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης τα επίπεδα του κατά κεφαλήν ΑΕΠ και των τιμών εξακολουθούν να είναι χαμηλότερα από ό,τι στη ζώνη του ευρώ, η διαδικασία πραγματικής σύγκλισης είναι πιθανόν να οδηγήσει σε θετικές διαφορές πληθωρισμού έναντι της ζώνης του ευρώ, εκτός αν αυτές αντισταθμιστούν από ανατίμηση της ονομαστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας.

Ένα περιβάλλον που θα συντελεί στη διατηρήσιμη σταθερότητα των τιμών στις χώρες που καλύπτει η παρούσα έκθεση απαιτεί την άσκηση οικονομικής πολιτικής προσανατολισμένης στη σταθερότητα, διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και λήψη μέτρων για τη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Η επίτευξη ή η διατήρηση ενός περιβάλλοντος που θα στηρίζει τη σταθερότητα των τιμών συναρτάται κρίσιμα με τη λειτουργία των αγορών εργασίας. Όσον αφορά το μέλλον, σημαντικός παράγοντας θα είναι πώς θα αντιδράσουν οι μισθοί στον υψηλό καταγεγραμμένο πληθωρισμό και κατά πόσον θα αντανακλούν την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και θα λαμβάνουν υπόψη τις συνθήκες στην αγορά εργασίας και τις εξελίξεις στις ανταγωνίστριες χώρες ως προς την ανταγωνιστικότητα τιμών και κόστους (βλ. Διάγραμμα 3.8). Απαιτείται συνέχιση των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών για την περαιτέρω βελτίωση της λειτουργίας των αγορών εργασίας και προϊόντων και τη διατήρηση ευνοϊκών συνθηκών για την οικονομική ανάπτυξη και την άνοδο της απασχόλησης. Προς το σκοπό αυτό, είναι αναγκαίο να ληφθούν μέτρα για την ενίσχυση της διακυβέρνησης, καθώς και να βελτιωθεί περαιτέρω η ποιότητα των θεσμών. Δεδομένου ότι τα περιθώρια ελιγμών της νομισματικής πολιτικής είναι περιορισμένα, ιδίως για τη Βουλγαρία η οποία συμμετέχει στον ΜΣΙ ΙΙ, θα πρέπει οπωσδήποτε άλλοι τομείς πολιτικής να στηρίζουν την ικανότητα αυτών των οικονομιών να διατηρούν τη σταθερότητα των τιμών, να αντεπεξέρχονται σε διαταραχές που αφορούν τη συγκεκριμένη χώρα και να αποτρέπουν τη συσσώρευση μακροοικονομικών ανισορροπιών.

3.2 Το κριτήριο της δημοσιονομικής κατάστασης

Κατά την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας έκθεσης, η Ρουμανία εξακολουθεί να υπόκειται σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, ενώ άλλες τρεις χώρες υπερέβησαν την τιμή αναφοράς για το έλλειμμα το 2023. Το έλλειμμα στη Ρουμανία υπερέβη την τιμή αναφοράς 3% του ΑΕΠ το 2019 και ενεργοποιήθηκε η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος τον Απρίλιο του 2020. Η προθεσμία διόρθωσης του υπερβολικού ελλείμματος ορίστηκε αργότερα για το 2024. Οι λόγοι δημοσιονομικού ελλείμματος προς το ΑΕΠ τεσσάρων εξεταζόμενων χωρών υπερέβησαν την τιμή αναφοράς το 2023. Τα ελλείμματα ήταν άνω της τιμής αναφοράς στην Τσεχία (3,7% του ΑΕΠ), αρκετά άνω της τιμής αναφοράς στην Πολωνία (5,1% του ΑΕΠ) και σημαντικά άνω της τιμής αναφοράς στη Ρουμανία και την Ουγγαρία (6,6% και 6,7% του ΑΕΠ αντίστοιχα). Στη Βουλγαρία και τη Σουηδία το έλλειμμα παρέμεινε αρκετά κάτω από την τιμή αναφοράς (1,9% και 0,6% του ΑΕΠ αντίστοιχα).

Το δημοσιονομικό έλλειμμα το 2023 ήταν κάτω από το επίπεδο του 2021 σε τέσσερες από τις χώρες που καλύπτει η παρούσα έκθεση λόγω της ανάκαμψης της οικονομίας μετά την πανδημία και της σταδιακής απόσυρσης των μέτρων δημοσιονομικής πολιτικής που υιοθετήθηκαν για να αντιμετωπιστεί. Αφού αυξήθηκε άνω της τιμής αναφοράς 3% σε όλες τις εξεταζόμενες χώρες πλην της Σουηδίας το 2020, καθώς η πανδημία οδήγησε σε σημαντική επιδείνωση της οικονομικής δραστηριότητας και υιοθετήθηκαν μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής για να μετριαστούν οι επιπτώσεις της, το έλλειμμα παρέμεινε άνω της τιμής αναφοράς σε τέσσερις χώρες το 2021. Το 2022 τα δημοσιονομικά αποτελέσματα βελτιώθηκαν στις περισσότερες χώρες, με τη συνέχιση της ανάκαμψης των οικονομιών τους και τη μερική άρση των μέτρων δημοσιονομικής στήριξης. Ωστόσο, αυτό αντισταθμίστηκε εν μέρει το 2023 από τις οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης των εισοδημάτων έναντι των επακόλουθων υψηλών τιμών της ενέργειας και την εξασθένηση της οικονομικής δραστηριότητας, οδηγώντας σε επιδείνωση του δημοσιονομικού αποτελέσματος το 2023 σε σχέση με το 2022 σε πέντε από τις χώρες, ιδίως στην Πολωνία, όπου το δημοσιονομικό έλλειμμα το 2023 ήταν 3,3 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από ό,τι το 2021.

Για το 2024 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ότι ο λόγος του ελλείμματος προς το ΑΕΠ θα παραμείνει άνω της τιμής αναφοράς 3% στην Ουγγαρία, την Πολωνία και τη Ρουμανία. Το 2024 το δημοσιονομικό αποτέλεσμα προβλέπεται να επιδεινωθεί σε τέσσερις από τις εξεταζόμενες χώρες και να παραμείνει αρκετά άνω της τιμής αναφοράς στην Ουγγαρία και την Πολωνία και σημαντικά άνω αυτής στη Ρουμανία. Παράλληλα, αναμένεται να επανέλθει σε επίπεδο κάτω της τιμής αναφοράς 3% στην Τσεχία.

Το 2023 ο λόγος του χρέους ήταν άνω του 60% του ΑΕΠ στην Ουγγαρία, ενώ στις υπόλοιπες εξεταζόμενες χώρες τα επίπεδα χρέους ήταν χαμηλότερα ή αρκετά χαμηλότερα από αυτό το όριο (βλ. Πίνακα 3.1 και Διάγραμμα 3.4). Ο λόγος χρέους/ΑΕΠ ήταν χαμηλότερος από το επίπεδο του 2021 σε τέσσερις από τις εξεταζόμενες χώρες το 2023, κυρίως εξαιτίας της ανάκαμψης μετά την πανδημία. Ενώ ο λόγος του χρέους αυξήθηκε σημαντικά (κατά 2,0 ποσ. μον. του ΑΕΠ) στην Τσεχία, και ελαφρά (κατά 0,3 της ποσ. μον. του ΑΕΠ) στη Ρουμανία, μειώθηκε κατά 5,5 ποσ. μον. του ΑΕΠ στη Σουηδία, 4,0 ποσ. μον. στην Πολωνία, 3,2 ποσ. μον. στην Ουγγαρία και 0,8 ποσ. μον. στη Βουλγαρία. Από μια πιο μακροχρόνια σκοπιά, μεταξύ 2014 και 2023 ο λόγος του χρέους της γενικής κυβέρνησης προς το ΑΕΠ αυξήθηκε έντονα στη Ρουμανία (κατά 9,7 ποσ. μον.) και αισθητά στην Τσεχία (κατά 2,1 ποσ. μον.), ενώ στις υπόλοιπες χώρες μειώθηκε.

Για το 2024 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει αύξηση του λόγου χρέους/ΑΕΠ σε όλες τις εξεταζόμενες χώρες. Ο λόγος χρέους αναμένεται να αυξηθεί αισθητά στην Πολωνία και τη Ρουμανία και μέτρια στις άλλες τέσσερις χώρες. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Επιτροπής, ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ θα παραμείνει το 2024 κάτω ή αρκετά κάτω από την τιμή αναφοράς 60% σε όλες τις χώρες πλην της Ουγγαρίας.

Τον Ιούνιο του 2024 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκρινε ότι η Ρουμανία δεν είχε λάβει αποτελεσματικά μέτρα αντιμετώπισης του υπερβολικού ελλείμματός της και ότι η Ουγγαρία και η Πολωνία δεν πληρούν το κριτήριο του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης για το έλλειμμα. Στις 29 Ιουνίου 2024 η Επιτροπή δημοσίευσε έκθεση κατά το άρθρο 126(3) της Συνθήκης βάσει στοιχείων που επικύρωσε η Eurostat στις 22 Απριλίου 2024 για 12 κράτη-μέλη, συμπεριλαμβανομένης της Τσεχίας, της Ουγγαρίας και της Πολωνίας.[149] Διαπίστωσε ότι το 2023 το δημοσιονομικό έλλειμμα ήταν άνω και όχι πλησίον της τιμής αναφοράς 3% του ΑΕΠ στην Τσεχία, την Ουγγαρία και την Πολωνία. Διαπίστωσε επίσης ότι η Ουγγαρία και η Πολωνία προέβλεπαν έλλειμμα άνω και όχι πλησίον της τιμής αναφοράς το 2024. Η υπέρβαση της τιμής αναφοράς δεν θεωρήθηκε έκτακτη (όπως ορίζεται στη Συνθήκη) και στις τρεις χώρες. Δεν αναμενόταν να είναι προσωρινή στην Ουγγαρία ή την Πολωνία, ενώ αναμενόταν να είναι πρόσκαιρη στην Τσεχία, καθώς το έλλειμμά της δεν προβλεπόταν να υπερβεί την τιμή αναφοράς το 2024 και το 2025. Συνολικά, από την ανάλυση προέκυψε ότι η Ουγγαρία και η Πολωνία δεν πληρούσαν το κριτήριο του ελλείμματος, ενώ η Τσεχία το πληρούσε. Βάσει της έκθεσης, η Επιτροπή ανακοίνωσε την πρόθεσή της να εισηγηθεί τον Ιούλιο του 2024 στο Συμβούλιο της ΕΕ να εκδώσει απόφαση βάσει του άρθρου 126(6) της Συνθήκης, με την οποία θα διαπιστώνει την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στην Ουγγαρία και την Πολωνία. Αναμένεται ότι η Επιτροπή θα εισηγηθεί στο Συμβούλιο το φθινόπωρο του 2024 να εκδώσει απόφαση που τερματίζει την κατάσταση υπερβολικού ελλείμματος. Η Επιτροπή έκρινε επίσης ότι η Ρουμανία δεν επέτυχε τον στόχο για το έλλειμμα στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος το 2023 και ότι η δημοσιονομική προσπάθεια υπολειπόταν σημαντικά των προτάσεων του Συμβουλίου. Στη βάση αυτή, η Επιτροπή εξέδωσε πρόταση για απόφαση του Συμβουλίου, με την οποία θα διαπιστώνεται ότι η Ρουμανία δεν έλαβε αποτελεσματικά μέτρα ανταποκρινόμενη στη σύσταση βάσει του άρθρου 126(7) ώστε να τερματίσει την κατάσταση υπερβολικού ελλείμματος το αργότερο έως το 2024.

Όσον αφορά το μέλλον, είναι απαραίτητο οι υπό εξέταση χώρες να επιτύχουν ή/και να διατηρήσουν υγιείς και διατηρήσιμες δημοσιονομικές θέσεις. Η Ρουμανία, η οποία έχει υπαχθεί σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος και, σύμφωνα με τη Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Debt Sustainability Monitor 2023), αντιμετωπίζει υψηλό κίνδυνο βιωσιμότητας του χρέους της μεσοπρόθεσμα, πρέπει να διασφαλίσει τη συμμόρφωση προς τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και να διορθώσει το υπερβολικό της έλλειμμα σύμφωνα με τη σύσταση του Συμβουλίου της ΕΕ.[150] Σε όλες τις εξεταζόμενες χώρες πλην της Σουηδίας, τα ελλείμματα το 2023 υπερέβαιναν σαφώς τα προπανδημικά επίπεδα. Οι χώρες αυτές πρέπει να επαναφέρουν τα δημοσιονομικά τους αποτελέσματα κάτω από την τιμή αναφοράς 3% το ταχύτερο δυνατόν, ή να τα διατηρήσουν κάτω από το επίπεδο αυτό, και να δημιουργήσουν τα αναγκαία αποθέματα ασφαλείας που θα επιτρέψουν τη λειτουργία των αυτόματων σταθεροποιητών και θα αυξήσουν την ανθεκτικότητα στις δυσμενείς διαταραχές. Επιπλέον, η Ουγγαρία, ο λόγος χρέους/ΑΕΠ της οποίας υπερβαίνει την τιμή αναφοράς, πρέπει να διασφαλίσει ότι ο λόγος αυτός μειώνεται επαρκώς ώστε να δημιουργηθούν τα δημοσιονομικά αποθέματα ασφαλείας προς χρήση σε περίπτωση οικονομικής επιβράδυνσης. Σε όλες τις χώρες πρέπει να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με το αναθεωρημένο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, το οποίο θα περιλαμβάνει συστάσεις για την περίοδο μετά το 2025. Γενικότερα, η περαιτέρω προσαρμογή θα διευκόλυνε την αντιμετώπιση των δημοσιονομικών προκλήσεων που συνδέονται με τις δυσμενείς δημογραφικές εξελίξεις. Ένα ισχυρό εθνικό δημοσιονομικό πλαίσιο, το οποίο ευθυγραμμίζεται πλήρως με τους κανόνες της ΕΕ και εφαρμόζεται αποτελεσματικά, θα διευκόλυνε τη δημοσιονομική προσαρμογή και θα περιόριζε τις υπερβάσεις των δημόσιων δαπανών, ενώ παράλληλα θα βοηθούσε να αποτραπεί η επανεμφάνιση μακροοικονομικών ανισορροπιών. Συνολικά, η στρατηγική δημοσιονομικής πολιτικής κάθε χώρας θα πρέπει να είναι συμβατή με τον επαναπροσδιορισμό προτεραιοτήτων για τις δημόσιες επενδύσεις και με ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης και της απασχόλησης. Το πρόγραμμα NGEU πρέπει να εφαρμοστεί αποδοτικά και αποτελεσματικά προκειμένου να υποστηριχθεί η οικονομική ανάπτυξη και να προσαρμοστούν οι οικονομίες στις συντελούμενες διαρθρωτικές αλλαγές.

