Η Τσεχική Δημοκρατία, η Εσθονία, η Κύπρος, η Λεττονία, η Λιθουανία, η Ουγγαρία, η Μάλτα, η Πολωνία, η Σλοβενία και η Σλοβακία έγιναν μέλη της ΕΕ την 1η Μαΐου 2004. Η Βουλγαρία και η Ρουμανία προσχώρησαν στην ΕΕ την 1η Ιανουαρίου 2007 και η Κροατία την 1η Ιουλίου 2013. Επί του παρόντος, οι υποψήφιες χώρες για προσχώρηση στην ΕΕ είναι πέντε: η Αλβανία, η Βόρεια Μακεδονία, το Μαυροβούνιο, η Σερβία και η Τουρκία. Τα κριτήρια προσχώρησης, τα οποία προσδιορίστηκαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κοπεγχάγης το 1993 και εξακολουθούν να ισχύουν, είναι τα ίδια για όλες τις χώρες.
Όχι. Θα κληθούν όμως να υιοθετήσουν το ευρώ από τη στιγμή που θα πληρούν τα κριτήρια σύγκλισης του Μάαστριχτ. Σε αντίθεση με τη Δανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, τα νέα κράτη μέλη της ΕΕ δεν έχουν το δικαίωμα να εξαιρεθούν από την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος.
Δεν υπάρχει προκαθορισμένο χρονοδιάγραμμα, όπως επισημαίνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ στο έγγραφο «Θέση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ σχετικά με ζητήματα συναλλαγματικών ισοτιμιών των εντασσόμενων χωρών», το οποίο δημοσιεύθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 2003. Προκειμένου να υιοθετήσουν το ευρώ, θα πρέπει να επιτύχουν υψηλό βαθμό διατηρήσιμης οικονομικής σύγκλισης. Το Συμβούλιο της ΕΕ προβαίνει στη σχετική αξιολόγηση στηριζόμενο σε εκθέσεις που συντάσσουν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η ΕΚΤ σχετικά με τον βαθμό πλήρωσης των κριτηρίων σύγκλισης του Μάαστριχτ από τις ενδιαφερόμενες χώρες. Οι εκθέσεις αυτές συντάσσονται τουλάχιστον ανά διετία ή κατόπιν αιτήματος του κράτους μέλους που επιθυμεί να υιοθετήσει το ευρώ.
Προκειμένου να υιοθετήσουν το ευρώ, τα κράτη μέλη πρέπει να επιτύχουν υψηλό βαθμό διατηρήσιμης οικονομικής σύγκλισης. Η επίτευξη του στόχου αυτού αξιολογείται βάσει της πλήρωσης των κριτηρίων σύγκλισης, τα οποία καθορίζονται στο άρθρο 140 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αναλύονται περαιτέρω σε πρωτόκολλο που προσαρτάται στις Συνθήκες. Τα κριτήρια αφορούν τα ακόλουθα:
- «την επίτευξη υψηλού βαθμού σταθερότητας τιμών». Αυτό σημαίνει ότι «ένα κράτος μέλος έχει σταθερές επιδόσεις στο θέμα των τιμών και μέσο ποσοστό πληθωρισμού, καταγεγραμμένο επί ένα έτος πριν από τον έλεγχο, που δεν υπερβαίνει εκείνο των τριών, το πολύ, κρατών μελών με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας τιμών, περισσότερο από 1½ ποσοστιαία μονάδα».
- «τη σταθερότητα των δημοσίων οικονομικών». Αυτό σημαίνει ότι, κατά τη στιγμή της εξέτασης, το Συμβούλιο δεν θεωρεί ότι το κράτος μέλος έχει υπερβολικό έλλειμμα. Το Συμβούλιο αποφασίζει εάν υπάρχει ή όχι υπερβολικό έλλειμμα εξετάζοντας:
- τον λόγο μεταξύ του προβλεπόμενου ή υφιστάμενου δημοσιονομικού ελλείμματος και του ΑΕΠ σε τιμές αγοράς, ο οποίος δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το 3%,
- τον λόγο μεταξύ του δημοσίου χρέους και του ΑΕΠ σε τιμές αγοράς, ο οποίος δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το 60%.
