Επιλογές αναζήτησης
Η ΕΚΤ Ενημέρωση Επεξηγήσεις Έρευνα & Εκδόσεις Στατιστικές Νομισματική πολιτική Το ευρώ Πληρωμές & Αγορές Θέσεις εργασίας
Προτάσεις
Εμφάνιση κατά
  • Ομιλία

Παραμένοντας ανθεκτικοί σε περιόδους αβεβαιότητας

Ομιλία της Christine Lagarde, Προέδρου της ΕΚΤ, σε εκδήλωση που διοργάνωσε η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου

Λευκωσία, 30 Μαρτίου 2022

Η «Ιθάκη», το πασίγνωστο ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη, ξεκινά με τα ακόλουθα λόγια:

«Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,

να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,

γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.»

Και αυτά τα λόγια πράγματι αποτυπώνουν θαυμάσια τη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου. Μια ιστορία γεμάτη περιπέτειες, ένας δρόμος σπαρμένος με εμπόδια. Κι όμως, ο κυπριακός λαός έχει κατορθώσει να τα αντιμετωπίσει όλα με επιτυχία, αποκομίζοντας γνώσεις και αναδυόμενος κάθε φορά και πιο δυνατός.

Το έθνος σας ανέκαμψε έπειτα από την εισβολή του 1974 και την επακόλουθη διαίρεση της χώρας, χάρη στην ευελιξία και την οξύνοια που του επέτρεψαν να μετατραπεί σε επιχειρηματικό κέντρο στην περιφέρεια της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής.

Η Κύπρος μεταμορφώθηκε από ένα νησί στο ανατολικότερο άκρο της Ευρώπης σε αναπόσπαστο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την ένταξη σε αυτήν το 2004 και την υιοθέτηση του ευρώ το 2008.

Κατάφερε να αντεπεξέλθει στην οδυνηρή τραπεζική κρίση του 2013 και να ανακάμψει στη συνέχεια, πετυχαίνοντας κάθε χρόνο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης περίπου 6% από το 2015 μέχρι την έναρξη της πανδημίας.

Πιο πρόσφατα, η Κύπρος κατόρθωσε να συνέλθει από την πανδημία, παρά τη σπουδαιότητα του τουρισμού για την οικονομία, που δέχτηκε σοβαρό πλήγμα από τα περιοριστικά μέτρα και την απαγόρευση των ταξιδιών.

Όμως η Ευρώπη βρίσκεται αυτήν τη στιγμή αντιμέτωπη με μια ακόμη κρίση, τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Πάνω από όλα έχουμε να κάνουμε με μια ανθρώπινη τραγωδία, το κόστος της οποίας αυξάνεται μέρα με τη μέρα. Πρόκειται όμως και για μια σημαντική διαταραχή για την οικονομία, λόγω της γεωγραφικής εγγύτητάς μας με τη Ρωσία και της εξάρτησής μας από το ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο.

Αυτή η διαταραχή θα γίνει αισθητή και εδώ στην Κύπρο. Επικροτώ λοιπόν την απόφαση της χώρας σας να αντιταχθεί σε αυτή την αδικαιολόγητη πράξη βίας, στο πλευρό των άλλων ευρωπαϊκών χωρών.

Αναγνωρίζω όμως ότι η Κύπρος, όπως και όλη η Ευρώπη, βρίσκεται τώρα αντιμέτωπη με ολοένα μεγαλύτερη αβεβαιότητα. Στη σημερινή μου ομιλία θα ήθελα επομένως να κάνω μια επισκόπηση της οικονομικής κατάστασης στη ζώνη του ευρώ και να αναφερθώ σε όσα ξέρουμε μέχρι στιγμής για τις επιπτώσεις του πολέμου. Και θα ήθελα να περιγράψω πώς οι εθνικές και οι ευρωπαϊκές πολιτικές μπορούν μαζί να συμβάλουν στον περιορισμό του κόστους και στη διαχείριση της σημερινής αβεβαιότητας.