3.3 Το κριτήριο της συναλλαγματικής ισοτιμίας

Κατά τον χρόνο δημοσίευσης της παρούσας έκθεσης, στον ΜΣΙ συμμετείχε μόνο το λεβ Βουλγαρίας. Τα νομίσματα των άλλων υπό εξέταση κρατών-μελών λειτουργούν υπό διάφορα συναλλαγματικά καθεστώτα.

Στις 10 Ιουλίου 2020 οι χώρες που συμμετέχουν στον ΜΣΙ ΙΙ αποφάσισαν, με αμοιβαία συμφωνία, να συμπεριλάβουν στον ΜΣΙ ΙΙ το λεβ Βουλγαρίας, το οποίο συνεπώς συμμετείχε στον ΜΣΙ ΙΙ κατά το μεγαλύτερο μέρος της διετίας αναφοράς (20 Ιουνίου 2022-19 Ιουνίου 2024). Το λεβ Βουλγαρίας εντάχθηκε στον ΜΣΙ ΙΙ με κεντρική ισοτιμία 1,95583 λεβ ανά ευρώ με τα κανονικά περιθώρια διακύμανσης ±15%. Η Βουλγαρία εντάχθηκε στον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών διατηρώντας το υπάρχον καθεστώς επιτροπής συναλλάγματος ως μονομερή δέσμευση, χωρίς να δημιουργούνται πρόσθετες υποχρεώσεις για την ΕΚΤ. Η συμφωνία συμμετοχής στον ΜΣΙ ΙΙ βασίστηκε σε μια σειρά δεσμεύσεων πολιτικής εκ μέρους των αρχών της Βουλγαρίας (ορισμένες από τις οποίες είχαν ήδη εκπληρωθεί κατά την ένταξη του λεβ στον ΜΣΙ ΙΙ) και με σκοπό να επιτευχθεί υψηλότερος βαθμός διατηρήσιμης οικονομικής σύγκλισης έως την υιοθέτηση του ευρώ. Η ΕΚΤ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρακολουθούν την αποτελεσματική υλοποίηση αυτών των δεσμεύσεων, ενεργώντας η καθεμία στο πεδίο αρμοδιότητάς της όπως προβλέπεται από τις Συνθήκες και από παράγωγο δίκαιο της ΕΕ. Ως εποπτική αρχή και ως συναρμόδια για τη μακροπροληπτική πολιτική, η ΕΚΤ παρακολουθεί στενά την υλοποίηση των δεσμεύσεων που αφορούν τον χρηματοπιστωτικό τομέα, δηλ. το πλαίσιο αφερεγγυότητας και το πλαίσιο καταπολέμησης των εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, λόγω των δυνητικών μακροπροληπτικών επιπτώσεών τους. Επί του παρόντος, η Βουλγαρία εργάζεται για την ολοκλήρωση των μετενταξιακών αυτών δεσμεύσεων και ενθαρρύνεται να επιταχύνει τις προσπάθειές της για την εκπλήρωση των στοιχείων του σχεδίου δράσης που εγκρίθηκε από την Ομάδα Χρηματοπιστωτικής Δράσης (FATF) μετά τον Οκτώβριο του 2023, όταν η χώρα συμπεριλήφθηκε στον “γκρίζο κατάλογο” δικαιοδοσιών υπό αυξημένη παρακολούθηση της FATF. Κατά την περίοδο αυτή, το λεβ δεν παρουσίασε απόκλιση από την κεντρική ισοτιμία.

Τα νομίσματα που δεν συμμετέχουν στον ΜΣΙ ΙΙ λειτούργησαν [αλλιώς παραπάνω] υπό καθεστώς ευέλικτης ή ελεγχόμενης διακύμανσης της συναλλαγματικής ισοτιμίας, παρουσιάζοντας σχετικά υψηλή μεταβλητότητα στις περισσότερες χώρες. Το λέι Ρουμανίας, το οποίο λειτούργησε υπό καθεστώς ελεγχόμενης διακύμανσης της συναλλαγματικής ισοτιμίας, επέδειξε χαμηλό βαθμό μεταβλητότητας, ενώ τα άλλα εκτός ΜΣΙ ΙΙ νομίσματα λειτούργησαν υπό καθεστώς ευέλικτης συναλλαγματικής ισοτιμίας με σχετικά υψηλό βαθμό μεταβλητότητας. Η κορώνα Τσεχίας, το λέι Ρουμανίας και η κορώνα Σουηδίας ήταν υποτιμημένα έναντι του ευρώ τον Ιούνιο του 2024 σε σύγκριση με τον Ιούνιο του 2022. Παράλληλα, το φιορίνι Ουγγαρίας παρέμεινε σχεδόν στο ίδιο επίπεδο και το ζλότυ Πολωνίας ήταν ανατιμημένο.

3.4 Το κριτήριο των μακροπρόθεσμων επιτοκίων

Κατά την περίοδο αναφοράς, τρεις από τις έξι εξεταζόμενες χώρες είχαν μέσο μακροπρόθεσμο επιτόκιο υψηλότερο από την τιμή αναφοράς 4,8%. Οι χώρες με τα χαμηλότερα μέσα μακροπρόθεσμα επιτόκια ήταν η Σουηδία και η Βουλγαρία, με 2,5% και 4,0% αντίστοιχα. Η Τσεχία κατέγραψε μέσο επιτόκιο 4,2%, κάτω από την τιμή αναφοράς, ενώ η Πολωνία και η Ουγγαρία κατέγραψαν 5,6% και 6,4% αντίστοιχα, άνω της τιμής αναφοράς. Η Ουγγαρία κατέγραψε το υψηλότερο μέσο μακροπρόθεσμο επιτόκιο, 6,8%. Το 2022 οι μέσοι όροι δωδεκαμήνου για τα μακροπρόθεσμα επιτόκια συνέχισαν να αυξάνονται λόγω των αυξανόμενων πληθωριστικών πιέσεων μετά την αρχική διαταραχή που συνδεόταν με τις επιπτώσεις της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία. Από την αρχή του 2023, τα μακροπρόθεσμα επιτόκια σε όλες τις χώρες φαίνεται να σταθεροποιήθηκαν, ή και να μειώθηκαν κάπως, αν και παραμένουν ακόμη σε υψηλά επίπεδα σε σχεδόν όλες τις χώρες.

Σε σχέση με την Έκθεση για τη Σύγκλιση του 2022, οι διαφορές των μακροπρόθεσμων επιτοκίων έναντι του μέσου όρου της ζώνης του ευρώ μειώθηκαν σε όλες τις υπό εξέταση χώρες πλην της Βουλγαρίας. Ωστόσο, οι διαφορές των μακροπρόθεσμων επιτοκίων εξακολουθούν να ποικίλλουν σημαντικά μεταξύ των υπό εξέταση χωρών, αντανακλώντας διαφορές τόσο στις κυκλικές θέσεις των οικονομιών όσο και στις αξιολογήσεις των χρηματοπιστωτικών αγορών για τις εξωτερικές και εσωτερικές ευπάθειές τους, συμπεριλαμβανομένων των εξελίξεων στις δημοσιονομικές επιδόσεις και τις προοπτικές διατηρήσιμης σύγκλισης. Τον Μάιο του 2024 το μακροπρόθεσμο επιτόκιο της Βουλγαρίας ήταν κατά 60 μονάδες βάσης υψηλότερο από το επίπεδο της ζώνης του ευρώ, αυξημένο κατά 0,9 ποσ. μον. σε σύγκριση με το επίπεδό του στην αρχή της υπό εξέταση περιόδου τον Μάιο του 2022. Οι εξελίξεις αυτές πιθανόν συνδέονται με τον κίνδυνο χώρας που απορρέει από την πολιτική αστάθεια, καθώς το τραπεζικό σύστημα της Βουλγαρίας ανήκει ως επί το πλείστον σε τράπεζες με έδρα στη ζώνη του ευρώ και η κεντρική τράπεζα εφαρμόζει καθεστώς επιτροπής συναλλάγματος το οποίο εισάγει de facto τις νομισματικές συνθήκες της ζώνης του ευρώ. Η Ουγγαρία, η Πολωνία, η Τσεχία και η Ρουμανία κατέγραψαν τις μεγαλύτερες μειώσεις της διαφοράς επιτοκίων κατά την εξεταζόμενη περίοδο, που κυμαίνονται μεταξύ 1,8 και 2,9 ποσ. μον. Η Σουηδία κατέγραψε τη μικρότερη μείωση της διαφοράς επιτοκίου (κατά 0,8 ποσ. μον.).

3.5 Άλλοι σχετικοί παράγοντες

Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, έχουν αυξηθεί σημαντικά οι ανησυχίες σχετικά με τις πιέσεις επί της ανταγωνιστικότητας κόστους. Στην Έκθεση του Μηχανισμού Επαγρύπνησης 2024 (Alert Mechanism Report 2024), η Επιτροπή αναφέρεται συγκεκριμένα στη σημαντική αύξηση του ονομαστικού κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στις υπό εξέταση χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης εν μέσω μεγάλων συσσωρευμένων διαφορών πληθωρισμού και στενότητας στις αγορές εργασίας. Κατέληξε δε στο συμπέρασμα ότι απαιτούνται εμπεριστατωμένες επισκοπήσεις για την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Σουηδία. Όσον αφορά την Ουγγαρία, η Επιτροπή έκρινε ότι εξακολουθούν να υπάρχουν ανησυχίες που αφορούν τις ισχυρές πιέσεις στις τιμές και το κόστος, τις χρηματοδοτικές ανάγκες της γενικής κυβέρνησης και τις ανάγκες εξωτερικής χρηματοδότησης, και τις τιμές των κατοικιών. Για τη Ρουμανία, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι παραμένουν σημαντικές ανησυχίες σχετικά με την ανταγωνιστικότητα κόστους, τη διατηρησιμότητα της εξωτερικής θέσης και το δημοσιονομικό έλλειμμα. Στην περίπτωση της Σουηδίας, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι παραμένουν οι ανησυχίες σχετικά με τις τιμές των κατοικιών και το υψηλό χρέος των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Αν και, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι υπόλοιπες υπό εξέταση χώρες δεν εμφανίζουν ανισορροπίες, και αυτές οι χώρες αντιμετωπίζουν διάφορες προκλήσεις. Στο Ευρωπαϊκό Εξάμηνο 2024 – Εαρινή δέσμη μέτρων (2024 European Semester Spring Package), η Επιτροπή επιβεβαίωσε ότι η Ουγγαρία και η Σουηδία εξακολουθούν να παρουσιάζουν ανισορροπίες, ενώ στη Ρουμανία διαπιστώθηκαν υπερβολικές ανισορροπίες μετά την παρουσία ανισορροπιών έως το 2023, καθώς παραμένουν ευπάθειες στο εξωτερικό ισοζύγιο, συνδεόμενες κυρίως με τα μεγάλα και διευρυνόμενα δημοσιονομικά ελλείμματα, ενώ οι σημαντικές πιέσεις στις τιμές και το κόστος έχουν αυξηθεί και οι δράσεις πολιτικής δεν ήταν αρκετά δυναμικές.

Η εξωτερική θέση των περισσότερων υπό εξέταση χωρών επιδεινώθηκε τα τελευταία χρόνια. Ο πίνακας αποτελεσμάτων της Διαδικασίας Μακροοικονομικών Ανισορροπιών (MIP Scoreboard) δείχνει κατά μέσο όρο τριετίας ότι το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών έγινε εντονότερα ελλειμματικό στις περισσότερες εξεταζόμενες χώρες το 2023 (βλ. Πίνακα 3.2). Τα διευρυμένα ελλείμματα αντανακλούσαν την άνοδο των τιμών των βασικών εμπορευμάτων, που οδήγησε σε επιδείνωση των όρων εμπορίου, σε συνδυασμό με την ανθεκτική εγχώρια ζήτηση και την ασθενή ζήτηση εισαγωγών εκ μέρους σημαντικών εμπορικών εταίρων. Το 2023 το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών κατά μέσο όρο τριετίας ήταν στη Ρουμανία μεγαλύτερο από -4,0% του ΑΕΠ, που είναι το κάτω όριο του ενδεικτικού εύρους, ενώ στην Ουγγαρία ήταν -4,0%. Στη Σουηδία υπερέβη το 6,0%, που είναι το άνω όριο του ενδεικτικού εύρους.

Στις περισσότερες επισκοπούμενες χώρες, η αρνητική διεθνής επενδυτική θέση ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκε, αλλά παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Οι καθαρές υποχρεώσεις των χωρών της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης έναντι του εξωτερικού προέρχονται κυρίως από ξένες άμεσες επενδύσεις, οι οποίες θεωρούνται πιο σταθερή μορφή χρηματοδότησης. Το 2023 η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση υπερέβη το ενδεικτικό όριο -35% του ΑΕΠ στην Ουγγαρία και τη Ρουμανία. Τα χαμηλότερα επίπεδα καθαρών υποχρεώσεων έναντι του εξωτερικού κατέγραψαν η Πολωνία (31,5% του ΑΕΠ), η Τσεχία (13,2% του ΑΕΠ) και η Βουλγαρία (7,6%), ενώ η Σουηδία κατέγραψε θετική καθαρή διεθνή επενδυτική θέση (33,2% του ΑΕΠ).

Όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα τιμών και κόστους, μεταξύ 2021 και 2023 οι πραγματικές σταθμισμένες συναλλαγματικές ισοτιμίες με βάση τον ΕνΔΤΚ ανατιμήθηκαν, σε διαφορετικό βαθμό ανά χώρα, σε πολλές από τις υπό εξέταση χώρες, με μοναδική εξαίρεση τη Σουηδία. Ο ρυθμός αύξησης τριών ετών του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος διαμορφώθηκε σε πολύ υψηλά επίπεδα σε όλες σχεδόν τις εξεταζόμενες χώρες και υπερέβη το ενδεικτικό όριο 12% σε όλες τις χώρες πλην της Σουηδίας. Στη Βουλγαρία, την Ουγγαρία και τη Ρουμανία, η αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα εργασίας ήταν διπλάσια από το όριο. Παρά την επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας τιμών και κόστους, τα μερίδια εξαγωγικής αγοράς βελτιώθηκαν κάπως σε όλες τις χώρες το 2023 και σε πολυετή ορίζοντα (λόγω π.χ. της επέκτασης της παραγωγικής και εξαγωγικής ικανότητας).