Κατά την αξιολόγηση της τήρησης του όρου περί δημοσιονομικής πειθαρχίας λαμβάνονται υπόψη και άλλοι παράγοντες, όπως η προηγούμενη πρόοδος στη μείωση των δημοσιονομικών ανισορροπιών ή/και η ύπαρξη έκτακτων και προσωρινών παραγόντων που συντελούν στις ανισορροπίες αυτές. Επιπλέον, υπό το πρίσμα των αναθεωρήσεων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, σε ισχύ από το τέλος του 2011, η αξιολόγηση θα περιλαμβάνει επίσης τον βαθμό συμμόρφωσης με τους ενισχυμένους κανόνες δημοσιονομικής διακυβέρνησης. Μεταξύ άλλων, όσα κράτη μέλη έχουν λόγο δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ άνω του 60 % θα πρέπει να τον μειώσουν προς την τιμή αναφοράς με ικανοποιητικό ρυθμό, δηλ. σε συμμόρφωση με το κριτήριο αναφοράς για τη μείωση του χρέους που θεσπίστηκε πρόσφατα.
- «την τήρηση των κανονικών περιθωρίων διακύμανσης που προβλέπονται από τον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών του ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος επί δύο τουλάχιστον χρόνια, χωρίς υποτίμηση έναντι του ευρώ». Κατά την αξιολόγηση της τήρησης του εν λόγω κριτηρίου, έχει ιδιαίτερη σημασία η συναλλαγματική ισοτιμία να βρίσκεται κοντά στην κεντρική της ισοτιμία έναντι του ευρώ χωρίς σοβαρή ένταση, κατά δύο τουλάχιστον έτη, ενώ λαμβάνονται υπόψη και παράγοντες που μπορεί να έχουν οδηγήσει σε ανατίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας.
- «τη διάρκεια της σύγκλισης […] αντανακλώμενη στα επίπεδα των μακροπρόθεσμων επιτοκίων». Αυτό σημαίνει ότι «το υπό παρατήρηση κράτος μέλος, επί διάστημα ενός έτους πριν από την εξέταση, έχει μέσο ονομαστικό μακροπρόθεσμο επιτόκιο το οποίο δεν υπερβαίνει εκείνο των τριών, το πολύ, κρατών μελών με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας τιμών, περισσότερο από 2 ποσοστιαίες μονάδες. Τα επιτόκια υπολογίζονται βάσει μακροπρόθεσμων ομολόγων του δημοσίου ή συγκρίσιμων χρεογράφων, λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές των εθνικών ορισμών».
- Τέλος, κατά την αξιολόγηση λαμβάνονται υπόψη αρκετοί άλλοι παράγοντες, όπως «τα αποτελέσματα της ολοκλήρωσης των αγορών, η κατάσταση και η εξέλιξη των ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών και μια εξέταση των εξελίξεων του κατά μονάδα κόστους εργασίας και άλλων δεικτών τιμών».
Επιπροσθέτως, σύμφωνα και πάλι με το άρθρο 140 της Συνθήκης, στο πλαίσιο της αξιολόγησης της σύγκλισης εξετάζεται εάν η εθνική νομοθεσία κάθε κράτους μέλους, για το οποίο ισχύει παρέκκλιση συμπεριλαμβανομένου του καταστατικού της εθνικής κεντρικής τράπεζάς του, συμβιβάζεται με τα άρθρα 130 και 131 και με το καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ.
Το ψήφισμα για τον ΜΣΙ ΙΙ ορίζει ότι «η συμμετοχή στον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών θα είναι προαιρετική για τα εκτός ζώνης του ευρώ κράτη μέλη. Ωστόσο, αναμένεται ότι τα κράτη μέλη υπέρ των οποίων ισχύει παρέκκλιση θα συμμετάσχουν στον μηχανισμό. Αν ένα κράτος μέλος δεν συμμετέχει στον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών εξαρχής, θα μπορεί να συμμετάσχει αργότερα». Δεν υπάρχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις συμμετοχής, θα πρέπει όμως να επέλθει κοινή συμφωνία ως προς την κεντρική ισοτιμία και το περιθώριο διακύμανσης. Παράλληλα, η τουλάχιστον διετής συμμετοχή στον ΜΣΙ ΙΙ προ της αξιολόγησης της σύγκλισης αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, προαπαιτούμενο για την υιοθέτηση του ευρώ (βλ. επίσης το έγγραφο «Θέση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ σχετικά με ζητήματα συναλλαγματικών ισοτιμιών των εντασσόμενων χωρών», το οποίο δημοσιεύθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 2003).