Η ανάκαμψη από την πανδημία

Προτού ξεσπάσει ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος, η οικονομία της ζώνης του ευρώ είχε εισέλθει σε φάση ανάκαμψης από την πανδημία. Ο ρυθμός της ανάκαμψης ήταν πολύ ταχύτερος και η δημιουργία θέσεων εργασίας πολύ μεγαλύτερη από ό,τι μετά από προηγούμενες υφέσεις.

Για παράδειγμα, μετά την έναρξη της μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης χρειάστηκαν επτά χρόνια για να επιστρέψει το ΑΕΠ της ζώνης του ευρώ στο προ της κρίσης επίπεδό του και σχεδόν 12 χρόνια για να συμβεί το ίδιο με το ποσοστό ανεργίας. Αυτήν τη φορά, το ΑΕΠ είχε ήδη υπερβεί το προ της κρίσης επίπεδό του στο τέλος του περασμένου έτους. Η ανεργία στη ζώνη του ευρώ έχει φθάσει σε πρωτοφανή χαμηλά επίπεδα και διαμορφώνεται σε ποσοστά που είχαμε να δούμε από τη δεκαετία του 1970.

Η Κύπρος έχει συνεισφέρει σε αυτή την έντονη δυναμική της ανάκαμψης. Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ ήταν 5,6% πέρυσι, επιστρέφοντας στο επίπεδο του 2019. Η ανεργία έχει και αυτή επανέλθει στο προ της κρίσης επίπεδο του 6% περίπου.

Αυτές οι ισχυρές επιδόσεις οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στα έκτακτα μέτρα πολιτικής που ελήφθησαν στη ζώνη του ευρώ, όπου η δημοσιονομική και η νομισματική πολιτική συντονίστηκαν με σκοπό την προστασία των εισοδημάτων και της ζήτησης. Ωστόσο, δεν ήταν τόσο εύκολη η επανεκκίνηση της προσφοράς μετά τα περιοριστικά μέτρα για την ανάσχεση του ιού.

Αυτό προκάλεσε μια παγκόσμια αναντιστοιχία μεταξύ της απότομα αυξανόμενης ζήτησης και της περιορισμένης προσφοράς, η οποία οδήγησε σε ελλείψεις και σε διαταράξεις της αλυσίδας προσφοράς. Με δεδομένο τον βαθμό διασύνδεσης της παγκόσμιας οικονομίας, το φαινόμενο αυτό μεταδόθηκε αλυσιδωτά από τη μια αγορά στην άλλη, δημιουργώντας ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις.

Για παράδειγμα, από τον περασμένο Ιούνιο η ενέργεια και τα τρόφιμα αντιπροσωπεύουν, κατά μέσο όρο, περίπου τα δύο τρίτα του πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ. Αυτό αντανακλά εν μέρει την απόφαση του ΟΠΕΚ+ να μειώσει την προσφορά αργού πετρελαίου κατά 9,7 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα το 2020 και, στη συνέχεια, το γεγονός ότι κάποια μέλη του δεν αποκατέστησαν την προσφορά στα προηγούμενα επίπεδά της. Αυτό συντέλεσε με τη σειρά του στην άνοδο της τιμής του φυσικού αερίου, η οποία μετακυλίστηκε στις τιμές των τροφίμων, με την αύξηση της τιμής των λιπασμάτων, και στις τιμές των βιομηχανικών αγαθών έντασης ενέργειας.

Αυτές οι δευτερογενείς επιδράσεις στις διάφορες αγορές είχαν ως αποτέλεσμα ο πληθωρισμός να φθάσει το 5,9% στη ζώνη του ευρώ κατά την τελευταία μέτρησή του και ο πληθωρισμός των τιμών της ενέργειας να διαμορφωθεί σε επίπεδο πάνω από 30%. Στην Κύπρο έχουν καταγραφεί παρόμοιες πιέσεις στις τιμές και η άνοδος του πληθωρισμού ανέρχεται σε 5,8% – οφειλόμενη κυρίως στις υψηλότερες τιμές της ενέργειας και των τροφίμων (26,2% και 6,8% αντιστοίχως).