Οι οικονομίες των επισκοπούμενων χωρών παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ενσωματωμένες με τη ζώνη του ευρώ μέσω στενών εμπορικών και χρηματοπιστωτικών διασυνδέσεων. Η ζώνη του ευρώ είναι ο κύριος εμπορικός και χρηματοπιστωτικός εταίρος όλων των υπό εξέταση χωρών (βλ. Διάγραμμα 3.9). Το 2023 οι εξαγωγές αγαθών προς τη ζώνη του ευρώ ως ποσοστό των συνολικών εξαγωγών της κάθε χώρας κυμάνθηκαν μεταξύ 40,7% στη Σουηδία και 62,4% στην Τσεχία. Το ίδιο έτος, οι εισαγωγές από τη ζώνη του ευρώ ως ποσοστό των συνολικών εισαγωγών κάθε χώρας κυμάνθηκαν μεταξύ 41,8% στη Βουλγαρία και 55,8% στην Πολωνία. Όσον αφορά τις χρηματοοικονομικές επενδύσεις, το μερίδιο της ζώνης του ευρώ στο υπόλοιπο των εισερχόμενων άμεσων επενδύσεων υπερέβη το 70% στην Τσεχία, τη Ρουμανία και την Πολωνία, ενώ το μερίδιο της ζώνης του ευρώ στις επενδύσεων χαρτοφυλακίου ήταν άνω του ορίου αυτού στη Βουλγαρία. Τόσο για τις άμεσες επενδύσεις όσο και για τις επενδύσεις χαρτοφυλακίου, το μερίδιο της ζώνης του ευρώ στο υπόλοιπο των απαιτήσεων έναντι του εξωτερικού ήταν το υψηλότερο στη Ρουμανία και ακολουθεί η Τσεχία. Επιπλέον, οι τράπεζες που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα με έδρα στη ζώνη του ευρώ διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στα τραπεζικά συστήματα των υπό εξέταση χωρών της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, ιδίως στη Βουλγαρία, την Τσεχία και τη Ρουμανία. Συνολικά, οι οικονομικοί κύκλοι όλων των υπό εξέταση χωρών συνεχίζουν να παρουσιάζουν υψηλό βαθμό συγχρονισμού με τη ζώνη του ευρώ.

Διάγραμμα 3.9

Εμπορικές και χρηματοπιστωτικές διασυνδέσεις με τη ζώνη του ευρώ

α) Μερίδιο εμπορικών συναλλαγών αγαθών με τη ζώνη του ευρώ

β) Επενδυτική θέση έναντι της ζώνης του ευρώ

(ως ποσοστό του συνόλου)

(ως ποσοστό του συνόλου)

Πηγές: Eurostat και ΕΚΤ.
Σημείωση: Τα στοιχεία αφορούν το 2023.

Από το 2022 η αύξηση των τιμών των κατοικιών έχει επιβραδυνθεί σε όλες τις επισκοπούμενες χώρες. Την περίοδο 2021-22 οι τιμές των κατοικιών αυξήθηκαν με ρυθμούς που είχαν καταγραφεί τελευταία φορά πριν από την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση στις περισσότερες επισκοπούμενες χώρες. Από το 2022 η απότομη αύξηση του κόστους δανεισμού, σε συνδυασμό με την επιδεινούμενη εμπιστοσύνη των καταναλωτών, άσκησε μειωτική επίδραση στη ροή στεγαστικών δανείων και τις τιμές των κατοικιών, αν και σε διαφορετικό βαθμό στις επιμέρους χώρες (βλ. Διάγραμμα 3.10, γράφημα α). Στη Βουλγαρία και την Πολωνία, η διόρθωση στην αγορά κατοικιών ήταν σχετικά ήπια, ενώ οι τιμές των κατοικιών μειώθηκαν απότομα στην Σουηδία, όπου παραμένουν κίνδυνοι λόγω των υψηλών επιπέδων χρέους των νοικοκυριών και της μεγάλης έκθεσης του τραπεζικού τομέα στον τομέα των ακινήτων. Τα υψηλότερα επιτόκια οδήγησαν σε αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους, ιδίως σε χώρες όπου το μερίδιο των στεγαστικών δανείων κυμαινόμενου επιτοκίου ήταν ιστορικώς υψηλό, όπως η Πολωνία, η Ρουμανία και η Σουηδία (βλ. Διάγραμμα 3.10, γράφημα β). Όσον αφορά τις μελλοντικές εξελίξεις, η ικανότητα εξυπηρέτησης του χρέους των νοικοκυριών ενδέχεται να διαβρωθεί περαιτέρω αν αυξηθούν εκ νέου απότομα οι τιμές της ενέργειας, αν παραμείνουν υψηλά τα επιτόκια για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ή αν οι συνθήκες στην αγορά εργασίας επιδεινωθούν σημαντικά.

Διάγραμμα 3.10

Τιμές κατοικιών και μερίδιο στεγαστικών δανείων κυμαινόμενου επιτοκίου

α) Τιμές κατοικιών

β) Μερίδιο δανείων κυμαινόμενου επιτοκίου για αγορά κατοικίας

(ετήσιες ποσοστιαίες μεταβολές)

(ως ποσοστό του συνόλου, μέσος όρος της περιόδου 2014-24)

Πηγές: Eurostat, ΕΚΤ και υπολογισμοί της ΕΚΤ.
Σημειώσεις: Γράφημα α): τιμές κατοικιών σε ονομαστικούς όρους. Γράφημα β): μερίδιο νέων δανείων προς τα νοικοκυριά για αγορά κατοικίας με κυμαινόμενο επιτόκιο ή επιτόκιο σταθερό έως 1 έτος επί του συνόλου των νέων δανείων προς τα νοικοκυριά για αγορά κατοικίας. Μέσος όρος της περιόδου Ιανουαρίου 2014-Απριλίου 2024.

Η έκθεση σε συναλλαγματικό κίνδυνο αυξήθηκε στις περισσότερες επισκοπούμενες χώρες, ενώ ο τραπεζικός τομέας παρέμεινε συνολικά ανθεκτικός. Από το 2022 το μερίδιο των δανείων σε ευρώ προς τις επιχειρήσεις αυξήθηκε σημαντικά (βλ. Διάγραμμα 3.11, γράφημα α), ιδίως στην Τσεχία, την Ουγγαρία και τη Ρουμανία, αντανακλώντας τη διεύρυνση των διαφορών των επιτοκίων έναντι της ζώνης του ευρώ. Αντιθέτως, τα δάνεια σε ευρώ προς τα νοικοκυριά παρέμειναν σε σχετικά χαμηλά επίπεδα σε όλες τις υπό εξέταση χώρες. Πέραν του ότι δυνητικά μειώνει την αποτελεσματικότητα της εγχώριας νομισματικής πολιτικής, η υψηλή “ευρωποίηση” αυξάνει την ευπάθεια του χρηματοπιστωτικού συστήματος στις διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας, καθώς μπορεί να οδηγήσει σε αναντιστοιχίες νομίσματος στους ισολογισμούς του ιδιωτικού τομέα. Οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα που συνδέονται με τη μεγαλύτερη έκθεση σε συναλλαγματικές ισοτιμίες, με τα υψηλότερα επιτόκια και με τη συνεχιζόμενη διόρθωση στις αγορές ακινήτων μετριάζονται από την ανθεκτικότητα των τραπεζικών τομέων, οι οποίοι εξακολουθούν να καταγράφουν ικανοποιητικούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και αποθέματα ρευστότητας, σταθερή πρόσβαση σε χρηματοδότηση και επαρκή κερδοφορία σε όλες τις υπό εξέταση χώρες. Επιπλέον, οι δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκαν περαιτέρω, φθάνοντας ή προσεγγίζοντας ιστορικώς χαμηλά επίπεδα το 2023 (βλ. Διάγραμμα 3.11, γράφημα β), αν και εξακολουθούν να υπερβαίνουν το επίπεδο της ζώνης του ευρώ στις περισσότερες υπό εξέταση χώρες.

Διάγραμμα 3.11

Δάνεια σε ευρώ και μη εξυπηρετούμενα δάνεια

α) Μερίδιο δανείων σε ευρώ προς ΜΧΕ

β) Μη εξυπηρετούμενα δάνεια

(ως ποσοστό του συνόλου)

(ως ποσοστό του συνόλου)

Πηγές: ΕΚΤ και υπολογισμοί της ΕΚΤ.
Σημείωση: Γράφημα α): τα στοιχεία βασίζονται στα υφιστάμενα υπόλοιπα των δανείων.

Οι πολιτικές για τον χρηματοπιστωτικό τομέα στις υπό εξέταση χώρες θα πρέπει να αποσκοπούν στο να διασφαλίσουν ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας συμβάλλει θετικά στη διατηρήσιμη οικονομική ανάπτυξη και τη σταθερότητα των τιμών και οι εποπτικές πολιτικές πρέπει να προσανατολίζονται προς τη δημιουργία ενός οικονομικά εύρωστου και ανθεκτικού τραπεζικού συστήματος, που είναι προϋπόθεση για τη συμμετοχή στον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (ΕΕΜ). Προκειμένου να στηρίξουν ακόμη περισσότερο την εμπιστοσύνη στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι εθνικές αρμόδιες αρχές θα πρέπει να συνεχίσουν να βελτιώνουν τις εποπτικές πρακτικές τους, μεταξύ άλλων ακολουθώντας τις ισχύουσες συστάσεις των συναφών διεθνών και ευρωπαϊκών οργανισμών και διατηρώντας στενή συνεργασία με τις εθνικές εποπτικές αρχές άλλων κρατών-μελών της ΕΕ στο πλαίσιο των σωμάτων εποπτών. Με τη θέση σε ισχύ του πλαισίου στενής συνεργασίας με την Българска народна банка (Εθνική Τράπεζα της Βουλγαρίας) το 2020, η ΕΚΤ ανέλαβε την ευθύνη για (α) την άμεση εποπτεία των σημαντικών ιδρυμάτων στη Βουλγαρία, (β) τις κοινές διαδικασίες για όλα τα εποπτευόμενα ιδρύματα και (γ) την επίβλεψη των λιγότερο σημαντικών ιδρυμάτων, τα οποία εξακολουθούν να εποπτεύονται από την εθνική αρχή εποπτείας. Μετά τη θέσπιση στενής συνεργασίας με την Българска народна банка (Εθνική Τράπεζα της Βουλγαρίας), η ΕΚΤ συνεργάζεται στενά μαζί της για να διασφαλίσει την ομαλή ένταξή της στον ΕΕΜ.

Στην αγορά εργασίας των περισσότερων υπό εξέταση χωρών εξακολούθησαν να επικρατούν συνθήκες στενότητας. Σε σχέση με την Έκθεση Σύγκλισης του 2022, το ποσοστό ανεργίας έχει αυξηθεί κάπως στις περισσότερες υπό εξέταση χώρες, αλλά παραμένει κοντά σε ιστορικά χαμηλά και κάτω από το επίπεδο της ζώνης του ευρώ (βλ. Διάγραμμα 3.12, γράφημα α). Οι περισσότερες χώρες εξακολούθησαν να αντιμετωπίζουν ελλείψεις εργατικού δυναμικού σε ορισμένα τμήματα της αγοράς εργασίας, γεγονός που επέτεινε τις ισχυρές πιέσεις στους μισθούς. Οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού είναι εμφανείς από τις λιγότερο ευνοϊκές εξελίξεις στο εργατικό δυναμικό και τον πληθυσμό σε ηλικία εργασίας στις υπό εξέταση χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης σε σχέση με τη ζώνη του ευρώ (βλ. Διάγραμμα 3.12, γράφημα β). Οι τάσεις αυτές οφείλονται στις μεταναστευτικές εκροές πολύ εξειδικευμένων νέων και την ταχεία γήρανση του πληθυσμού. Άλλες διαρθρωτικές προκλήσεις στις αγορές εργασίας ορισμένων από τις υπό εξέταση χώρες είναι το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής στην αγορά εργασίας (ιδίως για τις γυναίκες) και σημαντικές αναντιστοιχίες δεξιοτήτων. Αν και η στενότητα στην αγορά εργασίας αποτελεί ανοδικό κίνδυνο για τις προοπτικές των μισθών και του πληθωρισμού βραχυπρόθεσμα, οι κίνδυνοι σπιράλ αυξήσεων μισθών-τιμών φαίνονται συγκρατημένοι, καθώς οι μακροπρόθεσμες προσδοκίες για τον πληθωρισμό είναι σε γενικές γραμμές σταθεροποιημένες, αντανακλώντας την εμπιστοσύνη των αγορών στη δέσμευση των κεντρικών τραπεζών να επιτύχουν σταθερότητα των τιμών. Σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, οι δυσμενείς δημογραφικές εξελίξεις και τα διαρθρωτικά ζητήματα στις αγορές εργασίας αποτελούν μεγάλη πρόκληση για τις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης στην προσπάθειά τους να συγκλίνουν περαιτέρω με τη ζώνη του ευρώ. Οι κίνδυνοι είναι ιδιαίτερα έντονοι στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, οι πληθυσμοί των οποίων αναμένεται να εξακολουθήσουν να συρρικνώνονται με ταχείς ρυθμούς την προσεχή δεκαετία.

Διάγραμμα 3.12

Δείκτες της αγοράς εργασίας

α) Ποσοστό ανεργίας

β) Πληθυσμός σε ηλικία εργασίας

(ποσοστά του εργατικού δυναμικού)

(ποσοστιαίες μεταβολές)

Πηγές: Εurostat και υπολογισμοί της ΕΚΤ.
Σημείωση: Γράφημα β): ποσοστιαίες μεταβολές από το α΄ τρίμηνο του 2014 έως το δ΄ τρίμηνο του 2023 (μπλε ράβδοι), ποσοστιαίες μεταβολές από το α΄ τρίμηνο του 2022 έως το δ΄ τρίμηνο του 2023 (κίτρινες ράβδοι).

Η ύπαρξη ισχυρού θεσμικού περιβάλλοντος είναι άλλος ένας σημαντικός παράγοντας που εξετάζεται σε σχέση με τη διατηρησιμότητα της οικονομικής ολοκλήρωσης και σύγκλισης. Η χαμηλή ποιότητα των θεσμών και η ανεπαρκής διακυβέρνηση είναι δυνατόν να αντανακλούν π.χ. αδυναμίες στο επιχειρηματικό περιβάλλον, αναποτελεσματική δημόσια διοίκηση, φοροδιαφυγή, διαφθορά, ύπαρξη κοινωνικών αποκλεισμών, έλλειψη διαφάνειας, έλλειψη ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας ή/και χαμηλή πρόσβαση σε ηλεκτρονικές υπηρεσίες. Στις περισσότερες χώρες, η βελτίωση της ποιότητας των θεσμών θα βοηθούσε να εξαλειφθούν οι υπάρχουσες δυσκαμψίες και οι παράγοντες που εμποδίζουν την αποτελεσματική χρήση και κατανομή των συντελεστών παραγωγής, ενισχύοντας έτσι το μακροπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό. Ένα αδύναμο θεσμικό περιβάλλον, στον βαθμό που εμποδίζει την αύξηση του δυνητικού προϊόντος, ενδέχεται επίσης να υπονομεύσει τη δυνατότητα μιας χώρας να εξυπηρετεί το χρέος της και να δυσχεράνει την οικονομική προσαρμογή. Μπορεί επίσης να επηρεάσει την ικανότητα μιας χώρας να εφαρμόσει τα αναγκαία μέτρα πολιτικής.