Σύμφωνα με το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Άμστερνταμ της 16ης Ιουνίου 1997, οι αποφάσεις σχετικά με τις κεντρικές ισοτιμίες στον ΜΣΙ ΙΙ λαμβάνονται με κοινή συναίνεση των υπουργών οικονομικών των χωρών της ζώνης του ευρώ, της ΕΚΤ και των υπουργών οικονομικών και των διοικητών των κεντρικών τραπεζών των χωρών εκτός της ζώνης του ευρώ που συμμετέχουν στον νέο μηχανισμό, βάσει κοινής διαδικασίας με τη συμβολή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και ύστερα από διαβούλευση με την Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή. Οι υπουργοί οικονομικών και οι διοικητές των κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών τα οποία δεν συμμετέχουν στον ΜΣΙ ΙΙ παρίστανται, δεν έχουν όμως δικαίωμα ψήφου κατά τη διαδικασία. Όλα τα συμβαλλόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ, έχουν το δικαίωμα να κινήσουν εμπιστευτική διαδικασία με στόχο την επανεξέταση των κεντρικών ισοτιμιών (βλ. επίσης το έγγραφο «Θέση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ σχετικά με ζητήματα συναλλαγματικών ισοτιμιών των εντασσόμενων χωρών», το οποίο δημοσιεύθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 2003).
Το ευρώ απαλείφει τους συναλλαγματικούς κινδύνους μεταξύ των χωρών που το υιοθετούν, με αποτέλεσμα τη μείωση των επιτοκίων, και επιτρέπει στις χώρες να ωφελούνται από τη σταθερότητα των τιμών, η οποία αποτελεί τον πρωταρχικό στόχο της ΕΚΤ. Επίσης, ανοίγει τον δρόμο για μια ενοποιημένη κεφαλαιαγορά με επαρκές βάθος και ρευστότητα μεταξύ των χωρών που το υιοθετούν. Οι πολίτες δεν χρειάζεται πλέον να αγοράζουν συνάλλαγμα, όταν ταξιδεύουν στη ζώνη του ευρώ, και να πληρώνουν τα έξοδα της συναλλαγής αυτής. Ωστόσο, για να αξιοποιήσει πλήρως τα οφέλη, μια χώρα πρέπει να είναι έτοιμη για το ευρώ. Αυτό αξιολογείται βάσει των κριτήριων σύγκλισης του Μάαστριχτ.
Τόσο η ΕΚΤ όσο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα συντάσσουν εκθέσεις για τη σύγκλιση, είτε κάθε δύο χρόνια είτε κατόπιν σχετικού αιτήματος κράτους μέλους με παρέκκλιση. Βάσει των εκθέσεων αυτών, το Συμβούλιο της ΕΕ αποφασίζει κατά πόσον το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την υιοθέτηση του ευρώ. Όλες οι εκθέσεις τις ΕΚΤ για τη σύγκλιση είναι διαθέσιμες στην ενότητα
Publications του παρόντος δικτυακού τόπου. Πέραν του ρόλου που διαδραματίζει στο πλαίσιο της αξιολόγησης της σύγκλισης, η ΕΚΤ συνεργάζεται επίσης με τις εθνικές κεντρικές τράπεζες των νέων μελών της ΕΕ, ώστε να διευκολύνει την ομαλή τους ένταξη στο λειτουργικό πλαίσιο του Ευρωσυστήματος.
Οι κεντρικές τράπεζες των νέων κρατών μελών της ΕΕ είναι πλήρη μέλη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) και οι διοικητές τους είναι, αντιστοίχως, πλήρη μέλη του Γενικού Συμβουλίου. Οι εμπειρογνώμονες των κεντρικών τραπεζών έχουν την ιδιότητα πλήρους μέλους στις επιτροπές του ΕΣΚΤ, όποτε αυτές συνέρχονται σε επίπεδο ΕΣΚΤ, δηλαδή με τη συμμετοχή όλων των εθνικών κεντρικών τραπεζών (ΕθνΚΤ) της ΕΕ και όχι μόνο των κεντρικών τραπεζών της ζώνης του ευρώ. Μετά την υιοθέτηση του ευρώ από τα νέα κράτη μέλη, οι διοικητές των αντίστοιχων κεντρικών τραπεζών θα γίνουν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και οι εμπειρογνώμονες μέλη των επιτροπών του ΕΣΚΤ, όποτε αυτές συνέρχονται σε επίπεδο Ευρωσυστήματος (δηλαδή με τη συμμετοχή όλων των ΕθνΚΤ της ζώνης του ευρώ).