Περιμέναμε ότι αυτές οι διαταράξεις θα αμβλύνονταν με την επάνοδο της οικονομίας στην κανονικότητα μετά την πανδημία. Ωστόσο, ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος δημιουργεί σημαντική αβεβαιότητα όσον αφορά τις οικονομικές προοπτικές.

Η οικονομική αβεβαιότητα που δημιουργεί ο πόλεμος

Οι οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου αποτυπώνονται καλύτερα σε αυτό που οι οικονομολόγοι ονομάζουν «διαταραχή στην πλευρά της προσφοράς», η οποία ωθεί τον πληθωρισμό προς τα πάνω και ταυτόχρονα περιορίζει την ανάπτυξη.

Τρεις βασικοί παράγοντες είναι πιθανόν να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη άνοδο του πληθωρισμού.

Πρώτον, οι τιμές της ενέργειας αναμένεται να παραμείνουν σε υψηλότερα επίπεδα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, και πράγματι οι τιμές του φυσικού αερίου έχουν αυξηθεί κατά 52% από την αρχή του έτους και οι τιμές του πετρελαίου κατά 64%.

Δεύτερον, οι πιέσεις στον πληθωρισμό των τιμών των τροφίμων είναι πιθανόν να αυξηθούν. Η Ρωσία και η Ουκρανία εξάγουν σχεδόν το 30% των σιτηρών παγκοσμίως, ενώ η Λευκορωσία και η Ρωσία κατέχουν περίπου το ένα τρίτο της παγκόσμιας παραγωγής ποτάσας, βασικού συστατικού για την παραγωγή λιπασμάτων, πράγμα που μεγεθύνει τις ελλείψεις στην προσφορά.

Τρίτον, τα παγκόσμια φαινόμενα συμφόρησης στον τομέα της μεταποίησης είναι πιθανόν να επιμείνουν σε ορισμένους τομείς. Για παράδειγμα, η Ρωσία είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας παλλαδίου, που είναι το βασικό στοιχείο για την παραγωγή καταλυτών.[1] Η Ουκρανία διαθέτει περίπου το 70% των παγκόσμιων αποθεμάτων του αερίου νέον, που είναι απολύτως απαραίτητο για την κατασκευή ημιαγωγών.

Ταυτόχρονα, ο πόλεμος θέτει σημαντικούς κινδύνους για την ανάπτυξη.

Καθώς η ζώνη του ευρώ είναι καθαρός εισαγωγέας ενέργειας, η άνοδος των τιμών της ενέργειας συνεπάγεται μείωση της αγοραστικής δύναμης για τους εδώ καταναλωτές και αύξησή της για τους εταίρους από τους οποίους προέρχονται οι εισαγωγές μας. Αυτό το φαινόμενο έχει ήδη οδηγήσει σε μείωση του εισοδήματος κατά 1,2% του ΑΕΠ[2] το δ΄ τρίμηνο του 2021 σε σύγκριση με το ίδιο τρίμηνο το 2019, πριν από την πανδημία. Αν μετατρέψουμε αυτό το ποσοστό σε ευρώ, θα μιλούσαμε για απώλεια περίπου 150 δισεκ. ευρώ μέσα σε ένα έτος.

Η πολεμική σύγκρουση αρχίζει επίσης να μειώνει την εμπιστοσύνη με δύο τουλάχιστον τρόπους.

Πρώτον, τα νοικοκυριά γίνονται πιο απαισιόδοξα και θα μπορούσαν να μειώσουν τις δαπάνες τους. H εμπιστοσύνη των καταναλωτών υποχώρησε αυτόν τον μήνα στο χαμηλότερο επίπεδό της από τον Μάιο του 2020 και διαμορφώνεται πολύ χαμηλότερα από τον μακροχρόνιο μέσο όρο της.