Σε όλες τις υπό εξέταση χώρες εκτός της Σουηδίας, η ποιότητα των θεσμών και της διακυβέρνησης είναι σχετικά χαμηλή – ιδίως στη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και την Ουγγαρία. Αυτό μπορεί να δημιουργήσει κινδύνους για την οικονομική ανθεκτικότητα και τη διατηρησιμότητα της σύγκλισης. Επιμέρους δείκτες που μετρούν την ποιότητα του θεσμικού περιβάλλοντος επιβεβαιώνουν σε γενικές γραμμές τη συνολική εικόνα χαμηλής ποιότητας των θεσμών και της διακυβέρνησης στις περισσότερες χώρες, παρότι ορισμένες από αυτές έχουν παρουσιάσει βελτίωση τις τελευταίες δεκαετίες (βλ. Διάγραμμα 3.13).[151] Από αυτή την άποψη, η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Ουγγαρία είναι μεταξύ των χωρών που αντιμετωπίζουν τις μεγαλύτερες προκλήσεις εντός της ΕΕ. Η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνονται στα αντίστοιχα Σχέδια Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητάς τους θα ενισχύσει το κράτος δικαίου και τη διακυβέρνηση σε αυτές τις χώρες.

Διάγραμμα 3.13

Γενική επισκόπηση των χωρών της ΕΕ ως προς την ποιότητα των θεσμών

α) Παγκόσμιοι Δείκτες Διακυβέρνησης

β) Δείκτης Αντίληψης της Διαφθοράς

(δείκτης, άξονας x: επίπεδο το 2000, άξονας y: επίπεδο το 2022)

(δείκτης, άξονας x: επίπεδο το 1999, άξονας y: επίπεδο το 2023)

Πηγές: Worldwide Governance Indicators 2023 (World Bank), Transparency International και υπολογισμοί της ΕΚΤ.
Σημειώσεις: Γράφημα α): Ο δείκτης καταρτίζεται ως ο μέσος όρος των βαθμολογιών (ανά εκατοστημόριο της κλίμακας) στους εξής Παγκόσμιους Δείκτες Διακυβέρνησης: εκπροσώπηση και λογοδοσία, πολιτική σταθερότητα και απουσία βίας/τρομοκρατίας, αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα, ποιότητα του θεσμικού περιβάλλοντος, κράτος δικαίου, και έλεγχος της διαφθοράς. Γράφημα β): Ο δείκτης Αντίληψης της Διαφθοράς κατατάσσει τις χώρες με βάση το εκλαμβανόμενο επίπεδο διαφθοράς του δημόσιου τομέα σε μια κλίμακα από το 0 (υψηλός βαθμός διαφθοράς) έως το 100 (απουσία διαφθοράς). Για τον δείκτη Αντίληψης της Διαφθοράς, τα έτη αναφοράς για την Κύπρο και τη Μάλτα είναι το 2003 και το 2004 αντίστοιχα. Οι κόκκινες κουκκίδες δείχνουν τις υπό εξέταση χώρες, οι πράσινες τις χώρες που εντάχθηκαν στη ζώνη του ευρώ μετά το 2003, οι γαλάζιες τις χώρες που είχαν ενταχθεί στη ζώνη του ευρώ πριν από το 2003 και η γκρίζα κουκκίδα δείχνει τη Δανία.

Στις περισσότερες υπό εξέταση χώρες απαιτούνται ευρείες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας. Η βελτίωση των τοπικών θεσμών, της διακυβέρνησης και του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, σε συνδυασμό με την περαιτέρω πρόοδο ως προς την ιδιωτικοποίηση κρατικών επιχειρήσεων και την αποτελεσματική απορρόφηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων, θα συμβάλουν στην επιτάχυνση του ρυθμού ανόδου της παραγωγικότητας. Αυτό με τη σειρά του θα συνέβαλλε στην ενίσχυση του ανταγωνισμού σε νευραλγικούς ρυθμιζόμενους τομείς (π.χ. ενέργεια και μεταφορές), περιορίζοντας τους φραγμούς εισόδου στην αγορά και ενθαρρύνοντας τις ιδιωτικές επενδύσεις που τόσο έχουν ανάγκη οι χώρες.

Πίνακας 3.2

Πίνακας αποτελεσμάτων για την εποπτεία των μακροοικονομικών ανισορροπιών

Πίνακας 3.2α – Εξωτερικές ανισορροπίες και δείκτες ανταγωνιστικότητας

Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών1

Καθαρή διεθνής επενδυτική θέση2

Πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία, αποπληθωρισμένη με τον ΕνΔΤΚ3

Μερίδιο εξαγωγικής αγοράς4

Ονομαστικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος5

Βουλγαρία

2020

1,0

-25,6

7,0

15,4

19,9

2021

0,1

-18,6

3,7

10,9

16,4

2022

-1,0

-12,9

5,6

14,7

23,6

2023

-1,1

-7,6

8,6

15,9

27,4

Τσεχία

2020

0,9

-16,3

5,5

7,8

18,7

2021

-0,1

-14,5

5,0

-2,0

13,9

2022

-1,9

-18,7

13,3

-7,5

14,8

2023

-2,4

-13,2

24,1

0,6

15,8

Ουγγαρία

2020

-0,5

-52,5

-5,1

7,1

13,6

2021

-2,0

-53,6

-4,2

-3,0

12,5

2022

-4,5

-52,1

-8,9

-5,2

24,0

2023

-4,0

-46,6

10,3

4,4

34,0

Πολωνία

2020

0,1

-43,9

0,8

33,3

14,0

2021

0,3

-39,8

-0,7

23,3

12,1

2022

-0,4

-33,3

-0,5

15,8

15,7

2023

-0,7

-31,4

9,3

23,0

22,0

Ρουμανία

2020

-4,8

-47,6

3,4

19,5

20,7

2021

-5,7

-47,0

1,1

9,2

14,7

2022

-7,1

-40,8

2,5

6,0

16,9

2023

-7,8

-39,8

6,7

10,6

26,7

Σουηδία

2020

4,6

7,4

-4,8

2,8

8,1

2021

6,1

19,1

2,2

0,6

4,5

2022

6,2

31,6

-1,6

-3,2

7,8

2023

6,5

33,7

-7,3

3,7

11,1

Όριο

-4,0/+6,0

-35,0

+/-11,0

-6,0

+12,0


Πίνακας 3.2β – Εσωτερικές ανισορροπίες και δείκτες ανεργίας

Εσωτερικές ανισορροπίες

Δείκτες ανεργίας

Τιμές ακινήτων, αποπλη-θωρισμένες με την κατανάλω-ση6

Ροή πιστώ-σεων προς τον ιδιωτικό τομέα, ενοποιη-μένη2

Χρέος ιδιωτικού τομέα, ενοποιη-μένο2

Υποχρεώ-σεις του χρηματοπιστωτικού τομέα6

Χρέος γενικής κυβέρ-νησης2

Ποσοστό ανεργίας7

Ποσο-στό ενερ-γού πληθυ-σμού8

Μακρο-χρόνια ανεργία8

Ανεργία των νέων8

Βουλγαρία

2020

5,2

4,2

92,1

10,5

24,6

5,8

0,9

-1,2

1,3

2021

2,5

4,9

84,0

10,4

23,9

5,5

0,6

-1,0

-0,1

2022

-2,1

5,9

74,6

11,8

22,6

5,2

0,6

-0,7

-1,5

2023

2,7

.

.

.

23,1

4,6

1,8

-0,4

-5,3

Τσεχία

2020

5,4

0,6

81,7

4,8

37,7

2,3

0,5

-0,4

0,1

2021

16,4

2,9

78,8

8,2

42,0

2,5

0,0

0,1

1,5

2022

1,6

4,5

76,0

3,2

44,2

2,5

0,5

0,0

1,2

2023

-10,0

.

.

.

44,0

2,5

0,7

0,2

0,3

Ουγγαρία

2020

1,5

8,2

76,9

54,9

79,3

3,7

2,0

-0,5

2,0

2021

9,6

12,9

80,9

16,9

76,7

3,8

2,1

-0,1

3,6

2022

5,2

9,2

79,0

8,7

74,1

3,9

2,5

0,1

-0,6

2023

-7,7

.

.

.

73,5

3,9

2,9

0,3

0,3

Πολωνία

2020

6,7

1,7

76,0

11,7

57,2

3,5

1,5

-0,9

-4,1

2021

3,5

3,7

71,2

12,9

53,6

3,3

3,5

-0,1

0,1

2022

-1,9

3,0

63,4

3,0

49,2

3,2

3,5

0,2

1,1

2023

-1,9

0,9

57,0

10,9

49,6

3,0

4,3

0,2

0,6

Ρουμανία

2020

2,3

1,3

48,1

13,4

46,7

5,4

2,3

-0,6

-1,4

2021

-0,2

3,8

47,9

14,3

48,5

5,5

3,2

-0,2

0,5

2022

-6,4

3,3

43,7

8,2

47,5

5,8

3,5

0,2

1,8

2023

-5,9

2,0

40,4

16,7

48,8

5,6

2,7

0,4

0,2

Σουηδία

2020

3,3

14,5

212,7

10,4

40,2

7,3

-0,1

-0,1

6,5

2021

8,1

16,2

213,5

11,2

36,7

8,1

0,1

0,9

7,9

2022

-3,0

10,4

208,0

3,0

33,2

8,3

0,7

1,1

2,4

2023

-10,9

.

.

.

31,2

8,0

1,9

0,6

-1,5

Όριο

+6,0

+14,0

+133,0

+16,5

+60,0

+10,0

-0,2

0,5

2,0

Πηγές: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Eurostat, Γενική Διεύθυνση Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων) και Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών.
Σημειώσεις: Ο πίνακας περιέχει στοιχεία διαθέσιμα έως τις 19 Ιουνίου 2024, δηλ. την τελευταία ημερομηνία που καλύπτει η παρούσα έκθεση. Ως εκ τούτου, δεν συμπίπτει με τον πίνακα αποτελεσμάτων για την εποπτεία των μακροοικονομικών ανισορροπιών που δημοσιεύεται στην Έκθεση για τον Μηχανισμό Επαγρύπνησης 2024 του Νοεμβρίου 2023.
1) Ως ποσοστό του ΑΕΠ, μέσος όρος τριών ετών.
2) Ως ποσοστό του ΑΕΠ.
3) Ποσοστιαία μεταβολή κατά την εξεταζόμενη τριετία έναντι 41 άλλων βιομηχανικών χωρών. Θετικό πρόσημο σημαίνει απώλεια ανταγωνιστικότητας.
4) Ποσοστιαία μεταβολή κατά την εξεταζόμενη πενταετία.
5) Ποσοστιαία μεταβολή κατά την εξεταζόμενη τριετία.
6) Ετήσια ποσοστιαία μεταβολή.
7) Μέσος όρος τριών ετών.
8) Μεταβολή σε ποσοστιαίες μονάδες κατά την εξεταζόμενη τριετία.

4 Περιλήψεις κατά χώρα

4.1 Βουλγαρία

Κατά το δωδεκάμηνο μέχρι και τον Μάιο του 2024, ο μέσος ρυθμός πληθωρισμού βάσει του ΕνΔΤΚ στη Βουλγαρία ήταν 5,1%, δηλ. αρκετά υψηλότερος από την τιμή αναφοράς 3,3% για το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών. Ο ρυθμός αυτός αναμένεται να μειωθεί σταδιακά τους επόμενους μήνες, καθώς οι πιέσεις σε προγενέστερα στάδια της αλυσίδας διαμόρφωσης των τιμών και τα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες θα εξακολουθήσουν να υποχωρούν. Ο πυρήνας του πληθωρισμού αναμένεται να παραμείνει επίμονα υψηλός, αντανακλώντας κυρίως τις έντονες μισθολογικές πιέσεις υπό συνθήκες στενότητας στις αγορές εργασίας. Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αυξήθηκε κατά 27,4% την περίοδο 2020-2023, ποσοστό αρκετά υψηλότερο από το 9,5% της ζώνης του ευρώ. Υπάρχει κάποιος προβληματισμός σχετικά με τη διατηρησιμότητα της σύγκλισης του πληθωρισμού στη Βουλγαρία μακροπρόθεσμα. Η διαδικασία πραγματικής σύγκλισης ενδέχεται να οδηγήσει σε θετικές διαφορές πληθωρισμού έναντι της ζώνης του ευρώ, δεδομένου ότι τα επίπεδα του κατά κεφαλήν ΑΕΠ και των τιμών παραμένουν σημαντικά χαμηλότερα στη Βουλγαρία από ό,τι στη ζώνη του ευρώ.

Η Βουλγαρία επί του παρόντος δεν υπόκειται σε απόφαση του Συμβουλίου σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος. Το δημοσιονομικό έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης της Βουλγαρίας ήταν 1,9% του ΑΕΠ το 2023, δηλ. πολύ χαμηλότερο από την τιμή αναφοράς 3%, και ο λόγος του χρέους/ΑΕΠ ήταν 23,1%, δηλ. πολύ χαμηλότερος από την τιμή αναφοράς 60%.

Το λεβ Βουλγαρίας συμμετείχε στον ΜΣΙ ΙΙ κατά τη διετή περίοδο αναφοράς από τις 20 Ιουνίου 2022 έως τις 19 Ιουνίου 2024. Κατά την περίοδο αυτή, το λεβ δεν παρουσίασε απόκλιση από την κεντρική ισοτιμία. Η συμφωνία για τη συμμετοχή στον ΜΣΙ ΙΙ βασίστηκε σε μια σειρά δεσμεύσεων πολιτικής εκ μέρους των βουλγαρικών αρχών. Επί του παρόντος, η Βουλγαρία εργάζεται για την ολοκλήρωση αυτών των μετενταξιακών δεσμεύσεων και ενθαρρύνεται να επιταχύνει τις προσπάθειές της για να εκπληρώσει τα στοιχεία του σχεδίου δράσης που εγκρίθηκε από τη FATF (Financial Action Task Force) μετά την ένταξη της χώρας στον “γκρίζο κατάλογο” χωρών υπό αυξημένη παρακολούθηση τον Οκτώβριο του 2023.

Κατά την περίοδο αναφοράς από τον Ιούνιο του 2023 έως τον Μάιο του 2024 τα μακροπρόθεσμα επιτόκια στη Βουλγαρία διαμορφώθηκαν σε 4,0% κατά μέσο όρο και, ως εκ τούτου, ήταν χαμηλότερα από την τιμή αναφοράς 4,8% για το κριτήριο της σύγκλισης των επιτοκίων. Η διαφορά του μακροπρόθεσμου επιτοκίου της Βουλγαρίας έναντι του (σταθμισμένου ως προς το ΑΕΠ) μέσου όρου της ζώνης του ευρώ μειώθηκε ελαφρώς και διαμορφώθηκε σε 0,9 της ποσοστιαίας μονάδας στο τέλος της περιόδου αναφοράς. Οι αγορές κεφαλαίων στη Βουλγαρία εξακολουθούν να είναι μικρότερου μεγέθους και πολύ λιγότερο ανεπτυγμένες από εκείνες της ζώνης του ευρώ.

Η νομοθεσία της Βουλγαρίας είναι συμβατή προς τις Συνθήκες και το Καταστατικό του ΕΣΚΤ, όπως απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 131 της Συνθήκης, με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων και των ερμηνειών που παρατίθενται στην ενότητα 7.1.