Η «ευρωποίηση» αντιβαίνει προς το βασικό οικονομικό σκεπτικό της ΟΝΕ, σύμφωνα με το οποίο η τελική υιοθέτηση του ευρώ αποτελεί την κατάληξη μιας διαδικασίας σύγκλισης εντός ενός πολυμερούς πλαισίου. Τα στάδια που καθορίζονται στη Συνθήκη για την πορεία προς την υιοθέτηση του ευρώ δεν μπορούν να παρακάμπτονται με μονομερή ευρωποίηση.
Ο ΜΣΙ ΙΙ είναι μια πολυμερής συμφωνία, στο πλαίσιο της οποίας τα νομίσματα των εκτός της ζώνης του ευρώ κρατών μελών συνδέονται με το ευρώ και οι αποφάσεις λαμβάνονται με κοινή συναίνεση των ενδιαφερομένων μερών. Ένα κράτος μέλος μπορεί να διατηρήσει καθεστώς επιτροπής συναλλάγματος που βασίζεται στο ευρώ ως μονομερή δέσμευση εντός του ΜΣΙ ΙΙ, υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρχει κοινή συναίνεση ως προς τη σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία που ισχύει στο καθεστώς επιτροπής συναλλάγματος, η οποία θα αποτελέσει και την κεντρική ισοτιμία του εν λόγω νομίσματος εντός του ΜΣΙ ΙΙ. Καθεστώτα επιτροπής συναλλάγματος που δεν βασίζονται στο ευρώ δεν είναι συμβατά με τη συμμετοχή στον ΜΣΙ ΙΙ. Γενικότερα, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ ούτε ενθαρρύνει ούτε αποθαρρύνει την υιοθέτηση καθεστώτος επιτροπής συναλλάγματος. Το εν λόγω καθεστώς δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ότι υποκαθιστά τα δύο χρόνια συμμετοχής στον ΜΣΙ ΙΙ (βλ. το έγγραφο «Θέση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ σχετικά με ζητήματα συναλλαγματικών ισοτιμιών των εντασσόμενων χωρών», το οποίο δημοσιεύθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 2003 και αναφέρεται παραπάνω).
Οι διοικητές των εθνικών κεντρικών τραπεζών όλων των κρατών μελών της ΕΕ αποτελούν πλήρη μέλη του Γενικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, το οποίο επίσης περιλαμβάνει την Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο της ΕΚΤ. Μετά την υιοθέτηση του ευρώ από τα νέα κράτη μέλη, οι διοικητές των αντίστοιχων κεντρικών τραπεζών θα γίνουν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ. Ωστόσο, ο ανώτατος αριθμός των μελών με δικαίωμα ψήφου θα είναι 21: έξι μόνιμα δικαιώματα ψήφου για τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής και 15 δικαιώματα ψήφου για τους διοικητές των εθνικών κεντρικών τραπεζών, ασκούμενα εκ περιτροπής. Όσα μέλη δικαιούνται να ψηφίσουν, θα έχουν μία ψήφο, σύμφωνα με την αρχή «ένα πρόσωπο, μία ψήφος». Όλα τα μέλη θα έχουν το δικαίωμα να παρίστανται, καθώς και δικαίωμα λόγου.
Ναι. Σύμφωνα με το Καταστατικό του ΕΣΚΤ, όλες οι εθνικές κεντρικές τράπεζες που συμμετέχουν στο ΕΣΚΤ εγγράφονται στο κεφάλαιο της ΕΚΤ, σύμφωνα με την κλείδα κατανομής που αντιστοιχεί στα μερίδια συμμετοχής των χωρών τους στον πληθυσμό και στο ΑΕΠ της ΕΕ. Εντούτοις, οι εθνικές κεντρικές τράπεζες των χωρών που δεν έχουν ακόμη υιοθετήσει το ευρώ πρέπει να καταβάλουν μόνο το 3,75% του μεριδίου τους στο εγγεγραμμένο κεφάλαιο της ΕΚΤ.