Σύμφωνα με έρευνες σε εθνικό επίπεδο, οι προσδοκίες των νοικοκυριών για την ανάπτυξη έχουν επιδεινωθεί, ενώ οι προσδοκίες τους για τον πληθωρισμό έχουν αυξηθεί. Αυτό υποδηλώνει ότι οι άνθρωποι αναμένουν συρρίκνωση του πραγματικού εισοδήματός τους (δηλαδή του εισοδήματός τους που έχει προσαρμοστεί ως προς τον πληθωρισμό). Τα νοικοκυριά είναι πιθανόν να αποταμιεύουν λιγότερο, κι αυτό θα μπορούσε να απορροφήσει μέρος της διαταραχής. Έχουν όμως αναθεωρήσει προς τα κάτω και τις δαπάνες που προγραμματίζουν.

Δεύτερον, είναι πιθανόν να επηρεαστούν οι επιχειρηματικές επενδύσεις. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία ερευνών, η επιχειρηματική δραστηριότητα διατηρήθηκε σε σχετικά καλά επίπεδα τον Μάρτιο, όμως οι προσδοκίες των επιχειρήσεων σε χρονικό ορίζοντα ενός έτους υποχώρησαν απότομα. Επίσης, επιδεινώθηκαν ξανά οι χρόνοι παράδοσης των προμηθευτών, αντανακλώντας τις διαταράξεις από την πλευρά της προσφοράς στον τομέα της μεταποίησης.

Το πόσο θα αυξηθεί ο πληθωρισμός και το πόσο θα επιβραδυνθεί η ανάπτυξη θα εξαρτηθούν εν τέλει από το πώς θα εξελιχθεί η πολεμική σύγκρουση και η επιβολή κυρώσεων. Αντανακλώντας αυτή την αβεβαιότητα, κατά την τελευταία συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου οι εμπειρογνώμονες της ΕΚΤ εκπόνησαν διάφορα σενάρια για να αποτυπώσουν ορισμένες από τις πιθανές εκβάσεις. Σαφώς, όσο μεγαλύτερη διάρκεια θα έχει ο πόλεμος τόσο υψηλότερο θα είναι και το οικονομικό κόστος, και τόσο μεγαλύτερη η πιθανότητα να υλοποιηθούν τα δυσμενέστερα σενάρια. Γι’ αυτό παρακολουθούμε συνεχώς τα εισερχόμενα στοιχεία και επικαιροποιούμε αναλόγως την ανάλυσή μας.

Αυτή η κατάσταση επιφυλάσσει μεγάλες προκλήσεις και για την Κύπρο.

Η χώρα θα επηρεαστεί από τις πληθωριστικές πιέσεις που ασκεί το υψηλότερο κόστος της ενέργειας λόγω της εξάρτησής της από τις εισαγωγές πετρελαίου για την παραγωγή ενέργειας.[3] Στον τομέα του τουρισμού θα μειωθεί ο αριθμός επισκεπτών από τη Ρωσία και την Ουκρανία, οι οποίοι αντιπροσώπευαν το 27% και το 5%, αντίστοιχα, των συνολικών αφίξεων το 2021.

Επιπλέον, δεδομένης της σπουδαιότητας της Κύπρου ως κέντρου ξένων άμεσων επενδύσεων από και προς τη Ρωσία, οι επαγγελματικές υπηρεσίες, όπως λογιστικές, συμβουλευτικές και νομικές υπηρεσίες, αναμένεται να επηρεαστούν και αυτές.