4.2 Τσεχία

Κατά το δωδεκάμηνο μέχρι και τον Μάιο του 2024, ο μέσος ρυθμός πληθωρισμού βάσει του ΕνΔΤΚ στην Τσεχία ήταν 6,3%, δηλ. αρκετά υψηλότερος από την τιμή αναφοράς 3,3% για το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών. Ο ρυθμός αυτός αναμένεται να μειωθεί σταδιακά τους επόμενους μήνες υπό την επίδραση της προηγούμενης αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής και της συνεχιζόμενης άμβλυνσης των προβλημάτων στις εφοδιαστικές αλυσίδες και των πιέσεων σε προηγούμενα στάδια της αλυσίδας διαμόρφωσης των τιμών. Ταυτόχρονα, η σημαντική στενότητα στην αγορά εργασίας θα συνεχίσει να ασκεί ανοδική πίεση στον πληθωρισμό. Υπάρχει κάποιος προβληματισμός σχετικά με τη διατηρησιμότητα της σύγκλισης του πληθωρισμού στην Τσεχία μακροπρόθεσμα. Η διαδικασία πραγματικής σύγκλισης, εφόσον δεν αντισταθμιστεί από ανατίμηση της ονομαστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας, είναι πιθανόν να οδηγήσει σε θετικές διαφορές πληθωρισμού έναντι της ζώνης του ευρώ, δεδομένου ότι τα επίπεδα του κατά κεφαλήν ΑΕΠ και των τιμών παραμένουν σχετικά χαμηλότερα στην Τσεχία από ό,τι στη ζώνη του ευρώ.

Η Τσεχία επί του παρόντος δεν υπόκειται σε απόφαση του Συμβουλίου σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος. Το δημοσιονομικό έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης της Τσεχίας ήταν 3,7% του ΑΕΠ το 2023, δηλ. υψηλότερο από την τιμή αναφοράς 3%, ενώ ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ ήταν 44,0%, δηλ. χαμηλότερος από την τιμή αναφοράς 60%. Τον Ιούνιο του 2024, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκρινε ότι το υπερβολικό έλλειμμα είναι προσωρινό καθώς τα ελλείμματα προβλέπεται να μην υπερβούν την τιμή αναφοράς το 2024 και το 2025. Αφού εξέτασε τους σχετικούς παράγοντες, η Επιτροπή έκρινε ότι το κριτήριο του ελλείμματος του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης πληρούται.

Κατά τη διετή περίοδο αναφοράς (20 Ιουνίου 2022 έως 19 Ιουνίου 2024) η κορώνα Τσεχίας δεν συμμετείχε στον ΜΣΙ II, αλλά ήταν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο ενός καθεστώτος ευέλικτης συναλλαγματικής ισοτιμίας. Η συναλλαγματική ισοτιμία της κορώνας Τσεχίας έναντι του ευρώ επέδειξε, κατά μέσο όρο, σχετικά υψηλή μεταβλητότητα κατά την περίοδο αναφοράς. Στις 19 Ιουνίου 2024 η συναλλαγματική ισοτιμία ήταν 24,9100 κορώνες ανά ευρώ, δηλ. η κορώνα είχε υποτιμηθεί κατά 0,8% σε σχέση με το μέσο επίπεδο του Ιουνίου 2022.

Κατά την περίοδο αναφοράς από τον Ιούνιο του 2023 έως τον Μάιο του 2024 τα μακροπρόθεσμα επιτόκια στην Τσεχία διαμορφώθηκαν σε 4,2% κατά μέσο όρο και, ως εκ τούτου, ήταν χαμηλότερα από την τιμή αναφοράς 4,8% για το κριτήριο της σύγκλισης των επιτοκίων. Η διαφορά του μακροπρόθεσμου επιτοκίου της Τσεχίας έναντι του (σταθμισμένου ως προς το ΑΕΠ) μέσου όρου της ζώνης του ευρώ μειώθηκε ελαφρώς και διαμορφώθηκε σε 1,1 ποσοστιαίες μονάδες στο τέλος της περιόδου αναφοράς. Οι αγορές κεφαλαίων στην Τσεχία είναι μικρότερου μεγέθους και πολύ λιγότερο ανεπτυγμένες από εκείνες της ζώνης του ευρώ.

Η νομοθεσία της Τσεχίας δεν συμμορφώνεται προς όλες τις απαιτήσεις όσον αφορά την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης και τη νομική ενσωμάτωση στο Ευρωσύστημα. Η Τσεχία είναι κράτος-μέλος της ΕΕ με παρέκκλιση και ως εκ τούτου θα πρέπει να προβεί σε όλες τις απαιτούμενες προσαρμογές βάσει του άρθρου 131 της Συνθήκης.

4.3 Ουγγαρία

Κατά το δωδεκάμηνο μέχρι και τον Μάιο του 2024, ο μέσος ρυθμός πληθωρισμού βάσει του ΕνΔΤΚ στην Ουγγαρία ήταν 8,4%, δηλ. σημαντικά υψηλότερος από την τιμή αναφοράς 3,3% για το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών. Ο ρυθμός αυτός αναμένεται να μειωθεί σταδιακά τους επόμενους μήνες υπό την επίδραση της προηγούμενης αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής και της συνεχιζόμενης άμβλυνσης των προβλημάτων στις εφοδιαστικές αλυσίδες και των πιέσεων σε προηγούμενα στάδια της αλυσίδας διαμόρφωσης των τιμών. Ταυτόχρονα, η στενότητα στην αγορά εργασίας και οι σημαντικές ανατιμήσεις στον τομέα των υπηρεσιών θα συνεχίσουν να ασκούν ανοδική πίεση στον πληθωρισμό. Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αυξήθηκε κατά 34,0% την περίοδο 2020-2023, ποσοστό αρκετά υψηλότερο από το 9,5% της ζώνης του ευρώ. Υπάρχει κάποιος προβληματισμός σχετικά με τη διατηρησιμότητα της σύγκλισης του πληθωρισμού στην Ουγγαρία μακροπρόθεσμα. Η διαδικασία πραγματικής σύγκλισης, εφόσον δεν αντισταθμιστεί από ανατίμηση της ονομαστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας, είναι πιθανόν να οδηγήσει σε θετικές διαφορές πληθωρισμού έναντι της ζώνης του ευρώ, δεδομένου ότι τα επίπεδα του κατά κεφαλήν ΑΕΠ και των τιμών παραμένουν χαμηλότερα στην Ουγγαρία από ό,τι στη ζώνη του ευρώ.

Τον Ιούνιο του 2024, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Ουγγαρία δεν πληρούσε το κριτήριο του ελλείμματος του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Το δημοσιονομικό έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης της Ουγγαρίας ήταν 6,7% του ΑΕΠ το 2023, δηλ. σημαντικά υψηλότερο από την τιμή αναφοράς 3%, ενώ ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ ήταν 73,5%, δηλ. υψηλότερος από την τιμή αναφοράς 60%. Τον Ιούνιο του 2024, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Ουγγαρία δεν πληρούσε το κριτήριο του ελλείμματος του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, και ανακοίνωσε την πρόθεσή της να προτείνει στο Συμβούλιο, τον Ιούλιο, την έκδοση απόφασης βάσει του άρθρου 126 παράγραφος 6 σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στην Ουγγαρία.

Κατά τη διετή περίοδο αναφοράς (20 Ιουνίου 2022 έως 19 Ιουνίου 2024) το φιορίνι Ουγγαρίας δεν συμμετείχε στον ΜΣΙ II, αλλά ήταν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο ενός καθεστώτος ευέλικτης συναλλαγματικής ισοτιμίας. Η συναλλαγματική ισοτιμία του ουγγρικού νομίσματος έναντι του ευρώ επέδειξε, κατά μέσο όρο, εξαιρετικά υψηλή μεταβλητότητα κατά την περίοδο αναφοράς. Στις 19 Ιουνίου 2024 η συναλλαγματική ισοτιμία ήταν 396,3400 φιορίνια ανά ευρώ, δηλ. το φιορίνι ήταν σχεδόν στο ίδιο επίπεδο (0,1%) όπως τον Ιούνιο του 2022. Η Magyar Nemzeti Bank συνήψε συμφωνία επαναγοράς με την ΕΚΤ τον Ιούνιο του 2020, βάσει της οποίας μπορούσε να δανειστεί έως και 4 δισεκ. ευρώ έναντι υψηλής ποιότητας εξασφαλίσεων σε ευρώ, για να παράσχει με τη σειρά της ρευστότητα σε ευρώ στα ρουμανικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Η συμφωνία αυτή παρέμενε σε ισχύ κατά την περίοδο αναφοράς, καθώς παρατάθηκε εκ νέου τον Ιανουάριο του 2024.

Κατά την περίοδο αναφοράς από τον Ιούνιο του 2023 έως τον Μάιο του 2024 τα μακροπρόθεσμα επιτόκια στην Ουγγαρία διαμορφώθηκαν σε 6,8% κατά μέσο όρο και, ως εκ τούτου, ήταν υψηλότερα από την τιμή αναφοράς 4,8% για το κριτήριο της σύγκλισης των επιτοκίων. Η διαφορά του μακροπρόθεσμου επιτοκίου της Ουγγαρίας έναντι του (σταθμισμένου ως προς το ΑΕΠ) μέσου όρου της ζώνης του ευρώ μειώθηκε αισθητά και διαμορφώθηκε σε 3,7 ποσοστιαίες μονάδες στο τέλος της περιόδου αναφοράς. Οι αγορές κεφαλαίων στην Ουγγαρία είναι μικρότερου μεγέθους και πολύ λιγότερο ανεπτυγμένες από εκείνες της ζώνης του ευρώ.

Η νομοθεσία της Ουγγαρίας δεν συμμορφώνεται προς όλες τις απαιτήσεις όσον αφορά την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης, τον ενιαίο τρόπο γραφής του ευρώ και τη νομική ενσωμάτωση στο Ευρωσύστημα. Η Ουγγαρία είναι κράτος-μέλος της ΕΕ με παρέκκλιση και ως εκ τούτου θα πρέπει να προβεί σε όλες τις απαιτούμενες προσαρμογές βάσει του άρθρου 131 της Συνθήκης.

4.4 Πολωνία

Κατά το δωδεκάμηνο μέχρι και τον Μάιο του 2024, ο μέσος ρυθμός πληθωρισμού βάσει του ΕνΔΤΚ στη Πολωνία ήταν 6,1%, δηλ. αρκετά υψηλότερος από την τιμή αναφοράς 3,3% για το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών. Ο ρυθμός αυτός αναμένεται να μειωθεί σταδιακά τους επόμενους μήνες υπό την επίδραση της προηγούμενης αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής και της συνεχιζόμενης άμβλυνσης των προβλημάτων στις εφοδιαστικές αλυσίδες και των πιέσεων σε προηγούμενα στάδια της αλυσίδας διαμόρφωσης των τιμών. Ταυτόχρονα, η στενότητα στην αγορά εργασίας θα συνεχίσει να ασκεί ανοδική πίεση στον πληθωρισμό. Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αυξήθηκε κατά 22,0% την περίοδο 2020-2023, ποσοστό πολύ υψηλότερο από το 9,5% της ζώνης του ευρώ. Υπάρχει κάποιος προβληματισμός σχετικά με τη διατηρησιμότητα της σύγκλισης του πληθωρισμού στην Πολωνία μακροπρόθεσμα. Η διαδικασία πραγματικής σύγκλισης, εφόσον δεν αντισταθμιστεί από ανατίμηση της ονομαστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας, είναι πιθανόν να οδηγήσει σε θετικές διαφορές πληθωρισμού έναντι της ζώνης του ευρώ, δεδομένου ότι τα επίπεδα του κατά κεφαλήν ΑΕΠ και των τιμών παραμένουν χαμηλότερα στην Πολωνία από ό,τι στη ζώνη του ευρώ.

Τον Ιούνιο του 2024, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Πολωνία δεν πληρούσε το κριτήριο του ελλείμματος του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Το δημοσιονομικό έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης της Πολωνίας ήταν 5,1% του ΑΕΠ το 2023, δηλ. αρκετά υψηλότερο από την τιμή αναφοράς 3%, ενώ ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ ήταν 49,6%, δηλ. χαμηλότερος από την τιμή αναφοράς 60%. Τον Ιούνιο του 2024, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Πολωνία δεν πληρούσε το κριτήριο του ελλείμματος του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, και ανακοίνωσε την πρόθεσή της να προτείνει στο Συμβούλιο, τον Ιούλιο, την έκδοση απόφασης βάσει του άρθρου 126 παράγραφος 6 σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στην Πολωνία.

Κατά τη διετή περίοδο αναφοράς (20 Ιουνίου 2022 έως 19 Ιουνίου 2024) το ζλότυ Πολωνίας δεν συμμετείχε στον ΜΣΙ II, αλλά ήταν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο ενός καθεστώτος ευέλικτης συναλλαγματικής ισοτιμίας. Η συναλλαγματική ισοτιμία του ζλότυ Πολωνίας έναντι του ευρώ επέδειξε, κατά μέσο όρο, σχετικά υψηλή μεταβλητότητα κατά την περίοδο αναφοράς. Στις 19 Ιουνίου 2024 η συναλλαγματική ισοτιμία ήταν 4,3300 ζλότυ ανά ευρώ, δηλ. το ζλότυ ήταν 6,8% πάνω από το μέσο επίπεδο του Ιουνίου 2022. Από τον Μάρτιο του 2022 έως τα μέσα Ιανουαρίου του 2024, η Narodowy Bank Polski είχε συνάψει συμφωνία ανταλλαγής νομισμάτων (swap) με την ΕΚΤ, βάσει της οποίας μπορούσε να δανειστεί έως 10 δισεκ. ευρώ έναντι ζλότυ, προκειμένου να αντιμετωπίσει πιθανές ανάγκες ρευστότητας σε ευρώ στο πολωνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Κατά την περίοδο αναφοράς από τον Ιούνιο του 2023 έως τον Μάιο του 2024 τα μακροπρόθεσμα επιτόκια στη Πολωνία διαμορφώθηκαν σε 5,6% κατά μέσο όρο και, ως εκ τούτου, ήταν υψηλότερα από την τιμή αναφοράς 4,8% για το κριτήριο της σύγκλισης των επιτοκίων. Η διαφορά του μακροπρόθεσμου επιτοκίου της Πολωνίας έναντι του (σταθμισμένου ως προς το ΑΕΠ) μέσου όρου της ζώνης του ευρώ μειώθηκε ελαφρώς και διαμορφώθηκε σε 2,6 ποσοστιαίες μονάδες στο τέλος της περιόδου αναφοράς. Οι αγορές κεφαλαίων στην Πολωνία είναι μικρότερου μεγέθους και πολύ λιγότερο ανεπτυγμένες από εκείνες της ζώνης του ευρώ.

Η νομοθεσία της Πολωνίας δεν συμμορφώνεται προς όλες τις απαιτήσεις όσον αφορά την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, την εμπιστευτικότητα, την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης και τη νομική ενσωμάτωση στο Ευρωσύστημα. Η Πολωνία είναι κράτος-μέλος της ΕΕ με παρέκκλιση και ως εκ τούτου θα πρέπει να προβεί σε όλες τις απαιτούμενες προσαρμογές βάσει του άρθρου 131 της Συνθήκης.

4.5 Ρουμανία

Κατά το δωδεκάμηνο μέχρι και τον Μάιο του 2024, ο μέσος ρυθμός πληθωρισμού βάσει του ΕνΔΤΚ στη Ρουμανία ήταν 7,6%, δηλ. σημαντικά υψηλότερος από την τιμή αναφοράς 3,3% για το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών. Ο ρυθμός αυτός αναμένεται να μειωθεί σταδιακά τους επόμενους μήνες υπό την επίδραση της προηγούμενης αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής και της συνεχιζόμενης άμβλυνσης των προβλημάτων στις εφοδιαστικές αλυσίδες και των πιέσεων σε προηγούμενα στάδια της αλυσίδας διαμόρφωσης των τιμών. Παράλληλα, εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί η δυσκαμψία του πυρήνα του πληθωρισμού, καθώς η στενότητα της αγοράς εργασίας συμβάλλει σε έντονες μισθολογικές εξελίξεις. Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αυξήθηκε κατά 26,7% την περίοδο 2020-2023, ποσοστό πολύ υψηλότερο από το 9,5% της ζώνης του ευρώ. Υπάρχει κάποιος προβληματισμός σχετικά με τη διατηρησιμότητα της σύγκλισης του πληθωρισμού στη Ρουμανία μακροπρόθεσμα. Η διαδικασία πραγματικής σύγκλισης, εφόσον δεν αντισταθμιστεί από ανατίμηση της ονομαστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας, είναι πιθανόν να οδηγήσει σε θετικές διαφορές πληθωρισμού έναντι της ζώνης του ευρώ, δεδομένου ότι τα επίπεδα του κατά κεφαλήν ΑΕΠ και των τιμών παραμένουν χαμηλότερα στη Ρουμανία από ό,τι στη ζώνη του ευρώ.

Η Ρουμανία υπάγεται επί του παρόντος σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπίστωσε τον Ιούνιο του 2024 ότι δεν είχε ληφθεί αποτελεσματική δράση. Το δημοσιονομικό έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης της Ρουμανίας ήταν 6,6% το 2023, δηλ. πολύ υψηλότερο από την τιμή αναφοράς 3%, ενώ ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ ήταν 48,8%, δηλ. χαμηλότερος από την τιμή αναφοράς 60%. Η Ρουμανία υπάγεται σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος από τον Απρίλιο του 2020, καθώς το δημοσιονομικό της έλλειμμα υπερέβη την τιμή αναφοράς του 3% το 2019. Το ονομαστικό έλλειμμά της το 2023 ήταν ιδιαίτερα υψηλότερο από τον συνιστώμενο στόχο. Τον Ιούνιο του 2024, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκρινε ότι η απόκριση της Ρουμανίας ήταν ανεπαρκής και συνέστησε απόφαση του Συμβουλίου σχετικά με τη διαπίστωση ότι η Ρουμανία δεν είχε λάβει αποτελεσματική δράση για την αντιμετώπιση του υπερβολικού της ελλείμματος.

Κατά την περίοδο αναφοράς (20 Ιουνίου 2022 έως 19 Ιουνίου 2024) το λέι Ρουμανίας δεν συμμετείχε στον ΜΣΙ ΙΙ, αλλά διακυμάνθηκε υπό καθεστώς ευέλικτης συναλλαγματικής ισοτιμίας με ελεγχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του νομίσματος. Η συναλλαγματική ισοτιμία του λέι Ρουμανίας έναντι του ευρώ επέδειξε, κατά μέσο όρο, χαμηλή μεταβλητότητα κατά την περίοδο αναφοράς. Στις 19 Ιουνίου 2024 η συναλλαγματική ισοτιμία ήταν 4,9768 λέι Ρουμανίας ανά ευρώ, δηλ. το λέι υποτιμήθηκε κατά 0,7% σε σχέση με το μέσο επίπεδο του Ιουνίου 2022. Από τον Ιούνιο του 2020 έως τα μέσα Ιανουαρίου του 2024, η Banca Naţională a României είχε συνάψει συμφωνία επαναγοράς με την ΕΚΤ, βάσει της οποίας μπορούσε να δανειστεί έως 4,5 δισεκ. ευρώ έναντι υψηλής ποιότητας εξασφαλίσεων σε ευρώ, για να παράσχει με τη σειρά της ρευστότητα σε ευρώ στα ρουμανικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

Κατά την περίοδο αναφοράς από τον Ιούνιο του 2023 έως τον Μάιο του 2024 τα μακροπρόθεσμα επιτόκια στη Ρουμανία διαμορφώθηκαν σε 6,4% κατά μέσο όρο και, ως εκ τούτου, ήταν υψηλότερα από την τιμή αναφοράς 4,8% για το κριτήριο της σύγκλισης των επιτοκίων. Η διαφορά του μακροπρόθεσμου επιτοκίου της Ρουμανίας έναντι του (σταθμισμένου ως προς το ΑΕΠ) μέσου όρου της ζώνης του ευρώ αυξήθηκε ελαφρώς και διαμορφώθηκε σε 3,2 ποσοστιαίες μονάδες στο τέλος της περιόδου αναφοράς. Οι αγορές κεφαλαίων στη Ρουμανία είναι μικρότερου μεγέθους σε σύγκριση με εκείνες της ζώνης του ευρώ και δεν είναι ακόμη επαρκώς ανεπτυγμένες.

Η νομοθεσία της Ρουμανίας δεν συμμορφώνεται προς όλες τις απαιτήσεις όσον αφορά την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης και τη νομική ενσωμάτωση στο Ευρωσύστημα. Η Ρουμανία είναι κράτος-μέλος της ΕΕ με παρέκκλιση και ως εκ τούτου θα πρέπει να προβεί σε όλες τις απαιτούμενες προσαρμογές βάσει του άρθρου 131 της Συνθήκης.

4.6 Σουηδία

Κατά το δωδεκάμηνο μέχρι και τον Μάιο του 2024, ο μέσος ρυθμός πληθωρισμού βάσει του ΕνΔΤΚ στη Σουηδία ήταν 3,6%, δηλ. υψηλότερος από την τιμή αναφοράς 3,3% για το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών. Ο ρυθμός αυτός αναμένεται να μειωθεί σταδιακά τους επόμενους μήνες, λόγω της περιοριστικής κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής, της αποκλιμάκωσης των τιμών της ενέργειας και της συνεχιζόμενης άμβλυνσης των πιέσεων σε προηγούμενα στάδια της αλυσίδας διαμόρφωσης των τιμών. Ο πληθωρισμός τιμών καταναλωτή αναμένεται να συγκλίνει με τον στόχο του 2% της Sveriges Riksbank το 2024 και να παραμείνει πλησίον σε αυτόν το 2025. Όσον αφορά το προσεχές διάστημα, η νομισματική πολιτική της Σουηδίας και το προσανατολισμένο στη σταθερότητα θεσμικό πλαίσιό της θα εξακολουθήσουν να στηρίζουν την επίτευξη σταθερότητας των τιμών.

Η Σουηδία επί του παρόντος δεν υπόκειται σε απόφαση του Συμβουλίου σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος. Το δημοσιονομικό έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης της Σουηδίας ήταν 0,6% του ΑΕΠ το 2023, δηλ. πολύ χαμηλότερο από την τιμή αναφοράς 3%. Ο δε λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ ήταν 31,2%, δηλ. πολύ χαμηλότερος από την τιμή αναφοράς 60%. Η Σουηδία δεν έχει ποτέ υπαχθεί σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος.

Κατά τη διετή περίοδο αναφοράς (20 Ιουνίου 2022 έως 19 Ιουνίου 2024) η κορώνα Σουηδίας δεν συμμετείχε στον ΜΣΙ ΙΙ αλλά αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ένα καθεστώς ευέλικτης συναλλαγματικής ισοτιμίας. Η συναλλαγματική ισοτιμία της κορώνας Σουηδίας έναντι του ευρώ επέδειξε, κατά μέσο όρο, υψηλή μεταβλητότητα κατά τη διετία αυτή. Στις 19 Ιουνίου 2024 η συναλλαγματική ισοτιμία ήταν 11,2140 κορώνες ανά ευρώ, δηλ. η κορώνα υποτιμήθηκε κατά 5,8% σε σχέση με το μέσο επίπεδο του Ιουνίου 2022. Στη διάρκεια της περιόδου αναφοράς η Sveriges Riksbank διατήρησε τη συμφωνία ανταλλαγής νομισμάτων (swap) με την ΕΚΤ, με ισχύ από 20ής Δεκεμβρίου 2007, που της επιτρέπει να δανείζεται έως 10 δισεκ. ευρώ έναντι κορωνών Σουηδίας.

Κατά την περίοδο αναφοράς από τον Ιούνιο του 2023 έως τον Μάιο του 2024 τα μακροπρόθεσμα επιτόκια στη Σουηδία διαμορφώθηκαν σε 2,5% κατά μέσο όρο και, ως εκ τούτου, ήταν χαμηλότερα από την τιμή αναφοράς 4,8% για το κριτήριο της σύγκλισης των επιτοκίων. Η διαφορά του μακροπρόθεσμου επιτοκίου της Σουηδίας έναντι του (σταθμισμένου ως προς το ΑΕΠ) μέσου όρου της ζώνης του ευρώ μειώθηκε ελαφρώς και διαμορφώθηκε σε -0,7 της ποσοστιαίας μονάδας στο τέλος της περιόδου αναφοράς. Οι αγορές κεφαλαίων στη Σουηδία είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένες σε σύγκριση με εκείνες της ζώνης του ευρώ.

Η νομοθεσία της Σουηδίας δεν συμμορφώνεται προς όλες τις απαιτήσεις όσον αφορά την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης και τη νομική ενσωμάτωση στο Ευρωσύστημα. Η Σουηδία είναι κράτος-μέλος της ΕΕ με παρέκκλιση και ως εκ τούτου θα πρέπει να προβεί σε όλες τις απαιτούμενες προσαρμογές βάσει του άρθρου 131 της Συνθήκης. Σύμφωνα με τη Συνθήκη, η Σουηδία όφειλε να έχει ψηφίσει εθνικές νομοθετικές διατάξεις για την ενσωμάτωσή της στο Ευρωσύστημα από την 1η Ιουνίου 1998. Μέχρι σήμερα, οι σουηδικές αρχές δεν έχουν προβεί στις απαραίτητες νομοθετικές ενέργειες προκειμένου να αρθούν οι ασυμβατότητες που περιγράφονται στην παρούσα αλλά και σε παλαιότερες εκθέσεις.

Συντελεστές

Η παρούσα Έκθεση για τη Σύγκλιση συντονίστηκε και καταρτίστηκε από τη Γενική Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της ΕΚΤ, με συμβολή, σχόλια και προτάσεις και από άλλες υπηρεσιακές μονάδες της ΕΚΤ, ιδίως από τις Γενικές Διευθύνσεις Νομικών Υπηρεσιών, Νομισματικής Πολιτικής και Στατιστικής. Επίσης ενσωματώνει σχόλια από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες της ΕΕ και ειδικότερα από τους συμμετέχοντες στη συντακτική ομάδα της παρούσας Έκθεσης.

Η Έκθεση για τη Σύγκλιση εγκρίθηκε από το Γενικό Συμβούλιο της ΕΚΤ στις 21 Ιουνίου 2024.

Τις ενότητες που εξετάζουν την οικονομική σύγκλιση συνέταξαν οι Ursel Baumann, Martin Bijsterbosch, Alexandra Olivia Coldea, Matteo Falagiarda, Christine Gartner, Nadine Leiner-Killinger, Christophe Madaschi, Klaus Masuch, Steffen Osterloh, Gábor Vinzce, Giovanni Vitale και Caroline Willeke.

Συνέβαλαν επίσης οι Miguel Ampudia, Ana Bairrao, Krzysztof Bankowski, Nicolai Benalal, Francesco Chiacchio, Mar Delgado Téllez, Roberta De Stefani, Juan Luis Diaz del Hoyo, Martin Eiglsperger, Michael Fidora, Nina Furbach, Flavio Fusero, Patrick Grussenmeyer, Stephan Haroutunian, Jürgen Herr, Miska Taneli Jokinen, Jarkko Juhani Kaunisto, Linda Kezbere, Stanimira Kosekova, Eduardo Leite Kropiwiec Filho, Antonio Moreno, Jerzy Niemczyk, Matteo Paolo Pirone, Elvira Rosati και Ulla Neumann.

Τις ενότητες που εξετάζουν τη νομική σύγκλιση συνέταξαν οι Axel-Johannes Korb, Christian Kroppenstedt, Justyna Kurzela, Frederik Malfrère και Chiara Zilioli.

Συνέβαλαν επίσης οι David Baez Seara, Viktória Bíró, Alina Grosu, Μιχαήλ Ιωαννίδης, Karen Kaiser, Asen Lefterov, Sarah Levy, Jorge Ruiz Jiménez, Marek Svoboda, Marta Szablewska και Fabian von Lindeiner.


© Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, 2024

Διεύθυνση 60640 Frankfurt am Main, Germany
Τηλέφωνο +49 69 1344 0
Δικτυακός τόπος www.ecb.europa.eu

Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος. Επιτρέπεται η αναπαραγωγή για εκπαιδευτικούς και μη εμπορικούς σκοπούς, εφόσον αναφέρεται η πηγή.

Για θέματα ορολογίας και συντομογραφίες ανατρέξτε στο Γλωσσάριο της ΕΚΤ.

PDF ISBN 978-92-899-6795-2, ISSN 1725-9517, doi:10.2866/73299, QB-AD-24-001-EL-N
HTML ISBN 978-92-899-6747-1, ISSN 1725-9517, doi:10.2866/172573, QB-AD-24-001-EL-Q

Στους πίνακες χρησιμοποιούνται τα εξής σύμβολα:

“-” δεν υπάρχουν/δεν εφαρμόζονται στοιχεία
“.” τα στοιχεία δεν είναι ακόμη διαθέσιμα


  1. Εκτός αν επισημαίνεται διαφορετικά, όπου στην παρούσα έκθεση γίνεται λόγος για τη “Συνθήκη” νοείται η Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι παραπομπές σε άρθρα είναι σύμφωνες με την αρίθμηση που ισχύει από την 1η Δεκεμβρίου 2009. Εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά, όπου στην παρούσα έκθεση γίνεται λόγος για τις “Συνθήκες” νοούνται η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και η Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι κανονισμοί αυτοί δημοσιεύονται και στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ.

  2. Όταν υπογράφηκε η Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992, για τη Δανία προβλέφθηκε ρήτρα εξαίρεσης (“opt-out” clause) βάσει της οποίας δεν υποχρεούται να συμμετάσχει στο τρίτο στάδιο της ΟΝΕ και, ως εκ τούτου, να υιοθετήσει το ευρώ.