Εντούτοις, τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη της κυπριακής οικονομίας έχουν γίνει πιο εύρωστα τα τελευταία χρόνια, χάρη στη σκληρή δουλειά που έγινε μετά την τραπεζική κρίση του 2013. Πιο συγκεκριμένα, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια μειώθηκαν από το 50% περίπου του συνόλου των δανείων το 2014 σε μονοψήφια ποσοστά στο τέλος του περασμένου έτους. Συνολικά, ο τραπεζικός τομέας έχει υψηλό επίπεδο κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας και τα ανοίγματα προς τη Ρωσία είναι περιορισμένα. 

Οι συνέπειες για τις πολιτικές

Με τη λήψη σωστών μέτρων πολιτικής, μπορούμε να περιορίσουμε τις οικονομικές συνέπειες του πολέμου και να διαχειριστούμε τα υψηλά επίπεδα αβεβαιότητας που αντιμετωπίζουμε.

Για να αντισταθμίσουν τις βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις των υψηλότερων τιμών της ενέργειας και των κυρώσεων, οι εθνικές δημοσιονομικές πολιτικές διαθέτουν σειρά εργαλείων, όπως οι μειώσεις των φόρων και οι επιχορηγήσεις. Σε επίπεδο ΕΕ έχει αρχίσει η χαλάρωση των κανόνων ούτως ώστε οι κυβερνήσεις να μπορούν να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία των πολιτών τους.

Τα πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα που ανακοινώθηκαν στη ζώνη του ευρώ[4] μετά την εισβολή στην Ουκρανία ανέρχονται σε 0,4% του ΑΕΠ της ζώνης του ευρώ φέτος. Ομοίως, η Κύπρος λαμβάνει μέτρα με σκοπό τη μείωση των φόρων επί της ενέργειας και τη διαφοροποίηση των τουριστικών ροών μέσω νέων αεροπορικών δρομολογίων και προγραμμάτων ενίσχυσης του εγχώριου τουρισμού.

Όμως, σε πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα, χρειαζόμαστε μια ευρωπαϊκή προσέγγιση, μια διασυνοριακή συνεργασία, για να προσαρμοστούμε στον κόσμο μετά την εισβολή. Ο πόλεμος τόνισε τις βαθιές στρατηγικές ευπάθειες στις σχέσεις μας στους τομείς της ασφάλειας και του εμπορίου, ευπάθειες τις οποίες μπορούμε να αντιμετωπίσουμε μόνο αν είμαστε περισσότερο ενωμένοι. Αυτό δικαίως φέρνει στο προσκήνιο τον στόχο της Ευρώπης για επίτευξη «στρατηγικής αυτονομίας».

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ήδη ανακοινώσει ορισμένους φιλόδοξους στόχους, όπως ο διπλασιασμός του μεριδίου της Ευρώπης στην παγκόσμια αγορά παραγωγής ημιαγωγών στο 20% μέχρι το 2030. Την περασμένη εβδομάδα, οι Ευρωπαίοι ηγέτες συμφώνησαν να μειώσουν τη ζήτηση για ρωσικά ορυκτά καύσιμα και να ενισχύσουν την ενεργειακή μας ασφάλεια διαφοροποιώντας τα αποθέματα υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) και αυξάνοντας τις επενδύσεις σε καθαρές πηγές ενέργειας.

Αυτό είναι σαφώς επιθυμητό, θα επιφέρει όμως κάποιο κόστος στη φάση της μετάβασης. Θα χρειαστεί να αναδιαρθωθούν οι αλυσίδες προσφοράς και να αναδιοργανωθεί ο ενεργειακός εφοδιασμός, ενώ η μετάβαση προς την πράσινη οικονομία είναι πιθανόν να αυξήσει την πίεση για ορισμένα μεταλλεύματα και ορυκτά τα οποία βρίσκονται ήδη σε έλλειψη. Τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, για παράδειγμα, χρησιμοποιούν έξι φορές περισσότερα μεταλλεύματα από ό,τι τα συμβατικά αυτοκίνητα.[5]

Άρα, η Ευρώπη χρειάζεται ένα σχέδιο για να διασφαλίσει ότι οι αναγκαίες επενδύσεις θα πραγματοποιηθούν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και πιο ομαλά, με τη σύμπραξη δημόσιας και ιδιωτικής χρηματοδότησης.