  3. Στις 4 Νοεμβρίου 2014, η ΕΚΤ ανέλαβε τα καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου της 15ης Οκτωβρίου 2013 για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287, 29.10.2013, σελ. 63). Βλ. άρθρο 33 (2) του εν λόγω κανονισμού.

  4. Βλ. την αιτιολογική σκέψη 10 του Κανονισμού (EΕ) αριθ. 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Απριλίου 2014, που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (κανονισμός για το πλαίσιο ΕΕΜ) (ECB/2014/17) (ΕΕ L 141, 14.5.2014, σελ. 1).

  5. Βλ. την Απόφαση (EΕ) 2020/1015 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 24ης Ιουνίου 2020 σχετικά με τη θέσπιση στενής συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Българска народна банка (Εθνικής Τράπεζας της Βουλγαρίας) (ECB/2020/30) (ΕΕ L 224I, 13.7.2020, σελ. 1).

  6. Βλ. την Ετήσια Έκθεση της ΕΚΤ για την εποπτική δραστηριότητα 2020, ιδίως την Ενότητα 4.1 “Διεύρυνση του ΕΕΜ μέσω στενής συνεργασίας”.

  7. Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1467/97 του Συμβουλίου, της 7ης Ιουλίου 1997, για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος (ΕΕ L 209, 2.8.1997, σελ. 6).

  8. Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1177/2011 του Συμβουλίου, της 8ης Νοεμβρίου 2011, που τροποποιεί τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1467/97 του Συμβουλίου για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος (ΕΕ L 306, 23.11.2011, σελ. 33).

  9. Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 2024/1264 του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2024, που τροποποιεί τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1467/97 του Συμβουλίου για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος (ΕΕ L 2024/1264, 30.4.2024).

  10. Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 του Συμβουλίου της 7ης Ιουλίου 1997 για την ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών (ΕΕ L 209, 2.8.1997, σελ. 1).

  11. Οδηγία 2011/85/ΕΕ του Συμβουλίου της 8ης Νοεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για τα δημοσιονομικά πλαίσια των κρατών-μελών (ΕΕ L 306, 23.11.2011, σελ. 41).

  12. Βλ. Γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 5ης Ιουλίου 2023, σχετικά με πρόταση μεταρρύθμισης της οικονομικής διακυβέρνησης στην Ένωση (CON/2023/20).

  13. Τα επιτόκια υπολογίστηκαν με βάση τα διαθέσιμα εναρμονισμένα μακροπρόθεσμα επιτόκια που σχεδιάστηκαν για την αξιολόγηση της σύγκλισης (βλ. Κεφάλαιο 6 του αγγλικού πρωτοτύπου).

  14. Βλ. αιτιολογική σκέψη 2 του Κανονισμού (EE) αριθ. 1176/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Νοεμβρίου 2011 σχετικά με την πρόληψη και τη διόρθωση των υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών (ΕΕ L 306, 23.11.2011, σελ. 25).

  15. Γνώμες CON/2010/91 και CON/2010/37. Όλες οι γνώμες της ΕΚΤ είναι διαθέσιμες στον διαδικτυακό τόπο EUR-Lex.

  16. Απόφαση 98/317/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Μαΐου 1998, σύμφωνα με το άρθρο 109ι(4) της Συνθήκης (ΕΕ L 139, 11.5.1998, σελ. 30). Σημείωση: Ο τίτλος της Απόφασης 98/317/ΕΚ αναφέρεται στη Συνθήκη ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (πριν από την επαναρίθμηση των άρθρων της εν λόγω Συνθήκης σύμφωνα με το άρθρο 12 της Συνθήκης του Άμστερνταμ). Η διάταξη αυτή έχει καταργηθεί από τη Συνθήκη της Λισσαβώνας.

  17. Πράξη περί των όρων προσχωρήσεως της Τσεχίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λεττονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ L 236, 23.9.2003, σελ. 33).

  18. Για τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, βλ. άρθρο 5 της Πράξης περί των όρων προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ L 157, 21.6.2005, σελ. 203). Για την Κροατία, βλ. άρθρο 5 της Πράξης περί των όρων προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Κροατίας και των προσαρμογών της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (ΕΕ L 112, 24.4.2012, σελ. 21).

  19. Ειδικότερα τις Εκθέσεις για τη Σύγκλιση της ΕΚΤ του Ιουνίου 2022 (για τη Βουλγαρία, την Τσεχία, την Κροατία, την Ουγγαρία, την Πολωνία, τη Ρουμανία και τη Σουηδία), του Ιουνίου 2020 (για τη Βουλγαρία, την Τσεχία, την Κροατία, την Ουγγαρία, την Πολωνία, τη Ρουμανία και τη Σουηδία), του Μαΐου 2018 (για τη Βουλγαρία, την Τσεχία, την Κροατία, την Ουγγαρία, την Πολωνία, τη Ρουμανία και τη Σουηδία), του Ιουνίου 2016 (για τη Βουλγαρία, την Τσεχία, την Κροατία, την Ουγγαρία, την Πολωνία, τη Ρουμανία και τη Σουηδία), του Ιουνίου 2014 (για τη Βουλγαρία, την Τσεχία, την Κροατία, την Ουγγαρία, την Πολωνία, τη Ρουμανία και τη Σουηδία), του Ιουνίου 2013 (για τη Λεττονία), του Μαΐου 2012 (για τη Βουλγαρία, την Τσεχία, τη Λεττονία, τη Λιθουανία, την Ουγγαρία, την Πολωνία, τη Ρουμανία και τη Σουηδία), του Μαΐου 2010 (για τη Βουλγαρία, την Τσεχία, την Εσθονία, τη Λεττονία, τη Λιθουανία, την Ουγγαρία, την Πολωνία, τη Ρουμανία και τη Σουηδία), του Μαΐου 2008 (για τη Βουλγαρία, την Τσεχία, την Εσθονία, τη Λεττονία, τη Λιθουανία, την Ουγγαρία, την Πολωνία, τη Ρουμανία, τη Σλοβακία και τη Σουηδία), του Μαΐου 2007 (για την Κύπρο και τη Μάλτα), του Δεκεμβρίου 2006 (για την Τσεχία, την Εσθονία, την Κύπρο, τη Λεττονία, την Ουγγαρία, τη Μάλτα, την Πολωνία, τη Σλοβακία και τη Σουηδία), του Μαΐου 2006 (για τη Λιθουανία και τη Σλοβενία), του Οκτωβρίου 2004 (για την Τσεχία, την Εσθονία, την Κύπρο, τη Λεττονία, τη Λιθουανία, την Ουγγαρία, τη Μάλτα, την Πολωνία, τη Σλοβενία, τη Σλοβακία και τη Σουηδία), του Μαΐου 2002 (για τη Σουηδία) και του Απριλίου 2000 (για την Ελλάδα και τη Σουηδία) και την Έκθεση για τη Σύγκλιση του ΕΝΙ του Μαρτίου 1998.

  20. Οι εθνικές νομοθεσίες δεν πρέπει να θίγουν τα καθήκοντα και τις εξουσίες που έχουν ανατεθεί εν μέρει στην ΕΚΤ. Βλ. Γνώμη CON/2020/15.

  21. Βλ. μεταξύ άλλων Υπόθεση C-265/95 Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας, ECLI:EU:C:1997:595.

  22. Βλ. παρ. 12 της Γνώμης CON/2005/21, παρ. 2.4 της Γνώμης CON/2022/15 και παρ. 2.6 της Γνώμης CON/2023/27.

  23. Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 7ης Φεβρουαρίου 1973, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C-39/72, EU:C:1973:13, παρ. 16 και 17, απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 10ης Οκτωβρίου 1973, Variola, C-34/73, EU:C:1973:101, παρ. 9 έως 11, απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 2ας Φεβρουαρίου 1977, Amsterdam Bulb, C-50/76, EU:C:1977:13, παρ. 5 έως 8. Βλ. επίσης παρ. 12 της Γνώμης CON/2005/21, παρ. 2.1 της Γνώμης CON/2006/10, παρ. 2.4 της Γνώμης CON/2006/29, παρ. 2.1 της Γνώμης CON/2007/1, παρ. 2.2 της Γνώμης CON/2007/43, παρ. 2.3 της Γνώμης CON/2022/15 και παρ. 2.3 της Γνώμης CON/2023/27.

  24. Για παράδειγμα, βάσει των σχετικών διατάξεων του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 974/98 του Συμβουλίου, της 3ης Μαΐου 1998, για την εισαγωγή του ευρώ (ΕΕ L 139, 11.5.1998, σελ. 1) ή άλλων διατάξεων του ενωσιακού δικαίου.

  25. Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 26ης Ιανουαρίου 2021, Hessischer Rundfunk, C-422/19 και C-423/19, EU:C:2021:63, παρ. 38 και 39, απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 20ης Απριλίου 2023, Brink’s Lithuania, C-772/21, EU:C:2023:305, παρ. 56 και 57.

  26. Βλ. παρ. 2.2 (υποσημείωση 6) της Γνώμης CON/2007/43, παρ. 2.4 της Γνώμης CON/2022/15 και παρ. 2.6 της Γνώμης CON/2023/27.

  27. Βλ. παρ. 13 της Γνώμης CON/2005/21, παρ. 2.2 και 3.2 της Γνώμης CON/2006/10, παρ. 2.4 της Γνώμης CON/2022/15 και παρ. 2.6 της Γνώμης CON/2023/27.

  28. Βλ. παρ. 2.6 της Γνώμης CON/2023/27.

  29. ΕΕ L 189, 3.7.1998, σελ. 42.

  30. Αυτό ισχύει και για το καθεστώς εμπιστευτικότητας του ΕΣΚΤ (βλ. ενότητα 2.2.4 της παρούσας έκθεσης).

  31. Γνώμη CON/2011/104.

  32. Βλ. παρ. 2.3 της Γνώμης CON/2019/15 και την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 10ης Ιουλίου 2003, Επιτροπή κατά Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, C-11/00, EU:C:2003:395, παρ. 134 έως 136.

  33. Γνώμη CON/2019/23.

  34. Βλ. παρ. 2.2 της Γνώμης CON/2011/104 και παρ. 3.2.2 της Γνώμης CON/2017/34.

  35. Βλ. παρ. 2.2 της Γνώμης CON/2021/35.

  36. Γνώμη CON/2010/31.

  37. Γνώμη CON/2009/93.

  38. Γνώμη CON/2010/94.

  39. Γνώμη CON/2016/33.

  40. Όσον αφορά την ψηφοφορία εν γένει, ο μυστικός χαρακτήρας της ψήφου μπορεί να συμβάλει στη διαφύλαξη της ανεξαρτησίας των οργάνων λήψεως αποφάσεων μιας ΕθνΚΤ. Ωστόσο, η αρχή της θεσμικής ανεξαρτησίας δεν αποκλείει τη δυνατότητα δημοσιοποίησης των ψήφων, βλ. παρ. 2.3 της Γνώμης CON/2022/10.

  41. Γνώμες CON/2014/25 και CON/2015/57.

  42. Γνώμη CON/2018/17.

  43. Βλ. LR Ģenerālprokuratūra, C-3/20, ECLI:EU:C:2021:969, παρ. 43.

  44. Βλ. Rimšēvičs και ΕΚΤ κατά Λεττονίας, C-202/18 και C-238/18, EU:C:2019:139, παρ. 76.

  45. Βλ. Rimšēvičs και ΕΚΤ κατά Λεττονίας, C-202/18 και C-238/18, EU:C:2019:139, παρ. 52, και Γνώμη CON/2011/9 παρ. 3.7.

  46. Βλ., για παράδειγμα, γνώμες CON/2010/56, CON/2010/80, CON/2011/104, CON/2011/106 και CON/2021/9.

  47. Γνώμη CON/2018/23.

  48. Γνώμη CON/2012/89.

  49. Γνώμες CON/2018/17, CON/2019/19 και CON/2019/36.

  50. Γνώμη CON/2018/53.

  51. Βλ. Γνώμη CON/2019/36 και προτάσεις της γενικής εισαγγελέα Kokott στην υπόθεση Rimšēvičs και ΕΚΤ κατά Λεττονίας, Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-202/18 και C-238/18, EU:C:2018:1030, παρ. 77.

  52. Βλ. Rimšēvičs και ΕΚΤ κατά Λεττονίας, Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-202/18 και C-238/18, EU:C:2019:139, παρ. 92: “Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που του αναθέτει το άρθρο 14.2, δεύτερο εδάφιο του Καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, να επιβεβαιώσει ότι απόφαση για απαλλαγή του Διοικητή από τα καθήκοντά του λαμβάνεται μόνο βάσει επαρκών ενδείξεων ότι έχει διαπράξει σοβαρό παράπτωμα ικανό να δικαιολογήσει ένα τέτοιο μέτρο.”

  53. Γνώμες CON/2004/35, CON/2005/26, CON/2006/32, CON/2006/44, CON/2007/6, CON/2019/19 και CON/2019/24.

  54. Γνώμη CON/2022/45.

  55. Από την άποψη αυτή, τα κράτη-μέλη είναι ελεύθερα να καθορίζουν τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον διορισμό των μελών των οργάνων λήψεως αποφάσεων των ΕθνΚΤ τους, εφόσον δεν έρχονται σε σύγκρουση με τα χαρακτηριστικά της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών που απορρέουν από τις Συνθήκες. Βλ. γνώμες CON/2018/23, CON/2020/19 και CON/2021/9.

  56. Γνώμες CON/2021/7 και CON/2023/17.

  57. Γνώμες CON/2014/24, CON/2014/27, CON/2014/56 και CON/2017/17.

  58. Γνώμες CON/2023/17 και CON/2023/44. Βλ. επίσης Banka Slovenije, υπόθεση C-45/21, ECLI:EU:C:2022:670, παρ. 105.

  59. Το άρθρο 30.4 του Καταστατικού ισχύει μόνο εντός του Ευρωσυστήματος.

  60. Το άρθρο 33.2 του Καταστατικού ισχύει μόνο εντός του Ευρωσυστήματος.

  61. Γνώμες CON/2018/17, CON/2020/13, CON/2022/37, CON/2023/17 και CON/2023/24.

  62. ΕΕ L 115, 16.5.2000, σελ. 1.

  63. Απόφαση ΕΚΤ/2010/26, της 13ης Δεκεμβρίου 2010, σχετικά με την αύξηση του κεφαλαίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΕ L 11, 15.1.2011, σελ. 53).

  64. Οι κυριότερες γνώμες διαπλαστικού χαρακτήρα που εξέδωσε η ΕΚΤ επ' αυτού του θέματος είναι οι εξής: Γνώμες CON/2002/16, CON/2003/22, CON/2003/27, CON/2004/1, CON/2006/38, CON/2006/47, CON/2007/8, CON/2008/13, CON/2008/68 και CON/2009/32.

  65. Γνώμη CON/2019/12.

  66. Γνώμη CON/2019/19.

  67. Όσον αφορά τις δραστηριότητες των ανεξάρτητων εξωτερικών ελεγκτών των ΕθνΚΤ, βλ. το άρθρο 27.1 του Καταστατικού.

  68. Γνώμες CON/2011/9, CON/2011/53, CON/2015/57 και CON/2018/17.