Το Next Generation EU – το ταμείο των 750 δισεκ. ευρώ που δημιουργήθηκε για να στηρίξει την ανάκαμψη από την πανδημία – θα δώσει ώθηση στις δημόσιες επενδύσεις τα επόμενα έτη. Το 40% περίπου των δαπανών έχει κατανεμηθεί στη μετάβαση προς την πράσινη οικονομία. Στην Κύπρο, έχει ήδη ξεκινήσει η κατασκευή ενός νέου τερματικού σταθμού για τις εισαγωγές LNG, η οποία χρηματοδοτείται κυρίως από επιχορηγήσεις της ΕΕ[6] και δάνεια από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.

Είναι απαραίτητο όμως να κινητοποιηθεί πιο δυναμικά και η ιδιωτική χρηματοδότηση, και προς τον σκοπό αυτόν πρέπει να χρησιμοποιήσουμε καλύτερα το μεγάλο απόθεμα ιδιωτικών κεφαλαίων της Ευρώπης. Επί του παρόντος, οι ευρωπαϊκές κεφαλαιαγορές είναι κατακερματισμένες μεταξύ των διαφόρων χωρών αντί να αντιπροσωπεύουν το σύνολο της Ευρώπης. Γι’ αυτό, η Ένωση Κεφαλαιαγορών – το έργο που αφορά την ενοποίηση των αγορών κεφαλαίου της Ευρώπης – είναι πλέον σημαντικότερη από ποτέ.

Από την πλευρά μας, και στο πλαίσιο της εξελισσόμενης σύγκρουσης, η ΕΚΤ έχει καταστήσει σαφές ότι θα προβεί σε κάθε απαραίτητη ενέργεια προκειμένου να διασφαλίσει τη σταθερότητα των τιμών και να διαφυλάξει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Επιπροσθέτως, έχουμε εφαρμόσει συγκεκριμένα μέτρα πολιτικής ως απάντηση στην αβεβαιότητα που αντιμετωπίζουμε σήμερα.

Όπως εξήγησα την περασμένη εβδομάδα[7], ο καλύτερος τρόπος με τον οποίο η νομισματική πολιτική μπορεί να διαχειριστεί αυτή την αβεβαιότητα είναι να δώσει έμφαση στις αρχές της ευχέρειας επιλογής, της σταδιακής αλλαγής και της ευελιξίας.

Πρώτον, ευχέρεια επιλογής σημαίνει ότι είμαστε έτοιμοι να αντιδράσουμε σε σειρά σεναρίων, και η πορεία που θα ακολουθήσουμε θα εξαρτηθεί από τα εισερχόμενα δεδομένα.

Πιο συγκεκριμένα, αν τα εισερχόμενα δεδομένα υποστηρίζουν την προσδοκία ότι οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τον πληθωρισμό δεν θα επιδεινωθούν ακόμη και μετά τη λήξη των καθαρών αγορών στοιχείων ενεργητικού που διενεργούμε, θα ολοκληρώσουμε τις εν λόγω αγορές στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού (asset purchase programme – APP) το γ΄ τρίμηνο του τρέχοντος έτους. Αν όμως οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τον πληθωρισμό μεταβληθούν και αν οι συνθήκες χρηματοδότησης πάψουν να είναι συμβατές με την επίτευξη περαιτέρω προόδου προς τον στόχο μας του 2%, είμαστε έτοιμοι να αναθεωρήσουμε το χρονοδιάγραμμα των καθαρών αγορών στοιχείων ενεργητικού ως προς το μέγεθος ή/και τη διάρκεια.