  69. Γνώμες CON/2015/8, CON/2015/57, CON/2016/24, CON/2016/59 και CON/2018/17.

  70. Γνώμες CON/2017/17 και CON/2018/17.

  71. Γνώμες CON/2009/85, CON/2017/17, CON/2022/37 και CON/2023/24.

  72. Γνώμες CON/2009/26 και CON/2013/15.

  73. Γνώμες CON/2009/63 και CON/2009/59.

  74. Γνώμες CON/2009/53, CON/2009/83 και CON/2019/21.

  75. Γνώμες CON/2009/26, CON/2012/69 και CON/2020/13.

  76. Γνώμη CON/2021/7.

  77. Γνώμη CON/2019/19.

  78. Γνώμες CON/2008/9, CON/2008/10, CON/2012/89 και CON/2023/37.

  79. Γνώμη CON/2019/19.

  80. Γνώμες CON/2010/42, CON/2010/51, CON/2010/56, CON/2010/69, CON/2010/80, CON/2011/104, CON/2011/106, CON/2012/6, CON/2012/86, CON/2014/7 και CON/2023/37.

  81. Γνώμη CON/2014/38.

  82. Γνώμη CON/2021/16.

  83. Γνώμες CON/2015/57 και CON/2015/8.

  84. ΕΕ L 332, 31.12.1993, σελ. 1. Τα άρθρα 104 και 104β(1), της Συνθήκης ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας επαναριθμήθηκαν ως άρθρα 123 και 125(1) της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

  85. Peter Gauweiler and Others, C-62/14, EU:C:2015:400, παρ. 100. Το άρθρο 123 της Συνθήκης στοχεύει επίσης στη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών και ενισχύει την ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών.

  86. Βλ. την Έκθεση για τη Σύγκλιση 2008, υποσημείωση 13, στην οποία παρατίθεται κατάλογος γνωμών διαπλαστικού χαρακτήρα που εξέδωσαν το ΕΝΙ/η ΕΚΤ μεταξύ Μαΐου 1995 και Μαρτίου 2008.

  87. Αιτιολογική σκέψη 14 και άρθρο 7 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3603/93. Βλ. π.χ. τις γνώμες CON/2016/21, CON/2017/4, CON/2020/37 και CON/2021/23.

  88. Βλ. Γνώμη CON/2021/39.

  89. Banka Slovenije, C-45/21, EU:C:2022:670, παρ. 53, 54, 57 και 97. Βλ. π.χ. παρ. 2.2 της Γνώμης CON/2022/39, παρ. 2.2.1 της Γνώμης CON/2023/17, CON/2023/17 και παρ. 2.3 της Γνώμης CON/2023/44.

  90. Banka Slovenije, C-45/21, EU:C:2022:670,παρ. 67 έως 75 και 84. Βλ., για παράδειγμα, παρ. 3.1 της Γνώμης CON/2022/39, παρ. 2.2.2 της Γνώμης CON/2023/17 και παρ. 3.1.1 της Γνώμης CON/2023/44.

  91. Γνώμες CON/2011/99 και CON/2011/91.

  92. Γνώμες CON/2009/63 και CON/2009/59.

  93. Γνώμη CON/2013/56.

  94. Banka Slovenije, C-45/21, EU:C:2022:670, παρ. 71.

  95. Banka Slovenije, C-45/21, EU:C:2022:670, παρ. 75. Βλ., για παράδειγμα, παρ. 2.2.3 της Γνώμης CON/2023/17 και παρ. 3.1.2 και 3.1.3 της Γνώμης CON/2023/44.

  96. Γνώμες CON/2012/50, CON/2012/64 και CON/2012/71.

  97. Γνώμη CON/2012/4, υποσημείωση 42 που παραπέμπει σε άλλες σχετικές γνώμες επί του θέματος. Βλ. επίσης γνώμες CON/2016/55 και CON/2017/1.

  98. Γνώμες CON/2020/24 και CON/2021/17.

  99. Γνώμες CON/2015/22, CON/2016/28 και CON/2019/16.

  100. Γνώμες CON/2011/103, CON/2012/99, CON/2015/3 και CON/2015/22.

  101. Γνώμες CON/2015/33, CON/2015/35 και CON/2016/60.

  102. Αιτιολογική σκέψη 27 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ L 173, 12.6.2014, σελ. 149).

  103. Αιτιολογική σκέψη 23 της Οδηγίας 97/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 1997, σχετικά με τα συστήματα αποζημιώσεως των επενδυτών (ΕΕ L 84, 26.3.1997, σελ. 22).

  104. Γνώμες CON/2020/24 και CON/2021/17.

  105. Γνώμη CON/2011/84.

  106. Άρθρο 4 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3603/93 και Γνώμη CON/2013/2.

  107. Άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3603/93.

  108. Άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3603/93.

  109. Γνώμη CON/2013/3.

  110. Γνώμες CON/2009/23, CON/2009/67 και CON/2012/9.

  111. Βλ., μεταξύ άλλων, Γνώμες CON/2010/54, CON/2010/55 και CON/2013/62.

  112. Γνώμη CON/2012/9.

  113. Βλ., προς τούτο, Smaranda Bara and Others κατά Casa Naţională de Asigurări de Sănătate and Others, C-201/14, EU:C:2015:638, παρ. 22, και Peter Gauweiler and Others, C-62/14, EU:C:2015:400, παρ. 100.

  114. Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3604/93 του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1993, για τον προσδιορισμό των εννοιών που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή της απαγόρευσης της προνομιακής πρόσβασης που αναφέρεται στο άρθρο 104α της Συνθήκης [για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας] (ΕΕ L 332, 31.12.1993, σελ. 4). Το άρθρο 104α της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας είναι πλέον το άρθρο 124 της Συνθήκης.

  115. Άρθρο 3 παράγραφος 2 και αιτιολογική σκέψη 10 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3604/93.

  116. Γνώμη του γενικού εισαγγελέα Elmer στην υπόθεση Société civile immobilière Parodi κατά Banque H. Albert de Bary et Cie., C-222/95, EU:C:1997:345, παρ. 24.

  117. Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176, 27.06.2013, σελ. 1), και Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της Οδηγίας 2002/87/ΕΚ και την κατάργηση των Οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176, 27.6.2013, σ 338).

  118. Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

  119. Βλ. άρθρο 8 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

  120. Υπέρ αυτού συνηγορούν το άρθρο 3(2) και η αιτιολογική σκέψη 9 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3604/93.

  121. Κατευθυντήρια γραμμή (ΕΕ) 2015/510 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 19ης Δεκεμβρίου 2014 σχετικά με την εφαρμογή του πλαισίου νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος (κατευθυντήρια γραμμή γενικής τεκμηρίωσης) (ΕΚΤ/2014/60) (ΕΕ L 91, 2.4.2015, σελ. 3).

  122. Όσο υψηλότερα είναι τα υποχρεωτικά ελάχιστα αποθεματικά, τόσο λιγότερα κεφάλαια για χρηματοδοτήσεις διαθέτουν οι τράπεζες, με αποτέλεσμα να περιορίζεται η δημιουργία χρήματος.

  123. Βλ. το άρθρο 19 του Καταστατικού, τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2531/98 του Συμβουλίου της 23ης Νοεμβρίου 1998 σχετικά με την εφαρμογή ελάχιστων αποθεματικών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΕ L 318, 27.11.1998, σελ. 1), τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1745/2003 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 12ης Σεπτεμβρίου 2003 σχετικά με την εφαρμογή ελάχιστων υποχρεωτικών αποθεματικών (ΕΚΤ/2003/9) (ΕΕ L 250, 2.10.2003, σελ. 10) και τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1071/2013 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 24ης Σεπτεμβρίου 2013 σχετικά με τη λογιστική κατάσταση του τομέα των νομισματικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΚΤ/2013/33) (ΕΕ L 297, 7.11.2013, σελ. 1).

  124. Η “Δήλωση της Δημοκρατίας της Λεττονίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας και της Δημοκρατίας της Μάλτας σχετικά με τη γραφή του ονόματος του ενιαίου νομίσματος στις Συνθήκες”, που προσαρτάται στις Συνθήκες, ορίζει ότι: “Με την επιφύλαξη της τυποποιημένης γραφής του ονόματος του ενιαίου νομίσματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης το οποίο αναφέρουν οι Συνθήκες ως έχει στα χαρτονομίσματα και τα κέρματα, η Λεττονία, η Ουγγαρία και η Μάλτα δηλώνουν ότι η γραφή του ονόματος του ενιαίου νομίσματος, συμπεριλαμβανομένων των παραγώγων του, όπως χρησιμοποιείται στο λεττονικό, ουγγρικό και μαλτέζικο κείμενο των Συνθηκών, δεν έχει καμία επίπτωση στους ισχύοντες κανόνες της λεττονικής, της ουγγρικής και της μαλτέζικης γλώσσας”.

  125. ΕΕ L 139, 11.5.1998, σελ. 1.

  126. Γνώμη CON/2012/87.

  127. Γνώμη CON/2020/2.

  128. Γνώμες CON/2010/48 και CON/2010/30.

  129. Βλ. ιδίως τα άρθρα 127 και 128 της Συνθήκης και τα άρθρα 3 έως 6 και 16 του Καταστατικού.

  130. Άρθρο 127(2) της Συνθήκης, πρώτη περίπτωση.

  131. Γνώμες CON/2012/105, CON/2013/90 και CON/2013/91.

  132. Π.χ., εθνικές νομοθετικές διατάξεις για την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ του Συμβουλίου της 8ης Νοεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για τα δημοσιονομικά πλαίσια των κρατών-μελών (ΕΕ L 306, 23.11.2011, σελ. 41). Βλ. Γνώμες CON/2013/90 και CON/2013/91.

  133. Γνώμες CON/2009/99, CON/2011/79 και CON/2017/1.

  134. Γνώμη CON/2010/8.

  135. Παρ. 3.1 της Γνώμης CON/2024/1.

  136. Γνώμη CON/2008/34.

  137. Άρθρο 127(2) της Συνθήκης, τρίτη περίπτωση.

  138. Με εξαίρεση τα τρέχοντα ταμειακά υπόλοιπα σε συνάλλαγμα, τα οποία επιτρέπεται να κατέχουν οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών σύμφωνα με το άρθρο 127(3) της Συνθήκης.

  139. Στο πλαίσιο αυτό, η εθνική νομοθεσία θα πρέπει να διασφαλίζει τη συνέπεια με τις υποχρεώσεις υποβολής στοιχείων που ορίζονται στη νομοθεσία της Ένωσης. Βλ. Γνώμη CON/2020/29.

  140. Γνώμη CON/2013/88.

  141. Γνώμες CON/2015/24 και CON/2015/5.

  142. Άρθρο 26 του Καταστατικού.

  143. Άρθρο 27 του Καταστατικού.

  144. Άρθρο 28 του Καταστατικού.

  145. Άρθρο 30 του Καταστατικού.

  146. Άρθρο 32 του Καταστατικού.

  147. Βλ. παρ. 2.1 και 3.2 έως 3.4 της Γνώμης CON/2022/37, καθώς και παρ. 2.1, 2.2 και 3.1 έως 3.5 της Γνώμης CON/2023/24.

  148. Για τους σκοπούς της παρούσας έκθεσης, οι συναλλαγματικές ισοτιμίες εκφράζονται σε μονάδες εθνικού νομίσματος ανά ευρώ. Έτσι, η μείωση της συναλλαγματικής ισοτιμίας αντιστοιχεί σε ανατίμηση του νομίσματος έναντι του ευρώ και η αύξηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας αντιστοιχεί σε υποτίμηση του νομίσματος έναντι του ευρώ, ενώ οι ποσοστιαίες μεταβολές υποδηλώνουν το βαθμό ανατίμησης ή υποτίμησης του νομίσματος.

  149. Η έκθεση καταρτίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 126(3) της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (COM(2024) 598 final).

  150. Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Debt Sustainability Monitor 2023, European Economy Institutional Paper, No 271, Μάρτιος 2024.

  151. Η μέτρηση της ποιότητας των θεσμών είναι δυσχερής και εμπεριέχει στοιχεία αξιολογικής κρίσης. Αφενός, οι δείκτες που βασίζονται σε αντιλήψεις είναι δυνατόν να έχουν κάποια πλεονεκτήματα έναντι άλλων δεικτών. Ένα από τα πλεονεκτήματα των σχετικών ερευνών πεδίου είναι η σφαιρικότητά τους, ενώ πιο εξειδικευμένοι δείκτες μπορεί να παρέχουν έντονα στρεβλωμένη πληροφόρηση. Επίσης, ενώ το απόλυτο μέγεθός τους μπορεί να είναι αμφισβητήσιμο, οι δείκτες είναι χρήσιμοι για συγκρίσεις μεταξύ των χωρών, εκτός εάν είναι σαφές ότι υπάρχει συστηματική μεροληψία εις βάρος μίας ή περισσότερων συγκεκριμένων χωρών. Επιπλέον, οι δείκτες που βασίζονται αποκλειστικά στο περιεχόμενο των νόμων και όχι σε λεπτομερή γνώση του πώς εφαρμόζονται στην πράξη μπορεί να είναι παραπλανητικοί. Εξάλλου, επειδή δεν υπάρχει κάποιο θεσμικό πρότυπο που να θεωρείται εκ των προτέρων προτιμότερο, οι έρευνες που καταγράφουν αντιλήψεις είναι πιθανόν να αποτρέπουν μεροληψίες μέτρησης όταν αποτυπώνουν απευθείας τις ποικίλες διαστάσεις της οικονομικής διακυβέρνησης. Αφετέρου, οι έρευνες που καταγράφουν αντιλήψεις δεν είναι και αυτές απαλλαγμένες στρεβλώσεων. Για παράδειγμα, μπορεί να επηρεάζονται έντονα από ένα πρόσφατο επεισόδιο ή από αστοχίες στον σχεδιασμό του ερωτηματολογίου. Εξάλλου, όσον αφορά τις χώρες της ΕΕ, μόλις τα τελευταία χρόνια έχει στραφεί το ενδιαφέρον στους δείκτες μέτρησης του θεσμικού περιβάλλοντος για σκοπούς αναλύσεων και χάραξης πολιτικής. Συνεπώς, υπάρχει γενικώς μεγάλο περιθώριο για βελτιώσεις στις μεθόδους μέτρησης. Τέλος, οι προσεγγίσεις των επιμέρους χωρών σε ένα τόσο σύνθετο ζήτημα όσο η ποιότητα των θεσμών και της διακυβέρνησης είναι αναπόφευκτα κάπως ανεπαρκείς και πρέπει σαφώς να συμπληρώνονται από αξιολογήσεις ανά χώρα από πιο μακροχρόνια σκοπιά. Ταυτόχρονα, οι δυσκολίες μέτρησης δεν πρέπει να οδηγούν σε υποβάθμιση της αξίας αυτών των κρίσιμων προσδιοριστικών παραγόντων της μακροπρόθεσμης οικονομικής και κοινωνικής ευημερίας και κοινωνικής δικαιοσύνης.