Δεύτερον, σταδιακή αλλαγή σημαίνει ότι θα κινούμαστε προσεκτικά και θα προσαρμόζουμε την πολιτική μας βάσει των σχολίων που λαμβάνουμε σχετικά με τις ενέργειές μας. Τυχόν προσαρμογές των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ θα πραγματοποιηθούν κάποια στιγμή μετά τη λήξη των καθαρών αγορών μας στο πλαίσιο του προγράμματος APP και θα είναι σταδιακές.

Και τρίτον, η ευελιξία συνεπάγεται ότι θα χρησιμοποιήσουμε όλα τα εργαλεία που έχουμε στη διάθεσή μας, ούτως ώστε να διασφαλίσουμε την ομοιόμορφη μετάδοση της πολιτικής μας σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ.

Συμπεράσματα

Θα ήθελα να ολοκληρώσω λέγοντας ότι η Ευρώπη εισέρχεται σε μια δύσκολη φάση. Θα αντιμετωπίσουμε, βραχυπρόθεσμα, υψηλότερο πληθωρισμό και βραδύτερη ανάπτυξη. Υπάρχει σημαντική αβεβαιότητα σχετικά με το μέγεθος και τη διάρκεια αυτών των φαινομένων. Όσο μεγαλύτερη θα είναι η διάρκεια του πολέμου τόσο υψηλότερο πιθανώς θα είναι και το κόστος.

Ταυτόχρονα, μια αναδρομή στην πρόσφατη ιστορία της Ευρώπης μάς δείχνει ότι, μετά από κάθε κρίση, αποκομίζουμε τα κατάλληλα διδάγματα και αναδυόμαστε πιο δυνατοί. Αυτό συνέβη μετά την κρίση δημόσιου χρέους και την πανδημία και, όπως όλα δείχνουν, η ρωσική εισβολή θα αποτελέσει και αυτή ένα σημείο καμπής για την Ευρώπη.

Υπό αυτό το πνεύμα, μπορούμε να αντλήσουμε έμπνευση από το παράδειγμα της Κύπρου και το φρόνημα του κυπριακού λαού. Η χώρα σας έχει αποδείξει επανειλημμένως την ευελιξία και την ανθεκτικότητά της, καθώς και την ικανότητά της να μετατρέπει τις κρίσεις σε ευκαιρίες. Είμαι σίγουρη ότι θα το κάνει ξανά.

Είστε η απόδειξη ότι ισχύει στ’ αλήθεια αυτό που υποστήριζε ο Επίκτητος, ότι δηλαδή δεν έχει σημασία τι σου συμβαίνει αλλά το πώς αντιδράς σε αυτό.

 

  1. Βλ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2020), «Study on the EU’s list of Critical Raw Materials» – Τελική έκθεση».
  2. Αυτό το ποσοστό αντανακλά τα πιο πρόσφατα στοιχεία για το ΑΕΠ, που δημοσιεύθηκαν τον Μάρτιο του 2022.
  3. Σύμφωνα με την Eurostat, η εξάρτηση της Κύπρου όσον αφορά τις εισαγωγές ενέργειας (υπολογιζόμενη ως ο λόγος των καθαρών εισαγωγών προς την ακαθάριστη διαθέσιμη ενέργεια) ήταν 93% το 2020.
  4. Στις πέντε μεγαλύτερες χώρες.
  5. Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (2021), «The Role of Critical Minerals in Clean Energy Transitions».
  6. Από τον Εκτελεστικό Οργανισμό για το Κλίμα, τις Υποδομές και το Περιβάλλον.
  7. Lagarde, C. (2022), «Monetary policy in an uncertain world», ομιλία στο συνέδριο «The ECB and Its Watchers XXII», Φρανκφούρτη, 17 Μαρτίου.
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

Γενική Διεύθυνση Επικοινωνίας

Η αναπαραγωγή επιτρέπεται εφόσον γίνεται αναφορά στην πηγή.

Εκπρόσωποι Τύπου